Μια από τις παθογένειες που επιχωριάζουν στους κόλπους
της Κεντροδεξιάς παράταξης, αποτελεί η έλλειψη ικανής σε ποιότητα και ποσότητα
βιβλιογραφίας, απόρροια της ήττας σε επίπεδο Ιδεών και της παράδοσης άνευ όρων
στο αντίπαλον δέος της Αριστεράς.
Ο αναίτιος αφοπλισμός του ιδεολογικού οπλοστασίου της
Κεντροδεξιάς και τα ενοχικά συμπλέγματα της έναντι της Αριστεράς οδήγησαν σε
μια πρωτοφανή σε διάρκεια και ένταση ηγεμονία της τελευταίας στη σφαίρα των
Ιδεών και των αξιών.
Έπειτα, λοιπόν, από τη νομή της εξουσίας και τον έλεγχο
της κρατικής μηχανής από την Κεντροδεξιά κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής
περιόδου μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν προέκυψε εν τοις
πράγμασιν επιτακτική ανάγκη για στέρεα ιδεολογική συγκρότηση και
προσαρμογή στα κελεύσματα των περιστάσεων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την
κοινωνική καταπίεση και την πολιτική ζύμωση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων
δημιούργησε πρόσφορο έδαφος στην Αριστερά για τη στρατολόγηση νεοσυλλέκτων, οι
οποίοι ευλόγως γοητεύονταν από τα εύηχα αλλά δυσεφάρμοστα και απατηλά συνθήματα
του εξισωτισμού, της ριζικής αναδιανομής του πλούτου και της ανατροπής του
αστικού καθεστώτος μέσω της επαναστατικής οδού.
Νομοτελειακά, λοιπόν, όταν η Κεντροδεξιά απώλεσε την
εξουσία και την πρόσβαση στη νομή και τη διαχείρισή της παρουσιάστηκε έκθετη σε
ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις και σε μια ατέρμονη αναζήτηση ταυτότητας.
Η ανερμάτιστη πολιτική κατεύθυνση στην οποία την έστρεφαν
κάθε φορά οι ηγέτες της καθώς επίσης και η απουσία υγιούς και ειλικρινούς
διαλόγου στις τάξεις της συντέλεσε στην αποϊδεολογικοποίηση της και εν τέλει
στην επικοινωνιακή διαχείριση του πολιτικού γίγνεσθαι.
Για να είμαστε βεβαίως δίκαιοι φωτεινή εξαίρεση σε όλα
αυτά αποτέλεσε η συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος εισήγαγε και
μετουσίωσε σε πράξη τον όρο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» προκαλώντας αίσθηση
στην τότε Ευρώπη και ιδίως στους κόλπους των Ευρωπαίων Φιλελευθέρων, στους
οποίους όμως δεν προσχώρησε για λόγους πολιτικής στρατηγικής.
Ακόμα, όμως, κι όταν επανήλθε ελπιδοφόρα στην εξουσία δεν
μπόρεσε να πυροδοτήσει την ιδεολογική αναγέννηση έπειτα από την αφλογιστία
τόσων χρόνων και απέτυχε οικτρά να φιλοτεχνήσει το προφίλ μιας σύγχρονης
ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς με σαφή χαρακτηριστικά και αποκρυσταλλωμένες
στοχεύσεις.
Φυσικό επακόλουθο ήταν οι υπαναχωρήσεις και η αποτυχία
του κυβερνητικού σχεδιασμού στη βάση ενός προγράμματος αναγκαίων
μεταρρυθμίσεων, προεξαρχούσης της επονομαζόμενης «επανίδρυσης του κράτους».
Είναι ενθαρρυντικό από την άλλη ότι τα τελευταία χρόνια
έπειτα από την στρατηγικής σημασίας ήττα στις εκλογές του 2009 επανήλθε στο
προσκήνιο η αδήριτη ανάγκη αναβάθμισης του ιδεολογικού οπλοστασίου της
Κεντροδεξιάς.
Έχοντας ανακινηθεί το ζήτημα μέσω ενός διαλόγου σε
εμβρυακή ακόμα μορφή, έχει επιτευχθεί ένα ελάχιστο δυνατό mondus vivendi γύρω
από μια δέσμη αξιών και ιδανικών.
Αναρωτώμενος κανείς ποιες είναι οι αιτίες που διαμόρφωσαν
αυτήν την πολυκύμαντη πορεία της ιδεολογικής αφύπνισης και ανασυγκρότησης της
Κεντροδεξιάς, που καθυστέρησαν την ιδεολογική της ωρίμανση και συνεχίζουν να
της τοποθετούν προσκόμματα, θα καταλήξει σε μια σειρά από παράγοντες. Ένας από
αυτούς λοιπόν είναι και η έλλειψη επαρκούς βιβλιογραφικού υλικού.
Η επίδραση βεβαίως είναι αμφίδρομη και η διαλεκτική
μεταξύ των δύο πολύ δυναμική. Διότι, η συγγραφή ιδεολογικών πονημάτων
τροφοδοτεί την ιδεολογική ζύμωση και το αντίστροφο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα, οι προθήκες των
βιβλιοπωλείων βρίθουν αριστερών διανοητών και σχολιαστών. Είναι αρκετά πιο
εύκολο να βρει κανείς έναν τρίτης διαλογής σχολιαστή του Marx αλλά σπάνια θα
βρει κανείς σε καλή μετάφραση τον John Locke.
Και σαφώς ο αριθμός του ευπώλητου βιβλίου «Η Θεωρία του
Σοκ» της Naomi Klein, που κατακρίνει αμείλικτα τον Milton Friedman, είναι
ασυγκρίτως μεγαλύτερος από τα ίδια τα βιβλία και τις θεωρίες του Friedman.
Η βιβλιογραφική ένδεια συνίσταται όχι μόνο στην απουσία
καλών μεταφράσεων και σχολιασμό των ξένων κλασσικών διανοητών της φιλελεύθερης
παράδοσης αλλά και στην ολιγωρία των διανοητών της εγχώριας ιντελιγκέντσια -που
πρόσκειται ιδεολογικά στην Κεντροδεξιά- να αρθρώσει ένα πειστικό λόγο με διαυγή
επιχειρήματα.
Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις, αλλά δεν επαρκούν για να
καλύψουν το χάσμα. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι τα
εκδοτικά συμφέροντα, τα περισσότερα προσδεμένα στο άρμα της κυριαρχίας του
αριστερού λόγου, αντιμετώπιζαν με καχυποψία, δυσπιστία και σκαιότητα κάθε
μεγαλόπνοο και φιλόδοξο συγγραφικό εγχείρημα.
Όλα αυτά είχαν άμεσο και εμφανές αποτέλεσμα, το οποίο
ήταν κυρίως ορατό στους ανθρώπους που καλούνταν να στελεχώσουν τους πολιτικούς
μηχανισμούς. Αποξενωμένοι από την γνώση και την τέχνη της εκφοράς πειστικού
λόγου βασιζόμενου σε πολιτικά επιχειρήματα και ιδεολογικές αρχές, έχαναν
πάντοτε το παιχνίδι των εντυπώσεων και αρκούνταν σε μια στείρα απαγγελία ενός
απαρχαιωμένου και ξύλινου πολιτικά λόγου που είχαν διδαχθεί κατά κανόνα στον
κομματικό σωλήνα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που σήμερα λίγα στελέχη μπορούν
να εμφανιστούν και να σταθούν σε μια υψηλού επιπέδου πολιτική συζήτηση,
αγγίζοντας τα αντανακλαστικά των κεντροδεξιών .
Από την άλλη είναι
σημαντικό ότι μερίδα των στελεχών και της βάσης της παράταξης αναζητά εναγωνίως
τρόπους, αν όχι να αντιστραφεί, να ισοσταθμιστεί ει δυνατόν περισσότερο η
διαφορά βάθους και ποσότητας μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων ιδεολογικά πλευρών.
Μάλιστα, δειλά-δειλά νέες προσπάθειες- παρά τις αντιξοότητες-
επιχειρούνται με στόχο να βρουν λαϊκό έρεισμα, με την ελπίδα να δημιουργηθεί
μια τάξη νέων ανθρώπων ικανών να εκλαϊκεύσουν και να παρουσιάσουν με εύληπτο
τρόπο πτυχές τής υπό διαμόρφωση νέας κεντροδεξιάς ιδεολογίας. Οψόμεθα…
Του Γεωργίου
Λ. Κωνσταντόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου