Οι βόρειοι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας φημίζονταν για τη ρωμαλεότητά τους, τη δύναμη και το κουράγιο, μα για την προς την οικογένεια τους, γυναίκα και παιδιά, αγάπη όχι και τόσο. Οπότε αίσθηση προκάλεσε στο πλήθος από κάτω, όταν ο βασιλιάς ανακοίνωσε πως θα ακολουθήσει των προγόνων του το έθιμο την κυρά του στον τάφο να ακολουθήσει. Δεν είχαν τέτοιο έθιμο οι βόρειοι ξανακούσει, μα μέσα στις στέπες του Βορρά καλοδεχούμενο ήταν ότι από τη βαρεμάρα τους τους έβγαζε και από την πλήξη.
Μάζεψε τους υπηρέτες του, αυλή, υπουργούς, παλιάτσους, και έγνεψε να φέρουνε και τα μωρά τα πέντε, τα υπάρχοντά του να κληροδοτήσει πριν το έθιμο ακολουθήσει. Στον πρώτο του το γιο, τον στρουμπουλο Ιεχραπύνεδ, έδωσε τον τίτλο του και το βασίλειό του. Στο δεύτερο λεβέντη του, τον Άμεψ, έδωσε την περιουσία του, λεφτά, χρυσά και τέτοια. Την κόρη του την Ιθυμαράπ την έκανε αρχηγό, στρατεύματος και ιππικού που είχε πολύ μεγάλο. Στον τέταρτο τον γιόκα του, τον μικρό τον Οκσαΐφ,τη γη έδωσε όλη, σπαρτά, χωράφια, εκτάρια πολλά. Και αφού τα υπάρχοντά του τα μοίρασε ολοσδιόλου, χωρίς να το σκεφτεί, πέρασε το μαχαίρι του απάνω στο λαιμό του.
«Μα στον καημένο τον μικρό, τον Σιένακ τον τελευταίο? Τίποτα δε δώσατε πολυχρονεμένε μου!» φωνάζει μια κοντή μαμή και μικροκαμωμένη, σ’ όλη της τη ζωή ντροπαλή, λεγόμενη Ιανανίτο, με λίγο θάρρος που της βγήκε. Και επειδή όταν ζεστό, από το λαρύγγι το αίμα αναβλύζει, κάπως δύσκολο να συγκεντρωθείς ομολογουμένως είναι, ο βασιλιάς μας ο καλός να το σκεφτεί προσπάθησε, μα το μοναδικό που πρόλαβε τελικά να ξεστομίσει, ευχή μα και κατάρα του μαζί, «θα έπρεπε να πάρει κάτι και αυτός». Και πέθανε.
Κι αφού ο μικρός Σιένακ μας, μωρό παιδί αφού ήτανε, τα πατρογονικά του δεν μπορούσε δικαιώματα να διεκδικήσει. Και όπως ήτανε φτωχό, χωρίς καν έναν τίτλο, η μικροκαμωμένη και δειλή παραδουλεύτρα το πήρε.
Μοναδική της περιουσία ένα φτωχό καλύβι. Τόσο φτωχό που έμπαζε από μεριές δεκάδες. Κι αφού δουλειά δεν έβρισκε, η Αυλή είχε σχολάσει, τα έπιπλά της πούλησε, τροφή να βρει για τον μικρό. Και ότι άλλο μπόρεσε το πούλησε κι αυτό. Μέχρι να μιλήσει ο Σιένακ οι τοίχοι είχανε φύγει, μα και όταν περπάτησε το ίδιο το ταβάνι. Οπότε είχαν σπιτικό απλά ένα πάτωμα γυμνό. Και όποιος έχει στις Βόρειες της Αυτοκρατορίας επαρχίες πάει, πως ο χειμώνας δεν αστειεύεται γνωρίζει πολύ καλά.
Και τίποτα δεν έλεγε η Ιανανίτο στον Σιένακ, μηδέ για τους γονείς του, μηδέ για τα αδέρφια του που μπέικα περνούσαν, με τα κληροδοτήματα που, άλλωστε λόγω ηλικίας, πως απέκτησαν αγνοούσαν. Κι όταν την ερώταγε, αυτή, λόγω δειλίας, το έβαζε στα πόδια, η απάντησή της σε όλα ήταν αυτό. Και ο μικρός Σιένακ, μην έχοντας κάτι να κάνει άλλο, από μικρό μωρό να τρέχει είχε αρχίσει. Πριν περπατήσει καν να τρέχει είχε μάθει, μπας και την παραμάνα του κατάφερνε να προλάβει. Αλλιώς να της μιλήσει δεν μπορούσε. Με τον καιρό κατάφερε να γίνει μέγας δρομέας και ήξερε να ξεχωρίζει το πάτημα που έπρεπε να έχει. Αν η Ιανανίτο θα έτρεχε με όλη της τη δύναμη, μα για λίγο μοναχά, ή αν κανονικό μαραθώνιο το πρόγραμμα προέβλεπε.
Εν τω μεταξύ, το βασίλειο του Ανεθυόπ το μαύρο χάλι του είχε. Ο βασιλιάς Ιεχραπύνεδ δεν είχε πλούτο και παρά, ο Άμεψ τα πήρε όλα, δεν είχε καν λίγη γη για να τη φορολογεί, αυτή ήταν του Οκσαΐφ, μα ούτε καν είχε στρατό για να προστατευτεί, αφού η αδερφή του, η Ιθυμαράπ, τον είχε κληρονομήσει. Και αφού ο ίδιος ήταν παιδί, η διεφθαρμένη του Αυλή έλυνε κι έδενε ακόμα. Η χώρα είχε γίνει πια μια αηδία σκέτη. Γραφειοκρατία, φόροι, έγκλημα, σε ότι ακκό είχε γίνει πρώτη. Ακόμα και οι γειτόνοι τους για πλάκα εφορμούσαν. Εντάξει, φαινόμενο καθημερινό στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας, αλλά δυσάρεστο παρ’ όλα αυτά, για ένα ρημαγμένο κράτος ειδικά.
Και ήρθε κάποια πλέον στιγμή ο έφορος στο σπίτι, που σπίτι είναι μεγάλη λέξη για να περιγράψεις ένα πάτωμα σκέτο, που μένανε ο Σιένακ με τη δειλή του μάνα. Και ο έφορος απαίτησε το πάτωμα να δώσουν, αφού άλλο δεν έμεινε να έχουνε στον κόσμο. Και η δειλή μας η μαμή, μην ξέροντας να κάνει τίποτε άλλο, το έβαλε στα πόδια, πιο γρήγορα από ποτέ και εξαφανίστηκε τελείως, χωρίς ο Σιένακ να την ξαναδεί μες στη ζωή του όλη.
Χωρίς καν σπίτι ή μάνα ο μικρός, δεν ήξερε τι να κάνει. Βγήκε απλά στη νύχτα μοναχός και άρχισε να προχωράει.
Έφτασε στο μαγαζί πιο κάτω του χασάπη. «Έχετε κάτι να μου δώσετε γιατί είμαι πεινασμένος?»
Ο άνθρωπος τον ήξερε τον Σιένακ από μικρούλι και έλεγε στη γυναίκα του το πόσο τον λυπόταν. Οπότε χαμογέλασε ευθέως στον ήρωά μας και του ‘πε διχως δισταγμό «χάσου, μη σε βαρέσω».
Αλαφιασμένος ο Σιένακ άφησε τον χασάπη και έτρεξε όσο πιο δυνατά μπορούσε παρακάτω. Πήγε προς την ταβέρνα εκεί κοντά να δει αν θα έχει τύχη. Ο ταβερνιάρης ήταν κάποτε στου βασιλιά τη δούλεψη και ήξερε πολύ καλά του Σιένακ την ιστορία και όλα του τα βάσανα του πρίγκηπα μικρούλη, συχνά δε αναστέναζε από τη λύπησή του.
«Θα μπορούσα να έχω κάτι να φάω,» ρώτησε ο μικρός, «βλέπετε πολύ πεινάω».
«Να λες πάλι καλά που δε σε μαγειρεύω και που δε σε σερβίρω στο φούρνο με πατάτες» απάντησε ο ταβερνιάρης.
Και όλη τη μέρα έτρεχε σε όλο το Ανεθυόπ, μα ούτε ένας άνθρωπος δεν του ‘δωσε σημασία. Μονάχα ένας πέταξε κάτι προς τον μικρούλη, μα πέτρα αποδείχτηκε, όχι και τόσο θρεπτική.
Καθώς η νύχτα έπεφτε, πλησίασε ένας ρακένδυτος τον πεινασμένο Σιένακ, χωρίς κουβέντα να του πει του δίνει ένα φρούτο. Ο πεινασμένος πρίγκηπας με μάτια γουρλωμένα το αρπάζει μέσα στη χαρά και τον άγνωστο ευχαριστεί.
«Αν σε πετύχω εδώ ξανά, τριγύρω να ζητιανεύεις, θα σε σκοτώσω με τα χέρια μου, πολλοί έχουμε γίνει και η ομοσπονδία μας άλλους δεν επιτρέπει.»
Πάλι καλά που ήξερε από μικρός να τρέχει. Και μόνο αυτό έκανε για όλη αυτήν τη νύχτα.
Του φίλου μας του Σιένακ η ιστορία στον ΚΛΕΦΤΗ θα συνεχιστεί, σύντομα κοντά σας.
Από τη βιβλιογραφία του Skyrim
Για την απόδοση, TopGunZ
Για την απόδοση, TopGunZ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου