18.10.12

Παιδάκια είναι ρε μπινέδες....


Ο ΓΝΗΣΙΟΣ Έλλην, ή πως καθαρίζει ο Πλάτωνας, να’ούμε

 Του Ηλία Μπαζίνα.
(Δημοσιεύθηκε πριν από δύο περίπου χρόνια στο Φίλαθλο). 

Σε πολυσύχναστο παραθαλάσσιο μέρος με πλείστες ταβέρνες έχει καταλύσει η χαρυτόβρυτη οικογένεια Βόθρου. Ο ανήρ είναι και καλά ΓΝΗΣΙΟΣ σε όλα του. Εξαερώνει απ’ όλες τις οπές, σκαλίζει τη μύτη του, φτύνει, ξύνει τα δάχτυλα των ποδιών του. Απέχει από του να αφοδεύση στην κοινή θέα, ως εστί και ευρίσκεται, αλλά αυτό είναι όλο. Ίσως δεν του ‘ρχεται.


Είναι όλος μια τεράστια κοιλιά και μια αυτόνομη κεφαλή σε τριχωτούς ώμους, με το θείο δώρο μιας πλούσια κατάμαυρης κόμης την οποία έχει ταράξει στο μπριγιόλ. Κοιτάει τους πάντες γύρω του ολόισια στα μάτια, σαν να είναι οι καλύτεροι φίλοι του και ό, τι λέει, τα λέει να τ’ ακούσουν τουλάχιστον είκοσι τραπέζια.
Η γυναίκα του είναι σαν ρινόκερος που έχει φάει τρεις Νεάντερνταλ και παιδεύεται να χωνέψει, με αλογόδοντα, και μαλλί σαν από ηλεκτροπληξία. Σακατεύει μια καρέκλα, τη βάζει δίπλα για να μην την πληρώσει και κάθεται σε δύο. Εξέχει και από μια πιθαμή από κάθε πάντα.
Την οικογενειακή ευδαιμονία συμπληρώνουν τρία παιδάκια. Το αγόρι είναι ακαθορίστου σχήματος 5-6 χρονών και καμιά εξηνταριά κιλά. Το κορίτσι λίγο πιο μικρό, και καμιά ογδονταριά κιλά. Το πολύ μωρό, μηνών, μοιάζει με κουράδα κολοσσού.
Έρχεται η τουριστική γκαρσόνα να πάρει παραγγελία. Ο ΓΝΗΣΙΟΣ της τα χώνει. «Είμαστε εδώ τρία τέταρτα και μας έχετε γραμμένους..»!
 Τερατώδης ανακρίβεια. Το κοριτσάκι, μάλλον άσχετο, απολογείται.
«Κοιτάξτε, κύριε, πόσος κόσμος έχει πέσει! Μόλις μπόρεσα ήρθα..».
«Και τι με νοιάζει ο κόσμος εμένα, κοπέλα μου! Αμάν θα νάρθης στο δικό μου το μαγαζί ναούμε, θε ξυπηρετεθείς πριν προλάβης να κλάσης, που λέει ο λόγος! Αυτό θα πει επαγγελματίας ναούμε. Κάνε σβέλτα γιατί εδώ τα θηρία δεν κρατιούνται!..»
Η κοπέλα ξεκουμπίζεται έντρομη, και γυρίζει σε χρόνο ντετέ με ανυπολόγιστα σουβλάκια, και εφτά γαβάθες πατάτες.
Η  Νεατερντάλωφ και η κόρη της εστιάζουν το βλέμμα τους πάνω στους περίδρομους και τους εξαφανίζουν.
Τα σαγόνια της οικογένειας δουλεύουν πυρετωδώς, και ακούγονται σε όλο το μαγαζί. Χρατς, χρουτς, κρακ, χλαπ, πτου!
Και μετά τα παιδάκια σηκώνονται να παίξουν. Και παίζουν!
Πλακώνουν κάτι τρεχάλες σαν ιπποπόταμοι στην ώρα τους, και κάτι στριγγλιές επίσης σαν ιπποπόταμοι στην ώρα τους. Περνάνε δίπλα στα τραπέζια και σαρώνουν. Όποιον πάρει ο χάρος!
Τα ουρλιαχτά τους σκίζουν αυτιά, ξεμπουρδελιάζουν ακόμα και τη μουσική στη διαπασών του καταστήματος. Ο μικρός ξέρει σκυλοτράγουδα και τα γαβγίζει. Ο πατέρας του τον ακούει εκστατικός, μουγκρίζοντας «ΓΙΟ ΜΟΥ!..». Είναι βέβαιος ότι έχει γεννήσει τον Καζαντζίδη.
Τα παιδάκια συνεχίζουν να παίζουν, συμπαρασύροντας και κάτι άλλα, πολύ πιο αχαμνά παιδάκια. Το συνολικό αποτέλεσμα όμως είναι εκκωφαντικό, δολοφονικό, σα συναυλία από τρόφιμους ασύλου ανιάτων, σαν να κλαίει ο διάολος τη μάνα του.
Τα παιδάκια γκρεμίζουν έπιπλα, σαρώνουν τραπέζια πριν προλάβει το κατάστημα να τα σηκώσει.
Αποφάγια σκορπίζονται παντού, και προσγειώνονται πάνω σε άναυδους πελάτες. Κάποιοι παν να διαμαρτυρηθούν, αλλά το ύφος του ΓΝΗΣΙΟΥ τους αποτρέπει. Δεν αφήνει περιθώρια.
«ΠΑΙΔΑΚΙΑ είναι ρε μπινέδες. Παίζουν! Τι θέλετε τώρα μη σας γ…..!»
Στο μεταξύ τα παιδάκια σουτάρουν σκύλους και γάτες, που πλησίασαν επικίνδυνα με την ελπίδα να ταϊστούν.
Πελάτες πληρώνουν βιαστικά και όπου φύγει φύγει.
Σε ένα τραπέζι, ένας άνθρωπος μοναχός του, μάλλον φτωχοντυμένος και με όψη αγρότη, δίνει τη μάχη του με κάτι σουβλάκια που δεν τρώγονται ούτε από κόνδορα. Αποκαρδιωμένος, παρατάει τον άνισο αγώνα, και παραγγέλνει πατάτες, ένα τζατζίκι και μια χωριάτικη. Ο μπουρδουμπάς «ΓΙΟ ΜΟΥ» του ΓΝΗΣΙΟΥ έρχεται με φόρα και του χύνει τη μπύρα στα μπατζάκια.
Οπότε, μέσα στον ψυχισμό του αγρότη, κάτι ξεχειλίζει. Ενώ από μια διπλανή παρέα κάποιοι χαζοί λένε «Γούρι, γούρι…», εκείνος παίρνει στο χέρι τη χωριάτικη και καθώς ο μπουρδουμπάς ξανακάνει το γύρο του τραπεζιού του την κολλάει στη μάπα.
Με βρυχηθμό τάπιρου, ο ΓΝΗΣΙΟΣ σηκώνεται για να επιτεθεί. Η μπάκα του όμως τον προδίδει, και δεν του συγχωρεί τόσο απότομη κίνηση. Μπερδεύει τα πόδια του και τσακίζεται. Ήρεμα ο αγρότης του μπλαστρώνει το τζατζίκι στα μάτια και τον αφήνει στραβό. Σβέλτα σαλτάρει στο μηχανάκι του και γίνεται Σπυρίδων Λούης. Ενώ οι πάντες έχουν μείνει μακάκες.
Μόνο η χονδρή μαμά προλαβαίνει να εκσφενδονίσει μια μελιτζανοσαλάτα. Αλλά δεν ξέρει σημάδι, και πετυχαίνει το μωρό της, που χέζεται στο κλάμα.
Ο κόσμος γύρω κοιτάει με ύφος δήθεν σοκαρισμένο. Δαγκώνονται για να μη φανεί πόσο την έχουν καταβρεί.
Μόνο ένας παπάρας, σύμμαχος του Καλού, σηκώνεται για να κυνηγήσει το μηχανάκι. Στα 20 μέτρα σωριάζεται με ημιέμφραγμα και απαλλάσσεται από πατζάρι, σκορδαλιά, πιπεριές τηγανιτές, και αμπελοφάσουλα. Ο αυτόπτης μάρτυς του περιστατικού έπαθε κήλη από τον κλαυσίγελο, και πορεύεται με μπλάστρια.
Το ρεζουμέ είναι ότι εμείς καταφέρνουμε και φτιάχνουμε ανθρώπους με ξεκωλοφαρδοπατωμένη αντίληψη κοινωνικής συμπεριφοράς, διότι τους προπονούμε από μικρούς.
Και τους μαθαίνουμε  από νωρίς ότι καθαρίζει ο Πλάτωνας, ναούμε.
Αφού κι εκείνος ήτανε Έλληνας, άραγες ναούμε, δεν γίνεται να μην εγκρίνει ό, τι κάνουν αυτοί!
Αφού τον…παραδέχουμε ΕΜΕΙΣ σου λένε, μας παραδέχει κι εκείνος!»

Για την αντιγραφή:
Αρίσταρχος





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου