Όταν πήγα φαντάρος στα 24 μου, με τα
μεταπτυχιακά μου, με τα εξωτερικά μου, με την αλαζονεία της νιότης μου,
συνειδητοποίησα από τις πρώτες κιόλας μέρες ότι όλα αυτά που εγώ είχα σαν
εφόδια δεν μετρούσαν μία εκεί μέσα. Μπορεί να είχα διαβάσει εκατοντάδες βιβλία,
να είχα δει χιλιάδες ταινίες, να ήξερα διάφορα για την ξένη μουσική, να είχα
πάρει ένσημα από μπαράκια και ρεμπετάδικα… όμως δεν ήξερα ούτε να κόβω ξύλα,
ούτε να ανάβω σόμπα, ούτε να ξυρίζομαι
στεγνά στην σκοπιά, ούτε να κάνω την ανάγκη μου στα χωράφια ή στην καλύτερη σε
αλά τούρκ τρύπες, απ όπου ξεμύτιζαν κάτι ποντίκια ίσαμε τη γάτα Ιμαλαίων του
Ψυχάρη . Και αν τυχόν έβλεπα κανένα φίδι, έτρεχα σαν τρελός.
Εν ολίγοις, εκεί συνειδητοποίησα ότι καλώς ή
κακώς, ο στρατός χρειάζεται σκληροτράχηλα παιδιά, μαθημένα στις κακουχίες, που
στην περίπτωση πολέμου θα τα βγάλουν πέρα, υπερασπιζόμενα ή σώζοντας κάποιους
φιρφιρίκους σαν κι εμένα, που μπορεί να ήξεραν τον Bowie, ή να είχαν μελετήσει
τον Μαρκούζε, αλλά στα ορύγματα, και στα χαρακώματα δεν άξιζαν μία. Γι αυτό και
αργότερα όταν διετέλεσα επιλοχίας μάχιμου λόχου, από τους νέους που έρχονταν
κάθε δυο μήνες επέλεγα τα χωριατόπαιδα, αυτά που ήξεραν (και ήθελαν) να
ανταποκριθούν στις δυσκολίες του στρατού. Διότι είχα καταλάβει πολύ καλά, ότι
αν γίνονταν ποτέ το μπαμ (ήταν η εποχή του Μάρτη του ’87, και όλα ήταν πιθανά),
τέτοια παιδιά θα ήθελα δίπλα μου στις λάσπες του Έβρου (όπου πέρασα δυο μήνες
ζώντας σε σκηνάκι), και όχι κάποιον σαν κι αυτό που ήμουν ο ίδιος πριν από μερικούς
μόνο μήνες.