Ο Λαυρέντης ανακάλυψε την απάτη του Τσίπρα…
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας είναι ένας πολύ αγαπητός
καλλιτέχνης. Ως άνθρωπος του λαού, οπαδός της Νίκης Βόλου, παλιός ροκάς
αισθηματίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι Αριστερός. Εκτός αυτού, αντισυστημικός,
πολιτικοποιημένος με την έννοια της «αριστερής» κριτικής απόστασης και
καυστικός απέναντι στην εξουσία.
Επειδή μ’ αρέσει ο Νταλάρας και ο Κότσιρας, πήρα
ένα βράδυ μερικούς φίλους και πήγαμε στη μουσική σκηνή όπου τραγουδούσε μαζί με
τους άλλους δύο. Ωραία περάσαμε αλλά ο Λαυρέντης μάς την έσπασε. Ενοχλήθηκε
επειδή μιλούσαμε μεταξύ μας, όσο αυτός τραγουδούσε! Μας έκανε και παρατήρηση:
«Πόσο καιρό έχετε να βγείτε και μιλάτε τόσο πολύ;». Είπαμε μήπως κάνει εκείνο
το παρωχημένο χιούμορ των Αριστερών αλλά όχι, μιλούσε πολύ σοβαρά και μας
αγριοκοίταζε…
Κι’ όμως… είναι τόσο απλό!
Παίζω συχνά αυτό το παιχνίδι. Τουλάχιστο κάθε
φορά που νιώθω ότι με προδίδει η κοινή λογική και αγωνιώ να αναβαπτιστώ στα στοιχειώδη. Τι κάνω δηλαδή; Απλώς
ανάγω πολύπλοκα προβλήματα στην στοιχειώδη περίληψή, στον πυρήνα τους, που
μπορεί να βάλλει στη συζήτηση ακόμη και τον απλοϊκότερο συνομιλητή που μου
φέρνει η τύχη της στιγμής για κουβέντα. Ιδού, λοιπόν, η τελευταία ψαριά.
Ο συνομιλητής μου είναι ο γηραιότερος τσοπάνης
της περιοχής μου, ένας γλυκύτατος εβδομηντάρης που σαλαγάει τα γίδια του σάμπως
να τραγουδά στα εγγόνια του για να μη κάνουν αταξίες. Εγώ, κουτσαίνοντας με την
αυτοσχέδια μαγκούρα μου, έχω καταφέρει να περάσω από την άλλη πλευρά του λόφου,
αυτό το ήσυχο ανοιξιάτικο απογευματάκι, και του στήνω καρτέρι καθισμένος στο
πεζούλι εγκαταλειμμένου κριθαροχώραφου. Ξέρω ότι όπου να’ ναι θα φανεί, αφού
τον προαναγγέλλουν τα κουδούνια του κοπαδιού του. Δεν θα είναι η
πρώτη φορά που θα καθίσουμε να φιλοσοφήσουμε περί πάντων και άλλων τινών. Του
αρέσει η κουβέντα και μένα με θέλγει η ετοιμολογία του. Αυτή τη φορά, όμως, έχω
προσχεδιάσει την «συνεδρία»...
Στρατιωτικές επεμβάσεις και ψέματα…
Με αφορμή την προχθεσινή επιδρομή των ΗΠΑ στη
Συρία, εξαιτίας της οποίας έγινε ο κακός χαμός και λίγο κόντεψε να πάμε σε Γ’ΠΠ,
να θυμίσω κάτι «περίεργο» που είχε γίνει πριν από λίγες δεκαετίες, και που
θυμίζει έντονα επιχείρηση false flag. Στημένες δηλαδή καταστάσεις, με σκοπό την
παραπλάνηση της κοινής γνώμης προκειμένου να δικαιολογηθεί και να γίνει κάποια στρατιωτική επέμβαση.
To
1990, όταν
το Ιράκ εισέβαλλε στο Κουβέιτ, τα παγκόσμια και εν πολλοίς κατευθυνόμενα ΜΜΕ (δεν υπήρχε τότε διαδίκτυο) άρχισαν να
μεταδίδουν ιστορίες φρίκης, και διάφορες θηριωδίες, που υποτίθεται ότι έκαναν
οι εισβολείς Ιρακινοί στρατιώτες…
Μάνατζερ ράγκμπυ…
Αυτό κάνουμε τα τελευταία χρόνια ως χώρα.
Μανατζάρουμε το ανύπαρκτο και επικαλούμαστε το αυτοδιαψευδόμενο. Δεν είναι κι
άσχημα. Κάπως έτσι καταφέραμε να γίνουμε προτεκτοράτο της πτωχευμένης
Βενεζουέλας, να μπάσουμε απ’ το παράθυρο έναν μαιτρ της παγκόσμιας
φοροδιαφυγής, να μας φτιάξει παστρικά τις off shore μας, την ώρα που κατά το
παρελθόν διαπομπεύαμε έλληνες εφοπλιστές που ακολουθούσαν την ίδια οδό για να
αναχρηματοδοτούν τις δουλειές τους.
Καταφέραμε επίσης να μπάσουμε σε αεροπλάνο της
γραμμής κοτζάμ λύχνο με ανοιχτή φωτιά κοντά σε εύφλεκτα γένια, την ώρα που οι
αεροπορικές εταιρείες απαγορεύουν ακόμη και την πιπίλα από καουτσούκ, για τον
κίνδυνο της αυτανάφλεξης…
Όχι, δεν είναι οι άλλοι βλάκες...
Χτες πήγα στο γήπεδο, σε έναν αγώνα της ομάδας
μας με τον 7χρονο γιό μου. Νικήσαμε 1-0 και μετά τον αγώνα, όλο χαρά, πήγαμε
στο κατάστημα της ομάδας στην κάτω μεριά του γηπέδου για να αγοράσουμε μια
φανέλα με το όνομα και το νούμερο ενός αγαπημένου του παίκτη.
Μαζί βρήκαμε ποια φανέλα του άρεσε, διαλέξαμε το
αμέσως μεγαλύτερο μέγεθος (9-10 ετών) για να μπορεί να την φορέσει 2-3 χρόνια
και μετά ξεροκατάπια με την τιμή της φανέλας. Δεν παίρνεις κάθε μέρα στο γιό
σου την φανέλα της ομάδας σας.
Την πήρα στο χέρι και πήγα λοιπόν στο ταμείο να
πληρώσω την αναγραφόμενη τιμή.
Που να ήξερα...