Μυαλό δεν πουλάνε ούτε στα θρανία ούτε στη λαϊκή- ή το 'χεις ή σου λείπει, και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Το φάρμακο κατά της βλακείας δεν έχει ακόμα βρεθεί- όσο πιθανό είναι να βγάλει ο μονόχειρας καινούργιο χέρι άλλο τόσο πιθανό είναι να βάλει μυαλό το ντουβάρι. Ούτε οι νουθεσίες ούτε τα γράμματα ούτε τα χρόνια μπορούν να προσθέσουν ένα δράμι μυαλό- είναι σαν να γράφεις στο νερό. Οι αρχαίοι δεν εντυπωσιάζονταν διόλου με τους πολυμαθείς και πολυδιαβασμένους σοφολογιότατους: «ως ουδέν η μάθησις, αν μη νους παρή». Ούτε οι σύγχρονοι σοβαροί θαμπώνονται με τους περισπούδαστους.
Στη δεκαετία του 1970, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όργωνε τις ευρωπαϊκές χώρες για να πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, του πρότειναν να πάρει μαζί του κι έναν υψηλόβαθμο διπλωμάτη και πολιτικό επιστήμονα επειδή, συν τοις άλλοις, μιλούσε εφτά γλώσσες. Ο έμπειρος πολιτικός, που γνώριζε τον προτεινόμενο, αγρίεψε (δεν ήθελε και πολύ): «Τι να τον κάνω αυτόν; Και στις εφτά βλακείες θα λέει».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμάμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Και επειδή κάθε τόσο μας αιφνιδιάζουν με την ανοησία τους πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», ανακαλύπτουμε ότι οι χοντροκέφαλοι είναι πολύ περισσότεροι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Αν δεχτούμε την κωδωνοειδή καμπύλη «κανονικής κατανομής» (ή «καμπύλη Gauss», από το όνομα του Γερμανού μαθηματικού) η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλακών σε κάθε κοινωνική ομάδα- ο ένας στους τέσσερις. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ένα τόσο μικρό νούμερο- όπου και να στρίψεις σε βλάκα θα πέσεις. Αυτό που φαίνεται να έχει καθολική ισχύ είναι πως όσοι είναι οι χάχες μεταξύ των παρκαδόρων είναι και μεταξύ των πανεπιστημιακών.
Όσο περισσότερο απασχολεί την κοινωνία ένα φαινόμενο (αλκοολισμός, βροχοπτώσεις, ανεργία κ.λ.π.) τόσο μεγαλύτερη είναι η ποικιλία των λέξεων που χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν με ακρίβεια όλες τις πτυχές του (λέγεται ότι οι Εσκιμώοι έχουν τις περισσότερες λέξεις για το λευκό).
Μια ισχυρή ένδειξη για το πόσο αισθητή είναι η κοινωνική παρουσία των βλακών, άρα και το ποσοστό τους, είναι ο εκπληκτικός πλούτος λέξεων για τον χαρακτηρισμό τους από την αρχαία ως τη σύγχρονη και τη νεανική ευρηματικότητα: νωθρός, άνους, μωρός, μώλυς, ευήθης, αμβλύς, βληχρός, αβδηρίτης, χαύνος, χάσκας, πελελός, αναίσθητος, αμβλύτης, νώθειος, άφρων, αμαθής, άσκεφτος, αερολόγος, κόρυζα, ζωντανό, ζωντόβολο, κουτορνίθι, κωθώνι, μάπας, βλάκας (με περικεφαλαία), πανί βλάκας, ανόητος, ελαφρύς, γελοίος, μπουνταλάς, μπούφος, μπαρούφας, μπούρδας, χάνος, ψάρι, βλήμα, σερσέμης, χαϊβάνι, πίπιζας, τούβλο, ντουβάρι, χαλβάς, χάχας, κούτσουρο, μούσμουλο, χοντροκέφαλος, στενόμυαλος, ελαφρόμυαλος, ορνιθόμυαλος, μωροπίστευτος, φυγόμυαλος, κουφιοκέφαλος, κοντόφθαλμος, στενοκέφαλος, σκατοκέφαλος, σαχλαμάρας, αφελής, κοίμησης, κοιμισμένος, νυχτωμένος, ύπνος, απτάλης, αχμάκης, ζευζέκης, στούρνος, στουρνάρι, πίτουρας, χάπι, χάπατο, φιόγκος, φύκι, κολοκύθας, κεφάλας.
Και: στόκος, κάλος, μπάμιας, φελλός, καθυστερημένος, σκατόμυαλος, κοκορόμυαλος, ζαβός, ηλίθιος, λειψός, κλούβιος, θέατρο, κουτεντές, κουτούλιακας, στραβάδι, ντιπ (ντιπ για ντιπ), βραδύνους, σκράπας, αγαθός, αγαθιάρης, αγαθοκλής, αγαθοψώλης, αγαθομούνα, μικρόμυαλος, μικρονοϊκός, μυγοχάφτης, απόμωρος, ζαβλακωμένος, θεόκουτος, νταμάρι, ζώο, βόδι, μοσχάρι, κρέας, σαχλός, σαχλαμπούχλας, τρίχας, φάβας, χαζοχαρούμενος, άχυρο, χαμένος, χαζοβιόλης, μουρόχαβλος, κλαπανάρας, κρετίνος, αποβλακωμένος, παρμένος, μύωψ, κορόιδο, πατάτας, πιλάφας, καζάνας, τουφεκαλεύρης, ξυλοσχίστης, ρόζος, ανεγκέφαλος, πτηνοκέφαλος, ελαφροκέφαλος, μπουσδούκος, μπουζουκοκέφαλος, νούμερο, γκαβός, κόπανος, μέτριος, λίγος, ανίκανος, ανεπαρκής, χύμα, σκόρπιος, καδρόνι, ανερμάτιστος, γκαφατζής, μηδέν, τίποτα, μπουμπούνας, μπουμπουνοκέφαλος, μπαγλαμάς, πλημμύρας, παπάρας,παπαρόπουλος, κώτσος, όρνιο, πρόβατο, κοκωβιός, κότα, χήνα, κλώσα, βλαμμένος, βλακόμουτρο, βλακέντιος, τενεκές, βλήτο, ούφο, βούρλο, μόγγολο, Νταου, χόρτο, φυτό, μπάζο, Γκαουρ, Γκουφι, γκα-γκά, γκάου, κουλός, γεια σου, φλοπ, και το λεξιλόγιο διαρκώς εμπλουτίζεται.
Εννοείται ότι κορωνίδα όλων είναι η πολυσήμαντη και κάτω από κάθε γλώσσα λέξη μαλάκας (το επίθετο μαλακός είναι συγγενές του βλάκας) και εμφαντικά πολύ μαλάκας ή ένας μαλάκας και μισός ή βαρύς μαλάκας ή πολλά κιλά μαλάκας για τις ιδιάζουσες περιπτώσεις…
Η αξεπέραστη λέξη μαλάκας αποδίδει εναργέστατα την καθ' έξη ροπή του βλάκα σε βλακώδεις ενέργειες ή την αυτοϊκανοποίηση του βλάκα που κάθε φορά νομίζει ότι κάτι πέτυχε. Και σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην έννοια της βλακείας, αλλά αποδίδει και μια ορισμένη μομφή για κάποια μικρή ή μεγάλη απρέπεια, ότι πέρασες τα εσκαμμένα- τα λεγόμενα «μαλακία έκανες», «κόφ' τις μαλακίες», «δεν μπορώ τις μαλακίες» είναι και μια επαναφορά στην τάξη.
Λες μαλάκας και καθάρισες.
Δεν υπάρχει ιδεωδέστερη λέξη άμεσης και καταλυτικής προσωπικής κριτικής. Οι λέξεις μαλάκας, μαλακία και τα παράγωγα τους χρησιμοποιούνται για πρόσωπα και καταστάσεις που ξέφυγαν της κοινής λογικής ή των ηθικών και αισθητικών κριτηρίων. Ένα καλλιτεχνικό έργο, μια πολιτική δήλωση ή ενέργεια απαξιώνονται μονολεκτικά και αστραπιαία ως «μαλακία». Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα-δεν υπάρχει ίσως ο χρόνος, η διάθεση ή και η ικανότητα για εμβάθυνση, μα αποδίδει το τελικό συμπέρασμα που σχηματίστηκε μέσα σου. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως αυτοκριτική: «τι βλέπεις; μαλακίες» (ανοησίες, μπούρδες), «τι κάνεις; μαλακίες» (τίποτα άξιο λόγου, κάτι που δεν μου αρμόζει). «Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας» λέει ο ατσαλάκωτος παρουσιαστής από την οθόνη, έτοιμος να ξεκινήσει το τροπάρι του, και ο βαριεστημένος τηλεθεατής, που έχει πάρει χαμπάρι πια τι νούμερο είναι, του απαντάει ενδόμυχα και κάποτε μουρμουριστά «καλώς τον μαλάκα».
Από το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου "Εγχειρίδιο Βλακείας"
Για την αντιγραφή
Αρίσταρχος
Στη δεκαετία του 1970, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όργωνε τις ευρωπαϊκές χώρες για να πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, του πρότειναν να πάρει μαζί του κι έναν υψηλόβαθμο διπλωμάτη και πολιτικό επιστήμονα επειδή, συν τοις άλλοις, μιλούσε εφτά γλώσσες. Ο έμπειρος πολιτικός, που γνώριζε τον προτεινόμενο, αγρίεψε (δεν ήθελε και πολύ): «Τι να τον κάνω αυτόν; Και στις εφτά βλακείες θα λέει».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμάμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Και επειδή κάθε τόσο μας αιφνιδιάζουν με την ανοησία τους πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», ανακαλύπτουμε ότι οι χοντροκέφαλοι είναι πολύ περισσότεροι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Αν δεχτούμε την κωδωνοειδή καμπύλη «κανονικής κατανομής» (ή «καμπύλη Gauss», από το όνομα του Γερμανού μαθηματικού) η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλακών σε κάθε κοινωνική ομάδα- ο ένας στους τέσσερις. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ένα τόσο μικρό νούμερο- όπου και να στρίψεις σε βλάκα θα πέσεις. Αυτό που φαίνεται να έχει καθολική ισχύ είναι πως όσοι είναι οι χάχες μεταξύ των παρκαδόρων είναι και μεταξύ των πανεπιστημιακών.
Όσο περισσότερο απασχολεί την κοινωνία ένα φαινόμενο (αλκοολισμός, βροχοπτώσεις, ανεργία κ.λ.π.) τόσο μεγαλύτερη είναι η ποικιλία των λέξεων που χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν με ακρίβεια όλες τις πτυχές του (λέγεται ότι οι Εσκιμώοι έχουν τις περισσότερες λέξεις για το λευκό).
Μια ισχυρή ένδειξη για το πόσο αισθητή είναι η κοινωνική παρουσία των βλακών, άρα και το ποσοστό τους, είναι ο εκπληκτικός πλούτος λέξεων για τον χαρακτηρισμό τους από την αρχαία ως τη σύγχρονη και τη νεανική ευρηματικότητα: νωθρός, άνους, μωρός, μώλυς, ευήθης, αμβλύς, βληχρός, αβδηρίτης, χαύνος, χάσκας, πελελός, αναίσθητος, αμβλύτης, νώθειος, άφρων, αμαθής, άσκεφτος, αερολόγος, κόρυζα, ζωντανό, ζωντόβολο, κουτορνίθι, κωθώνι, μάπας, βλάκας (με περικεφαλαία), πανί βλάκας, ανόητος, ελαφρύς, γελοίος, μπουνταλάς, μπούφος, μπαρούφας, μπούρδας, χάνος, ψάρι, βλήμα, σερσέμης, χαϊβάνι, πίπιζας, τούβλο, ντουβάρι, χαλβάς, χάχας, κούτσουρο, μούσμουλο, χοντροκέφαλος, στενόμυαλος, ελαφρόμυαλος, ορνιθόμυαλος, μωροπίστευτος, φυγόμυαλος, κουφιοκέφαλος, κοντόφθαλμος, στενοκέφαλος, σκατοκέφαλος, σαχλαμάρας, αφελής, κοίμησης, κοιμισμένος, νυχτωμένος, ύπνος, απτάλης, αχμάκης, ζευζέκης, στούρνος, στουρνάρι, πίτουρας, χάπι, χάπατο, φιόγκος, φύκι, κολοκύθας, κεφάλας.
Και: στόκος, κάλος, μπάμιας, φελλός, καθυστερημένος, σκατόμυαλος, κοκορόμυαλος, ζαβός, ηλίθιος, λειψός, κλούβιος, θέατρο, κουτεντές, κουτούλιακας, στραβάδι, ντιπ (ντιπ για ντιπ), βραδύνους, σκράπας, αγαθός, αγαθιάρης, αγαθοκλής, αγαθοψώλης, αγαθομούνα, μικρόμυαλος, μικρονοϊκός, μυγοχάφτης, απόμωρος, ζαβλακωμένος, θεόκουτος, νταμάρι, ζώο, βόδι, μοσχάρι, κρέας, σαχλός, σαχλαμπούχλας, τρίχας, φάβας, χαζοχαρούμενος, άχυρο, χαμένος, χαζοβιόλης, μουρόχαβλος, κλαπανάρας, κρετίνος, αποβλακωμένος, παρμένος, μύωψ, κορόιδο, πατάτας, πιλάφας, καζάνας, τουφεκαλεύρης, ξυλοσχίστης, ρόζος, ανεγκέφαλος, πτηνοκέφαλος, ελαφροκέφαλος, μπουσδούκος, μπουζουκοκέφαλος, νούμερο, γκαβός, κόπανος, μέτριος, λίγος, ανίκανος, ανεπαρκής, χύμα, σκόρπιος, καδρόνι, ανερμάτιστος, γκαφατζής, μηδέν, τίποτα, μπουμπούνας, μπουμπουνοκέφαλος, μπαγλαμάς, πλημμύρας, παπάρας,παπαρόπουλος, κώτσος, όρνιο, πρόβατο, κοκωβιός, κότα, χήνα, κλώσα, βλαμμένος, βλακόμουτρο, βλακέντιος, τενεκές, βλήτο, ούφο, βούρλο, μόγγολο, Νταου, χόρτο, φυτό, μπάζο, Γκαουρ, Γκουφι, γκα-γκά, γκάου, κουλός, γεια σου, φλοπ, και το λεξιλόγιο διαρκώς εμπλουτίζεται.
Εννοείται ότι κορωνίδα όλων είναι η πολυσήμαντη και κάτω από κάθε γλώσσα λέξη μαλάκας (το επίθετο μαλακός είναι συγγενές του βλάκας) και εμφαντικά πολύ μαλάκας ή ένας μαλάκας και μισός ή βαρύς μαλάκας ή πολλά κιλά μαλάκας για τις ιδιάζουσες περιπτώσεις…
Η αξεπέραστη λέξη μαλάκας αποδίδει εναργέστατα την καθ' έξη ροπή του βλάκα σε βλακώδεις ενέργειες ή την αυτοϊκανοποίηση του βλάκα που κάθε φορά νομίζει ότι κάτι πέτυχε. Και σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην έννοια της βλακείας, αλλά αποδίδει και μια ορισμένη μομφή για κάποια μικρή ή μεγάλη απρέπεια, ότι πέρασες τα εσκαμμένα- τα λεγόμενα «μαλακία έκανες», «κόφ' τις μαλακίες», «δεν μπορώ τις μαλακίες» είναι και μια επαναφορά στην τάξη.
Λες μαλάκας και καθάρισες.
Δεν υπάρχει ιδεωδέστερη λέξη άμεσης και καταλυτικής προσωπικής κριτικής. Οι λέξεις μαλάκας, μαλακία και τα παράγωγα τους χρησιμοποιούνται για πρόσωπα και καταστάσεις που ξέφυγαν της κοινής λογικής ή των ηθικών και αισθητικών κριτηρίων. Ένα καλλιτεχνικό έργο, μια πολιτική δήλωση ή ενέργεια απαξιώνονται μονολεκτικά και αστραπιαία ως «μαλακία». Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα-δεν υπάρχει ίσως ο χρόνος, η διάθεση ή και η ικανότητα για εμβάθυνση, μα αποδίδει το τελικό συμπέρασμα που σχηματίστηκε μέσα σου. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως αυτοκριτική: «τι βλέπεις; μαλακίες» (ανοησίες, μπούρδες), «τι κάνεις; μαλακίες» (τίποτα άξιο λόγου, κάτι που δεν μου αρμόζει). «Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας» λέει ο ατσαλάκωτος παρουσιαστής από την οθόνη, έτοιμος να ξεκινήσει το τροπάρι του, και ο βαριεστημένος τηλεθεατής, που έχει πάρει χαμπάρι πια τι νούμερο είναι, του απαντάει ενδόμυχα και κάποτε μουρμουριστά «καλώς τον μαλάκα».
Από το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου "Εγχειρίδιο Βλακείας"
Για την αντιγραφή
Αρίσταρχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου