14.11.12

Ο έρωτας στα χρόνια του μνημονίου.


Λένε ότι η πενία ελαττώνει την σεξουαλική επιθυμία, και μειώνει το λίμπιντο.
Που καιρός για έρωτες και λουλούδια, όταν δεν υπάρχει μία…
Ποιος σκέφτεται το σεξ, όταν το στομάχι γουργουρίζει;
Και πώς να το βρεις, αν είσαι ελεύθερος, ψάχνεσαι, και δεν υπάρχει τσάι;
Ποια θα γυρίσει να σε κοιτάξει αν είσαι άνεργος, και δεν μπορείς να της προσφέρεις το όνειρο;


Και άντε και σε κοίταξε, και άντε και δέχθηκε να βγείτε.
Που θα την πας; Στα πάρκα και στις πλατείες, με σποράκι και στραγάλια, όπως ο Ξανθόπουλος στις παλιές καλές ταινίες;

Τότε όμως  δεν υπήρχαν ούτε Πακιστανοί, ούτε Ιρακινοί μαχαιροβγάλτες κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους.
Το πολύ πολύ να υπήρχε κανένας γραφικός ματάκιας, ο οποίος με ένα «ξουτ» εξαφανίζονταν.
Και άντε και θέλεις να την πας αλλού. Πως θα την πας; Με το λεωφορείο;
Ντροπή.
Χώρια που με τις τόσες απεργίες των ΜΜΜ, μπορεί να την πας, αλλά πως θα την φέρεις πίσω;
Μιλάμε δηλαδή για μια από τις παράπλευρες απώλειες της κρίσης, που ακόμη δεν της έχουμε δώσει την πρέπουσα σημασία.
Μιλάμε για το τέλος του φλερτ όπως το ξέραμε, και την ανατροπή των σχέσεων.
Για παράδειγμα, είχα έναν φίλο, αμετανόητο εργένη, που πραγματικά ζούσε το όνειρο όλα αυτά τα χρόνια.
Διατηρούσε κατάστημα φο μπιζού, μέσα από το οποίο καθημερινά παρήλαυναν όλα τα θηλυκά της Θεσσαλονίκης.
Για έναν λύκο δηλαδή, ήταν σαν να τον αμολούσες μέσα στο μαντρί, σαν να  έκλεβες κεριά από μοναστήρι, ή σαν να άρπαζες τις καραμέλες από ένα νήπιο.
Ο φίλος μου λοιπόν, ας τον πούμε Τζίμη, είχε την τζιπάρα του, το σκούτερ του, το διαμέρισμά του, τις γνωριμίες του, και γενικά ότι χρειάζονταν για να επιβιώνει ως μάχιμος επιβήτορας.
Το πρωί στο μαγαζί, και τα  μεσημέρια ξεκουράζονταν, ή πήγαινε για κανέναν καφέ ετοιμάζοντας το ψήσιμο του «θύματος», όπως αποκαλούσε τα κορίτσια που γνώριζε,  και το βράδυ αφού έκλεινε το κατάστημα  κατά τις 8, το έριχνε νωρίς νωρίς στον ύπνο, για να ξυπνήσει φρέσκος και ορεξάτος κατά τις 11, και να αρχίσει να ετοιμάζεται για το «χειρουργείο», όπως έλεγε περήφανος.
Έκανε το ντουζάκι του, έβαζε τις κολόνιες και τα ρεξόνα του, φορούσε τα τζιβιτζιλιάρικά του, και βουρ στα μπαράκια για την προθέρμανση.
Στη συνέχεια με την παρέα του, ή με κανένα ξέμπαρκο μωρό, έκανε περιοδεία στα διάφορα σκυλάδικα, και εκεί, μεταξύ τσιφτετελοπόπ, καψουροτράγουδων, μαραμένων λουλουδιών στα πανέρια, και πολλά μπόμπα ποτά, ζούσε το όνειρο του νεοέλληνα παίκτη.
Συνήθως σκοράριζε. Αν όχι, πήγαινε για … σούπα!
Όταν σκοράριζε, αυτό γίνονταν κατά τις 5 το πρωί, όπου όλο και καμιά σεκλετισμένη πρόσφατα χωρισμένη αισθητικός, ή καμιά αναψοκοκκινισμένη κομμώτρια σε ωορρηξία θα δέχονταν να πάει σπίτι του για τα περαιτέρω.
Έτσι, μ αυτά και μ αυτά, τα χρόνια περνούσαν, ο Τζίμης περνούσε ζάχαρη, οπότε που καιρός για σοβαρές σχέσεις και δεσμούς, που καιρός για παντρειές, γραμμάτια και κουτσούβελα;
«Αυτά είναι για  τα κορόιδα»,  ήταν η μόνιμη επωδός του.
Και η αλήθεια είναι ότι οι υπόλοιποι τον ζηλεύαμε.
Έλα όμως που τα χρόνια περνούν, και εκτός από την καλπάζουσα γήρανση, ήρθε και η κρίση για να αποτελειώσει τον Τζίμη, μετατρέποντας το όνειρό του σε ζωντανό εφιάλτη.
Κατ αρχήν μειώθηκε η δουλειά του. Ποια κυρία θα πάει να αγοράσει μπιζού, όταν στο σπίτι δεν έχει να βάλει καν πετρέλαιο;
Λίγο λοιπόν οι ανοιχτές επιταγές, λίγο το περιβόητο overhead, και ο Τζίμης αναγκάστηκε να βάλει κι αυτός λουκέτο.
Και επειδή ως γνήσιος Έλλην, και παιδί της «αλλαγής», ουδέποτε ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις του στα ταμεία εμπόρων κλπ, έμεινε και χωρίς αποζημίωση από πουθενά.
Τα νοίκια στο διαμέρισμα όμως  τρέχουν, όπως και κάτι άλλα καταναλωτικά δάνεια, για τότε που είχε πάει στο Μπαλί, και μετά στην Ελβετία για σκι, οπότε ο Τζίμης άρχισε να κρύβεται…
Η τράπεζα πήρε πίσω την τζιπάρα, που την χρωστούσε,  και του έμεινε μόνο το σκούτερ.
Ναι αλλά χειμώνα καιρό, ποια θα ανέβει στο σκούτερ;
Και άντε και ανέβηκε; Που θα την πάει; Με τι χρήματα;
Άσε που τα περισσότερα μπαράκια όπου σύχναζε έκλεισαν, όπως έκλεισαν και τα κωλάδικα τα after. Και να μην έκλειναν βέβαια, ο Τζίμης δεν είχε πλέον χρήματα για να τα επισκεφτεί.
Η ζωή που έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια, μπορεί να ήταν «ιδανική» αλλά κόστιζε κιόλας.
4-5 φορές την εβδομάδα έξοδοι, μεταφράζονται σε κάπου €1000-1500 τον μήνα. Τώρα όμως ο Τζίμης, το μόνο που έχει είναι το χαρτζιλίκι από τον συνταξιούχο του ΟΓΑ υπέργηρο μπαμπά του.
Οπότε;
Καφενείο, κούτρα καφέ, κανένα κερασμένο τάβλι, και μετά κρυφά κρυφά στο σπίτι, μην τον δει πουθενά ο σπιτονοικοκύρης και τον ζαλίσει για τα χρωστούμενα, και μόνη διασκέδαση τα τούρκικα σήριαλ, και η Τατιάνα.
Ο Τζίμης είναι να τον κλαις.
Σαν τον Τζίμη όμως είναι πολλοί.
Και θα πρέπει κάποτε ως κοινωνία, ως κράτος τέλος πάντων, να δούμε και πέρα από την ανεργία, το χρέος, την λιτότητα, τις δόσεις, και τα σφιχτά μέτρα που μας ταλανίζουν.
Θα πρέπει να δούμε το καίριο αυτό πρόβλημα που πλήττει τον Τζίμη, και όλους τους Τζίμηδες της Ελλάδας.
Θα πρέπει να δούμε το πώς διαμορφώθηκε ο έρωτας στα χρόνια του μνημονίου, και τι σημαίνει αυτό για την κοινωνία μας.
Και να ζητήσουμε ευθύνες από τους πολιτικούς «ποιμένες»μας.
Διότι αυτοί είναι που κατέστρεψαν την οικονομία, γδέρνοντας τα όνειρα του Τζίμη. Του κάθε Τζίμη.
(Περιμένω τοποθέτηση του Πάντζα, ή έστω της Καϊλή).

Strange Attractor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου