11.11.12

Μόνη λύση η ανάπτυξη.


Σε μια πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel διαβάζουμε για τους δέκα βασικούς λόγους που προκάλεσαν την κρίση στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τη μελέτη ήταν συνοπτικά οι εξής:
  • Η αποτυχία του Συμφώνου σταθερότητας και Ανάπτυξης. (Αποτυχία συμμόρφωσης με τους στόχους για το έλλειμμα και για το δημόσιο χρέος)
  • Η αγνόηση των αδυναμιών του ιδιωτικού τομέα. (Ανεξέλεγκτος δανεισμός ιδιαίτερα για την αγορά κατοικίας αλλά και καταναλωτικών αγαθών)
  • Έλλειψη αποτελεσματικών εργαλείων που θα ενθάρρυναν τις δομικές προσαρμογές.
  • Έλλειψη μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων
  • Αλληλεξάρτηση τραπεζών και κρατικού χρέους.
  • Αλληλεξάρτηση των κρατών μελών
  • Έλλειψη δανειστή τελευταίου καταφυγίου
  • Σπειροειδής ύφεση και αρνητική τροφοδότηση ανάμεσα στην κρίση και στην ανάπτυξη
  • Έλλειψη ενιαίας δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη
  • Έλλειμμα δημοκρατίας και ηγεσίας

Σε ότι αφορά το ενδεχόμενο εξόδου μιας χώρας από την ευρωζώνη επισημαίνει τα εξής:
Είναι αδύνατο να υπάρξει ακριβής εκτίμηση για το κόστους εξόδου από το ευρώ, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα ήταν τεράστιο. Η τράπεζα UBS κατέληξε σε πρόσφατη μελέτη της στο συμπέρασμα ότι, εάν μια ασθενέστερη χώρα εγκατέλειπε το ευρώ θα έχανε περίπου το μισό της ΑΕΠ μέσα σε ένα χρόνο.
Αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, είναι άγνωστο το πόσα χρόνια θα απαιτηθούν για να αντισταθμιστεί αυτή η απώλεια, ακόμα κι αν υπήρχε συνεχής ανάπτυξη από το συγκεκριμένο νέο  χαμηλό επίπεδο του ΑΕΠ. Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή ακόμα σκληρότερης δημοσιονομικής πολιτικής και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι σε περίπτωση μιας περιπετειώδους εξόδου από το ευρώ οι υπόλοιπες χώρες θα ήθελαν να δανείσουν εκ νέου τη χώρα αυτή.
Χωρίς χρηματοδοτική υποστήριξη η κυβέρνηση θα ήταν αναγκασμένη να δαπανά μόνο τα εισοδήματα από φόρους τα οποία θα μειωθούν δραματικά εξαιτίας της κατάρρευσης του ΑΕΠ και της πιθανώς εντονότερης φοροδιαφυγής. Επιπροσθέτως, θα υπήρχαν και μακροχρόνιες συνέπειες. Η χαμηλή αξιοπιστία της καινούργιας κεντρικής τράπεζας θα οδηγούσε σε υψηλότερα επιτόκια και σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού, δηλαδή σε συνθήκες που δεν ευνοούν την ανάπτυξη. ]
Επιπλέον, η έξοδος από το ευρώ μπορεί να συνοδευτεί και από μια ενδεχόμενη έξοδο από την ΕΕ, στερώντας τη χώρα αυτή από μεταβιβάσεις από την ΕΕ. Είναι επίσης προς το συμφέρον των μελών της ευρωζώνης να κρατήσουν αυτή τη χώρα εντός της ένωσης, όχι μόνο εξαιτίας των άμεσων απωλειών που θα προέκυπταν από τις απώλεια των οικονομικών και των εμπορικών σχέσεων με την απελθούσα χώρα.
Και το πιο σημαντικό στην περίπτωση μιας τέτοιας εξόδου είναι το γεγονός ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να προστατευτούν και άλλες ασθενείς οικονομικά χώρες και ένα κύμα εξόδων θα ήταν ακόμη πιο καταστροφικό για τις οικονομικά ισχυρότερες χώρες της ευρωζώνης.
Μόνη λύση είναι η ανάπτυξη
Παρ’ όλες τις θετικές επιδόσεις στον εξαγωγικό τομέα κάποιων εκ των χωρών του Νότου και μολονότι ο φόβος της καταστροφής παρέχει ένα κίνητρο εύρεσης λύσεων, η βαθειά οικονομική δυσπραγία στις χώρες αυτές δε θα τελειώσει σύντομα. Αν η ύφεση συνεχίσει να βαθαίνει θα προκληθούν κοινωνικές εντάσεις η οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε πολιτική παράλυση.
Υπό αυτές τις συνθήκες η συνεργασία μεταξύ των εταίρων της ευρωζώνης και της εν λόγω χώρας, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής βοήθειας η οποία έχει ήδη δοθεί σε κάποιες χώρες του νότου, θα τερματιζόταν οδηγώντας σε μια επιταχυνόμενη και ανεξέλεγκτη έξοδο από την ευρωζώνη με όλες τις συνέπειες που περιγράψαμε πιο πάνω.
Συνεπώς, η πιο πιεστική απειλή στην ενότητα και πιθανώς και στην ύπαρξη του ευρώ είναι το βάθος της ύφεσης στις χώρες του νότου και η ζοφερή οικονομική τους προοπτική. Η σταθερή οικονομική ανάπτυξη στη νότια Ευρώπη θα βοηθούσε στη βελτίωση πολλών άλλων πτυχών της ευρωκρίσης. Θα βοηθούσε σταδιακά να βελτιωθεί το επίπεδο της απασχόλησης χαλαρώνοντας έτσι τις κοινωνικές εντάσεις.
Θα βοηθούσε στη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών ελαττώνοντας με αυτό τον τρόπο την ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής. Θα βοηθούσε να σταθεροποιηθούν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων και ειδικότερα των τιμών στις κατοικίες, κάτι που με τη σειρά του θα βελτίωνε τους τραπεζικούς ισολογισμούς ελαττώνοντας έτσι τις ανάγκες κεφαλαιοποίησής τους. Η αυξημένη πίστη στο τραπεζικό σύστημα και η ελπίδα οικονομικής ανάκαμψης θα επιβράδυναν ή ακόμα και θα ανέστρεφαν τις εκροές κεφαλαίων από αυτές τις χώρες.
Ως αποτέλεσμα, η οικονομική ανάπτυξη στη νότια Ευρώπη θα εξάλειφε τον κίνδυνο εξόδου από τν ευρωζώνη. Αλλά η οικονομική ανάπτυξη στη νότια Ευρώπη θα μείωνε επίσης και τον πολιτικό κίνδυνο στις χώρες πιστωτές. Εξαιτίας των τοπικών πολιτικών εξελίξεων, μια χώρα πιστωτής μπορεί να αποφασίσει  μονομερώς τη χορήγηση περαιτέρω δανείων στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και να εξέλθει από την ευρωζώνη.
Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις και ενδεχομένως και άλλες ισχυρές χώρες να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Η οικονομική ανάπτυξη στη νότια Ευρώπη θα μείωνε την ανάγκη για πακέτα διάσωσης, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο αυτόν τον εξωγενή πολιτικό κίνδυνο. Χωρίς τα προβλήματα των οικονομικά ασθενέστερων κρατών του Νότου (για τα οποία φέρουν ευθύνη και τα ισχυρότερα οικονομικά κράτη) τα ισχυρότερα μέλη της ευρωζώνης θα μπορούσαν να αντιπαρέλθουν τα προβλήματα του τραπεζικού τους τομέα και τα άλλα ζητήματα τα οποία θεωρούμε ότι αποτελούν τις ρίζες της ευρωκρίσης θα ήταν λιγότερο πιεστικά.
Προτάσεις για την Ανάπτυξη
Οι χώρες του Νότου θα πρέπει να πραγματοποιήσουν μια σειρά δράσεων· τονίσαμε ότι υποφέρουν από μεγάλες δομικές αδυναμίες οι οποίες δρουν ως ανασχετικοί παράγοντες στην ανάπτυξη. Επιπλέον, ενώ έχει βελτιωθεί η παραγωγικότητα το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει πέσει, αυτό ήταν αποτέλεσμα κυρίως της μειωμένης απασχόλησης η οποία έχει δυσμενείς κοινωνικές συνέπειες. Οι μισθοί αποδείχθηκαν άκαμπτοι προς τα κάτω. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των αγορών εργασίας είναι επίσης αναπόφευκτες, καθώς αποτελούν μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τον ανταγωνισμό στον μη εμπορικό τομέα, κάτι που θα αυξήσει την παραγωγικότητα και θα μειώσει τις τιμές. Εντούτοις, θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος ώστε αυτές οι μεταρρυθμίσεις να έχουν αποτέλεσμα.
Οι χώρες του νότου θα πρέπει να συνεχίσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή με κατάλληλους ρυθμούς, αλλά το κριτήριο του δομικού ελλείμματος, το οποίο είναι κεντρικό σημείο στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ευρωζώνης, θα πρέπει να τύχει εν τέλει πλήρους προσοχής. Όταν οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν επιτυγχάνονται εξαιτίας της ασθενούς οικονομικής απόδοσης, η απάντηση με επιπρόσθετη λιτότητα απλά βαθαίνει την ύφεση. Αντί, λοιπόν, να τίθενται ονομαστικοί δημοσιονομικοί στόχοι, όπως το κριτήριο του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα, οι προθεσμίες και η δημόσια συζήτηση θα πρέπει να στρέφονται στο δομικό έλλειμμα.
Υπάρχουν ισχυρές φωνές που καλούν για αυξήσεις του μοναδιαίου κόστους εργασίας στις ισχυρά οικονομικές χώρες της ευρωζώνης. Σε κάποιο βαθμό η αύξηση των μισθών επιταχύνθηκε στη Γερμανία αλλά σε κάθε περίπτωση αυτή η διαδικασία είναι μακροχρόνια.
Η δημοσιονομική επέκταση στις οικονομικά ισχυρότερες χώρες, ή τουλάχιστον μια σημαντική επιβράδυνση στο ρυθμό της δημοσιονομικής προσαρμογής, θα διευκόλυνε την οικονομική προσαρμογή των χωρών μελών του νότου. Δυστυχώς, η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων στις ισχυρότερες χώρες δε φαίνετια να βρίσκεται στην ατζέντα.
Ένα ασθενέστερο ευρώ θα μπορούσε, επίσης, να διευκολύνει κατά πολύ την προσαρμογή των χωρών του νότου. Θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί με περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων και ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ. Ένα ασθενέστερο ευρώ θα βοηθούσε τις οικονομίες του νότου να βελτιώσουν τα εμπορικά τους ισοζύγια με της μη-0ευρωπαϊκές χώρες και θα ωθούσε επίσης τις Γερμανικές εξαγωγές. Αυτό με τη σειρά του θα βοηθούσε στη διευθέτηση των ενδοευρωπαϊκών ανισορροπιών, αφού οι αυξημένες εξαγωγές θα οδηγούσαν πιθανόν σε μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών στη Γερμανία, εξαιτίας της σφιχτής αγοράς εργασίας, αλλά όχι στην Ισπανία, εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας. Έτσι, η ανταγωνιστικότητα της Ισπανίας σε σχέση με αυτή της Γερμανίας θα μπορούσε να βελτιωθεί. Χωρίς ένα ασθενέστερο ευρώ, η Ισπανία θα έπρεπε να εισέλθει σε μια πληθωριστική περίοδο η οποία είναι δύσκολο να επιτευχθεί, και τότε θα χειροτέρευε και το δημόσιο και του ιδιωτικό χρέος ακόμα περισσότερο.
Τα «κακά»  περιουσιακά στοιχεία στο τραπεζικό σύστημα θα έπρεπε να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν κατάλληλα για να στηρίξουν και την απομόχλευση στο μη-χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα και στην αποκατάσταση της παροχής πιστώσεων
Οι εταίροι της Ευρωζώνης θα έπρεπε επίσης να αναγνωρίσουν ότι το δημόσιο χρέος, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ακόμα πολύ υψηλό. Ακόμα και αν το πρόγραμμα λιτότητας εφαρμοστεί πλήρως, είναι απίθανο ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη της. Η παράταση της παραδοχής αυτής απλά παρατείνει την αβεβαιότητα γύρω από το μέλλον της Ελλάδας, κάτι το οποίο έχει, επίσης, αρνητική επίδραση στην οικονομία. Εντούτοις, οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν δανείσει χρήματα στην Ελλάδα για να αποπληρώσει ιδιώτες πιστωτές και συνεπώς έχει κοινωνικοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους· συνεπώς δεν μπορεί να γίνει σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους χωρίς την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα. Αυτό είναι το τίμημα το οποίο πρέπει να πληρώσουν οι εταίροι για τα λάθη τους στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης το 2010 και το 2011.
Τέλος, για να υπάρξει διέξοδος από την καθοδική σπειροειδή πτώση που βιώνουν οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, θα πρέπει να υπάρξει ένα πολύ σημαντικό πρόγραμμα επενδύσεων. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων είναι ο καλύτερος φορέας για την εκπόνηση ενός τέτοιου επενδυτικού προγράμματος και συνεπώς θα πρέπει να παρασχεθούν περαιτέρω κεφάλαια στην ΕΤΤ πέρα από τα 10δις που συμφωνήθηκαν την 29 Ιουνίου. Ας σημειωθεί ότι οι επενδύσεις διαφέρουν από τη βοήθεια και το δανεισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου