Δεν χωράω πουθενά.
Όταν ήμουν μικρότερος ζήλευα όσους αβίαστα εντάσσονταν σε
μία ομάδα, οποιαδήποτε ομάδα: Φιλάθλους, μέλη κομμάτων, μέλη θρησκευτικών
ποιμνίων, ιδρυτές αφελών εφηβικών προσπαθειών να αλλάξουν τον κόσμο, μαθητές σε
κουλ σχολικές κλίκες ή ακόμα και ανθρώπους με συγκεκριμένα στέκια, που
πετύχαιναν τους φίλους τους χωρίς καν να έχουν ραντεβού μαζί τους γιατί
απλούστατα όλοι οι σωστοί άνθρωποι ήταν στο σωστό μέρος.
Μου άρεσε ότι ενστερνίζονταν τις πεποιθήσεις της ομάδας
χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς να ταλαιπωρούν το μυαλό τους με ερωτήματα και
αμφιβολίες, και «πείτε μου τι εννοείτε με την παράγραφο 4, άρθρο 3».
Το δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα» είναι πολύ ισχυρό.
Το μυαλό τους ξεσκαρτάριζε ό,τι δεν κολλούσε, και
μπορούσαν απρόσκοπτοι να εισπράξουν όλα τα καλά που προκύπτουν: Την αίσθηση ότι
ανήκεις κάπου, τη χαρά της νίκης ακόμα κι αν δεν έχεις συμμετάσχει ενεργά, τα
τυχερά και τα προνόμια των μελών, την πολυτέλεια του να χρησιμοποιείς εκφράσεις
του τύπου «ο κύκλος μας» ή «άνθρωποι σαν κι εμάς», την πίστη σε κάτι, ένα
συναίσθημα που έχει τη δύναμη να καλύψει αρκετά κενά στη ζωή κάποιου.
Περνάμε τέλεια!!!!!!!
Το συνθηματικό σφράγισε την εποχή του lifestyle όπως θα την ονομάσουν οι ιστορικοί
του μέλλοντος, άνοιξε επαγγελματικές πόρτες και κέρδισε φοιτητικές εκλογές.
Η δήλωση πίστης στη θρησκεία του καταναλωτισμού περνούσε
από τη συγκεκριμένη φράση.
Στο ένα χέρι το τσιγάρο, στο άλλο χέρι το ποτήρι: η
κωμική τραμπάλα ανάμεσα στα δύο λάβαρα της απελευθέρωσης δεν σήκωνε πια όλο το
βάρος.
Υπήρχαν τα γκάτζετς, οι μάρκες και χίλια δυο πράγματα που
θα σε έκαναν μάγκα.
Η νεολαία δεν είχε κανένα λόγο να μην ορκίζεται στα
ποτήρια που τσούγκριζε ότι περνάει τέλεια.
Περνούσε όμως;
Η απάντηση είναι αδιάφορη.
Η επανάσταση εξαντλήθηκε εξάλλου με το πρώτο σφηνάκι.
Οι νταβατζήδες είχαν πετύχει το στόχο τους.
Οι νέοι λαίμαργα ρούφηξαν το δόγμα και λάτρεψαν τις
καινούριες τους αλυσίδες. Τώρα δεν ήθελαν να ψυχαγωγηθούν αλλά να διασκεδάσουν.
Δεν ήθελαν να απολαύσουν αλλά να ξεσπάσουν.
Δεν ήθελαν να σκεφτούν τα δύσκολα αλλά να δουλέψουν για
τα εύκολα.
Δεν ήθελαν να πιουν αλλά να ξεράσουν.
Δεν ήθελαν να κάνουν έρωτα αλλά σεξ, βιντεοσκοπώντας την
πράξη.
Δεν ήθελαν με τίποτα να περάσουν υπέροχα όπως λέει μία
κοπέλα και σπεύδει η φίλη της να τη διορθώσει, φοβούμενη ίσως ότι κάποιος θα
τους πετάξει έξω για το λάθος της, αλλά να τραβήξουν φωτογραφίες για το Facebook και να
περάσουν τέλεια.
Τέλεια ασφαλώς ήταν μόνο η λοβοτομή.
Η ατομική ευθύνη και η ανοιχτή κοινωνία…
Βυθισμένη στην αέναη μελαγχολία της, η ελληνική κοινωνία,
παρασυρμένη από τη δίνη του τέλους της εθνικής της αμεριμνησίας, αναζητά τους
ενόχους και τους φταίχτες οπουδήποτε αλλού αρνούμενη να αντιμετωπίσει κατάματα
τις δικές της ευθύνες.
Γαλουχημένη με ένα ιδιόμορφο βαλκανικό - τριτοκοσμικό
λαϊκισμό με έντονα τα στοιχεία της ξεπεσμένου lifestyle, η ελληνική κοινωνία
αφομοίωνε από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό μόνο εκείνα τα στοιχεία που τη βόλευαν.
Μία από τις ιδέες αυτές, η οποία στη χώρα μας έφτασε στο
σημείο να λατρεύεται με φετιχιστική μανία, είναι η ιδέα της πρόταξης του
συλλογικού έναντι του ατομικού, και, η συνακόλουθη απομείωση της αξίας της
ατομικής επιλογής μα και ευθύνης.
Από τη πιο μικρή έως τη πιο μεγάλη πράξη, ο νεοέλληνας
την αντιμετώπιζε μέσα από το πρίσμα του «συλλογικού», του «κοινωνικού», του
«ομαδικού», αποδίδοντας σε αυτό ιδιότητες πανίσχυρες και, σχεδόν, θεϊκές.
Τυμβωρύχοι …
Όπως ακριβώς το είχαμε προβλέψει.
Ζεστό ακόμη το σώμα του άτυχου 19χρονου Θανάση Καναούτη
και οι γνωστοί έκαναν το θαύμα τους.
Σπέκουλα σε ένα τραγικό δυστύχημα γιατί;
Για λίγα ψηφαλάκια;
Για να στήσουν ένα σκηνικό έντασης;
Ντροπή τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, η τοπική οργάνωση της περιοχής αφού οργάνωσε
εκδήλωση και πορεία, πήρε το λόγο και με ανακοινώσεις.
Και τι έγραψαν οι ανεκδιήγητοι; «Ο θάνατος του
19χρονου Θανάση Καναούτη επειδή δεν ακύρωσε ένα εισιτήριο αξίας 1,20 ευρώ
αναδεικνύει με τον πλέον τραγικό τρόπο την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει
πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας εξαιτίας της μνημονιακής πολιτικής. Η
ανεργία που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ, ο κοινωνικός αποκλεισμός μεγάλου τμήματος
της νεολαίας, οι άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης χιλιάδων συμπολιτών
μας, συγκροτούν το ακραίο μνημονιακό πλαίσιο της φτώχειας, της απόγνωσης και
της καταστολής.
Ο Θανάσης Καναούτης ήταν ένας ακόμα άνεργος νέος που δεν
είχε χρήματα για να καλύψει έστω και τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Το κόστος
των μεταφορών στις αστικές συγκοινωνίες έχει εκτοξευτεί επί ημερών μνημονίου,
ενώ η κυβέρνηση σχεδιάζει και νέα αύξηση για να συμμορφωθεί στις μνημονιακές
δεσμεύσεις. Πρέπει τώρα να μπει ένα τέλος στην πολιτική που εξαθλιώνει τις ζωές
μας και ωθεί χιλιάδες νέους και νέες στην απόγνωση και την απελπισία».
Το σάλτο μορτάλε της λογικής…
Ένας αστυνομικός κάνει σήμα σε κάποιον μοτοσικλετιστή να
σταματήσει για έλεγχο. Υπάρχουν οι εξής πιθανότητες: α) να τον έχει θεωρήσει
ύποπτο β) να μην τον έχει θεωρήσει ύποπτο, αλλά απλώς να κάνει προληπτικό
έλεγχο.
Ξέρουμε τι από τα δύο ισχύει; Όχι!
Ο μοτοσικλετιστής δεν σταματάει και αναπτύσσει ταχύτητα
προσπαθώντας να ξεφύγει.
Υπάρχουν οι εξής πιθανότητες, (που υπήρχαν και πριν
αναπτύξει ταχύτητα): α) να είναι σε κάτι «όχι εντάξει» β) να είναι σε όλα
εντάξει, αλλά για κάποιον λόγο να αποφάσισε να μην σταματήσει.
Ξέρουμε τι από τα δύο ισχύει; Όχι!
Είναι ώρα να αρχίσουμε να ψαχνόμαστε.
Όταν οι φανατικοί της οπισθοδρόμησης, επικαλούμενοι μέχρι και λόγους
εθνικισμού, έχουν κάνει
παντιέρα τους την Βαλκανική Ελλάδα του 1950 και της δραχμής δεν βλέπω
γιατί πρέπει να «καταδικάζονται» οι αντιευρωπαϊστές αριστεροί.
Εάν δεν θέλουμε να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία
εντός της Ευρώπης ήρθε η ώρα να αποφασίσουμε τι Ελλάδα ζητάμε.
Το 1980 είχαμε μοναδική ευκαιρία να ανατρέψουμε τον
Κωνσταντίνο Καραμανλή
πριν προλάβει να υπογράψει την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ ως χώρα
«επιχειρηματικού δαιμονίου, διακεκριμένης ναυτιλίας και σημαντικών
αποθεμάτων ορυκτού πλούτου».
Αντίθετα όμως η ευρύτατη
πλειοψηφία «λιποθυμούσε» από εθνική υπερηφάνεια.