14.11.12

Νέος άνεργος… βρίσκει δουλειά!


Ο Θανάσης ήταν νέος, ήταν μορφωμένος, ήταν ορεξάτος, αλλά ήταν και  … άνεργος.
Παρά τις συνεχείς του προσπάθειες να βρει μια δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά, δεν τα κατάφερνε.
Έφταιγε η ύφεση, που τα τελευταία χρόνια, και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, είχε τυλίξει την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, σαν ένα μαύρο σκοτεινό πέπλο.

 
Ο Θανάσης είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας, γνώριζε ιταλικά και αγγλικά, αλλά ήταν μπατίρης.
Βασίζονταν στο λιγοστό χαρτζιλίκι που του έστελνε ο συνταξιούχος μπαμπάς του από το χωριό, για να τα βγάλει πέρα.
Έμενε φιλοξενούμενος στο σπίτι ενός κολλητού του από το πανεπιστήμιο, αλλά ως πότε;
Ο φίλος του είχε την δουλειά του, είχε την κοπέλα του, και περνούσε μια χαρά. Τις περισσότερες μάλιστα φορές κοιμόνταν στο σπίτι της κοπελιάς, και ο Θανάσης ήταν μόνος.
Ο Θανάσης όμως δεν μπορούσε να  παρακολουθήσει τον φίλο του ούτε στις εξόδους, ούτε στις παρέες, αλλά ούτε και να βοηθήσει στα έξοδα του σπιτιού.
Έτσι, κάθε μέρα έπαιρνε τους δρόμους ψάχνοντας να βρει καμιά δουλειά του ποδαριού, αφού έτσι κι αλλιώς οι υπόλοιπες ή ήταν πιασμένες, ή απλά δεν υπήρχαν πλέον.
Αισθάνονταν άσχημα με τον εαυτό του, και όπως  έβλεπε την κατάσταση, αν δεν έβρισκε σύντομα χρήματα, θα αναγκάζονταν να κάνει πέτρα την καρδιά και να επιστρέψει στο χωριό του, για να βοηθήσει τον πατέρα του στα καπνά.
Σαν να ήταν κανένας αποτυχημένος.
Την Δευτέρα το πρωί, αφού ξύπνησε, ήπιε καφέ, και ήταν έτοιμος να βγει και πάλι στην γύρα, πρόσεξε ένα φάκελο που κάποιος είχε ρίξει κάτω από την εξώπορτα του διαμερίσματος.
Τον άνοιξε, έβγαλε το λευκό χαρτί που είχε μέσα,  και διάβασε την μοναδική πρόταση που περιείχε: «Αν πεθάνει ο Μίλτος Κουρεντίδης, θα κερδίσεις €1.000».
Έτσι απλά. Το χαρτί δεν έγραφε τίποτα άλλο, όπως δεν έγραφε και τίποτα ο κατάλευκος ταχυδρομικός φάκελος μέσα στον οποίον ήταν το περίεργο αυτό σημείωμα.
Ο Θανάσης δεν έδωσε σημασία, άφησε τον φάκελο στο τραπεζάκι και βγήκε για να ψάξει να βρει δουλειά.
Το απόγευμα γύρισε άπρακτος και στενοχωρημένος στο σπίτι.
Άναψε την τηλεόραση, και προσπάθησε να χαλαρώσει.
Τότε είναι που άκουσε τον εκφωνητή των ειδήσεων να λέει πως πέθανε ξαφνικά ο «γνωστός ποινικολόγος, και παλιός βουλευτής» Μίλτος Κουρεντίδης!
«Η αστυνομία ερευνά τα αίτια του θανάτου του, αλλά σύμφωνα με τους δικούς του, αν και υγιής, μάλλον υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου…».
Ο Θανάσης αναστατώθηκε.
«Μα είναι δυνατόν», αναρωτήθηκε;
Την άλλη μέρα το πρωί, ένας ακόμη λευκός φάκελος τον περίμενε κάτω από την εξώπορτα.
Μόλις τον άνοιξε, βρήκε μέσα δέκα κολλαριστά χαρτονομίσματα των €100, και ένα ακόμη σημείωμα που έλεγε: «Συγχαρητήρια. Τώρα, αν πεθάνει και ο Κώστας Μπαζόγλου, θα κερδίσεις και πάλι €1.000».
Ο Θανάσης ταράχτηκε.
Τον ήξερε τον Μπαζόγλου, ή μάλλον γνώριζε ποιος είναι.
Επρόκειτο για έναν πολύ γνωστό λαϊκό τραγουδιστή, ο οποίος στο παρελθόν είχε μπλεξίματα με τον νόμο, αφού είχε συλληφθεί και φυλακιστεί για εμπόριο ναρκωτικών.
Αυτή τη φορά ο Θανάσης δεν πήγε να ψάξει για δουλειά. Έκατσε σπίτι και παρακολουθούσε συνεχώς τόσο τις τηλεοπτικές, όσο και τις ραδιοφωνικές ειδήσεις.
Παρόλα αυτά, δεν άκουσε τίποτα για τον Μπαζόγλου μέχρι αργά το βράδυ, για αυτό και έπεσε να κοιμηθεί.
Το επόμενο πρωινό, ένας νέος φάκελος τον περίμενε.
Γεμάτος και πάλι από κολλαριστά χαρτονομίσματα των €100.
Ο Θανάσης παραξενεύτηκε, και αμέσως έτρεξε να ανάψει το ραδιόφωνο, όπου πρώτο θέμα των πρωινών ρεπορτάζ ήταν ο αιφνίδιος θάνατος (από άγνωστη αιτία) του «δημοφιλούς» τραγουδιστή Κώστα Μπαζόγλου, την ώρα που ήταν επάνω στη πίστα!
Τα συναισθήματα που διέτρεξαν το μυαλό και την ψυχή του Θανάση ήταν πολλά και διάφορα.
Από την μια χαίρονταν, και από την άλλη αισθάνονταν ένοχος. Αισθάνονταν περίεργα.
Ξαναπαίρνοντας τον φάκελο στα χέρια του,  είδε ένα ακόμη σημείωμα: «Αν πεθάνει ο Τρύφων Γουδίρας, θα κερδίσεις €1.000».
Τον Γουδίρα τον ήξερε καλά, όπως τον ήξερε και ολόκληρη η κοινωνία.
Ήταν ένας υπέργηρος ζάπλουτος εφοπλιστής, ευεργέτης, κοινωνικός παράγοντας, και πατριάρχης μιας μεγάλης πολιτικά και οικονομικά ισχυρής φαμίλιας.
Μάλιστα ο ένας από τους τρεις γιούς του ήταν και υπουργός της κυβέρνησης.
Το τελευταίο διάστημα ο γέρος βρίσκονταν στην εντατική, σε βυθιότητα, διασωληνωμένος, και ζώντας χάρη στην μηχανική υποστήριξη.
Ο Θανάσης σκέφτηκε πως αυτά τα χίλια ευρώ θα ήταν και τα πιο εύκολα, αφού ο Γουδίρας ήταν ήδη με το ένα πόδι στον τάφο.
Περίμενε λοιπόν την είδηση του αναπόφευκτου θανάτου, και τον φάκελο με τα κολλαριστά ευρώ που θα τον συνόδευε.
Μάλιστα άρχισε να κάνει και όνειρα, για το πως θα ξοδέψει όλα αυτά τα εύκολα χρήματα….
Οι μέρες όμως περνούσαν και ο Γουδίρας «ζούσε και βασίλευε».
Μάλιστα, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, οι θεράποντες γιατροί ήταν αισιόδοξοι πως ο ασθενής μπορεί και να συνέρχονταν εντελώς, χάρη σε ένα νέο πειραματικό κοκτέιλ φαρμάκων που του χορηγούσαν.
Ο Θανάσης τρελάθηκε. Από την μία δεν ήθελε τον θάνατο ενός αθώου, από την άλλη όμως χρειάζονταν οπωσδήποτε τα χρήματα, και εν πάση περιπτώσει ο Γουδίρας την είχε ζήσει την ζωή του…
Όταν πέρασε και η πέμπτη μέρα, με τον Γουδίρα να παραμένει ζωντανός, ο Θανάσης αποφάσισε να επισκεφτεί το νοσοκομείο.
Παριστάνοντας τον υπάλληλο ανθοπωλείου, και κουβαλώντας μια ανθοδέσμη για τον άρρωστο , ο Θανάσης κατάφερε να μπει κρυφά για ένα μόνο δευτερόλεπτο στην εντατική, όπου ο μοναδικός ασθενής ήταν ο κατάκοιτος Γουδίρας.
Με μια αποφασιστική και αστραπιαία κίνηση τράβηξε τα διάφορα καλώδια των ιατρικών μηχανημάτων που κρατούσαν τον Γουδίρα στη ζωή από τις πρίζες, και στη συνέχεια το έβαλε στα πόδια.
Κανένας δεν τον αντιλήφτηκε.
Έσπευσε σπίτι, άναψε την τηλεόραση, και γεμάτος αγωνία περίμενε.
Και δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ…
Με ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων, ανακοινώθηκε ο θάνατος του Τρύφωνα Γουδίρα, που βύθισε στο πένθος την οικογένειά του, αλλά και όλους τους ευεργετηθέντες από αυτόν.
Μέχρι και ο πρωθυπουργός εξέφρασε τα συλλυπητήριά του.
Ο Θανάσης άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά του…
«Αν όλα συνεχίσουν έτσι…. Θα γίνω πλούσιος» σκέφτονταν.
Την επομένη ξύπνησε από πολύ νωρίς το πρωί, και στήθηκε πίσω από τη πόρτα περιμένοντας τον φάκελο, και την «αμοιβή» του.
Και πράγματι, σε κάποια φάση τον είδε να εμφανίζεται κάτω από την χαραμάδα της πόρτας.
Τον άνοιξε χαρούμενος, και άρχισε να μετράει τα φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα που είχε μέσα.
Το χαμόγελό του όμως πάγωσε, μόλις διάβασε το σημείωμα που συνόδευε τα χρήματα.
Αντί για κάποια νέα υπόσχεση περί αμοιβής, έγραφε απλώς: «ελπίζουμε να σου αρέσει το νέο σου επάγγελμα….».

Strange Attractor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου