22.3.13
Μανχάταν.
Δεν υπάρχουν λεζάντες στα δρώμενα· πόσω μάλλον υπέρτιτλοι
για τους αδαείς.
Το πολιτικό τοπίο θυμίζει τις εφηβικές χίμαιρες που οι
περισσότεροι εγκατέλειψαν στο όνομα της θεσμικής αρετής.
Χαμόγελα και χάδια που χάνονται σταδιακά καθώς η ευτυχία
θεωρείται placebo για τους αιθεροβάμονες, τους τυχερούς και τους ύποπτα
φιλήδονες.
Ο γύρος του κόσμου δεν αποτελεί δέλεαρ καθώς στην Ελλάδα
καταστρατηγείται η αίσθηση της ευθύνης με αγελαίο πείσμα για τις εντυπώσεις στα
σκονισμένα σαλόνια. Θυμίζουμε την ανημπόρια των Ρώσων στην δυτικοποίησή τους
από τον Μεγάλο Πέτρο, θλιβερό δείγμα απαισιοδοξίας σε έρευνα των New York Times
την δεκαετία των ’70s λόγω άκρατου πληθωρισμού, ανικανότητα σύλληψης προσδοκιών
εξαιτίας της προπαγάνδας άνωθεν που εξακολουθεί να ζει με όρους και αισθητική
αγγλικής αποικίας στο ναδίρ· πόσο αστείοι φαίνονται οι παρίες που κατατρύχονται
από τον αόρατο εχθρό.
Κανείς δεν ξέρει ότι η δουλεία είχε καταργηθεί το 1833
στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες.
Οι άλλοι πάντα φταίνε· οι εκτός χωριού.
Ο ταλαντούχος κος Κατίδης.
Κάποια στιγμή, πάνε μήνες, οι χρυσαυγίτες σκέφτηκαν να
στεγαστούν και στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Σχεδίαζαν, μάλιστα, να νοικιάσουν γραφεία δίπλα σε
σύνδεσμο οπαδών της ΑΕΚ.
Και μία ημέρα των ημερών ο τοίχος απέκτησε φωνή.
Οι ΑΕΚτζήδες είχαν γράψει πάνω του την εντολή «Ούτε να το
σκέφτεστε».
Τίποτα περισσότερο. Και τίποτα σαφέστερο.
Αποδέκτες του μηνύματος, οι χρυσαυγίτες.
Που μπροστά στα δύσκολα ακύρωσαν τα στεγαστικά τους
σχέδια.
Το συμβάν έγινε ευρύτατα γνωστό.
Αλλά ο παίκτης της ΑΕΚ Γιώργος Κατίδης φαίνεται ότι δεν
άκουσε τίποτα, αφού ζει στον «παράλληλο κόσμο του», όπως είπε ο προπονητής του,
Εβαλντ Λίνεν.
Δεν άκουσε, επίσης, τίποτα για τον προπηλακισμό του
βουλευτή Δημήτρη Στρατούλη στο ΟΑΚΑ.
Εγκλωβισμένος στον παράλληλο κόσμο του, δεν έμαθε πως η
ίδια η οργάνωση των οπαδών της ομάδας του έβγαλε πάραυτα ανακοίνωση για να
απαιτήσει «να τελειώσουμε με τα σκουλήκια τους φασίστες».
Η πραγματική ζωή είναι διαφορετική από τα συνθήματα.
Η Κύπρος είναι το Βατερλό όλων των
ελληνικών δημαγωγικών μύθων.
Και ΑΟΖ είχαν ανακηρύξει και τα πετρέλαια διαπραγματεύονταν,
και Ρώσους φίλους και καταθέτες διέθεταν, και αριστερό πρόεδρο είχαν, όχι
«δοσίλογους» όπως εμείς.
Κι όμως, ούτε ο συχωρεμένος ο Τσάβες τους έστειλε δωρεάν
πετρέλαιο, ούτε οι Ρώσοι και οι Κινέζοι τους δάνεισαν.
Και ο Χριστόφιας κλαίγοντας τους ανακοίνωσε τη χρεοκοπία
και τα μνημόνια.
Το ’χουν αυτό οι συμπατριώτες μας, όταν χρεοκοπούν οι
πολιτικές τους, κλαίνε.
Πριν 9 χρόνια ένας άλλος εξίσου μεγάλος πατριώτης
τορπίλισε το όνειρο δεκαετιών, την επανένωση του νησιού, τον τερματισμό της
κατοχής.
Για να μη μοιραστεί την ευημερία της η πλουσιότερη
κοινότητα με την πιο φτωχή. Κλαίγοντας κι αυτός. Η ιστορία εκδικείται.
Ο καπιταλισμός μεταλλάσσεται, και παραπαίει…
Το 1978, ήμουν μαθητής, άρον άρον μεταφερμένος στην
Αθήνα, σε απόλυτη φτώχεια, αλλά και μέλος της ΚΝΕ, με αλαζονική σιγουριά για το
μέλλον.
Δούλευα εκείνο το καλοκαίρι σε μια από τις πρώτες εταιρείες πληροφορικής, όταν διαπίστωσα με μεγάλη μου έκπληξη πως ένα από τα αφεντικά της εταιρείας διάβαζε το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και ήταν οπαδός ή μέλος του ΚΚΕ.
Δούλευα εκείνο το καλοκαίρι σε μια από τις πρώτες εταιρείες πληροφορικής, όταν διαπίστωσα με μεγάλη μου έκπληξη πως ένα από τα αφεντικά της εταιρείας διάβαζε το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και ήταν οπαδός ή μέλος του ΚΚΕ.
Όταν ξεθάρρεψα και τον ρώτησα ‘’μα πως συμβιβάζονται
αυτά;’’, πήρα μια απάντηση έτοιμη από καιρό.
Ίσως επειδή η
ερώτηση ήταν συχνή...
‘’Γιατί όχι αγαπητέ; Είναι θέμα αρχών. Γιατί άλλοι να
τρώνε ψωμί και άλλοι παντεσπάνι; Παρότι εγώ προσωπικά μάλλον έχω συνηθίσει στο
παντεσπάνι, θα ήθελα αυτό να μοιράζεται. Φυσικά, τότε πια, δε θα είναι ακριβώς
παντεσπάνι, αλλά σίγουρα θα είναι ένα γλυκό ψωμί για όλους’’.
Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η απάντηση.
Η απλή της διατύπωση, με ωραία λόγια, στερέωνε τη δική
μου επιλογή για κομμουνιστική στράτευση.
Αλλά και κάτι παραπάνω: Αφού ακόμη και το αφεντικό που
είχε συνηθίσει στο παντεσπάνι, διάλεγε για λόγους αρχών τον κομμουνισμό, εγώ,
που μετά βίας μοιραζόμουν το ψωμί με τα αδέρφια μου, σίγουρα θα είχα εκατό
λόγους παραπάνω, να βαδίσω τον ίδιο δρόμο.
Όχι μόνο για λόγους αρχών, αλλά και από ανάγκη.