Χωρίς να έχει κλείσει ποτέ, ανοίγει ξανά
η συζήτηση σχετικά με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για ένα τέτοιο θέμα,
το να χάνεις τη δουλειά σου είναι κάτι παρά πάνω από δύσκολο.
Για τις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δυνατότητα στήριξης
από κοντινά πρόσωπα φαντάζει μη διαχειρίσιμο, ειδικά όταν τα νούμερα της
ανεργίας είναι τόσο τρομακτικά υψηλά.
Ωστόσο οι αντιστάσεις που εμφανίζουμε ως κοινωνία –τα
κόμματα έχουν τους δικούς τους, γνωστούς λόγους να αντιστέκονται– δεν είναι
μόνο ζήτημα κοινωνικής ευαισθησίας.
To ζήτημα των απολύσεων στο δημόσιο και τον ευρύτερο
δημόσιο τομέα μοιάζει περισσότερο με κοινωνικό ταμπού.
Πώς όχι; Μεγαλώσαμε
με το όνειρο μιας θέσης στο δημόσιο.
Η εξασφάλισή της σήμαινε περίπου την εξασφάλιση μιας
ολόκληρης ζωής και οι διορισμοί αποτέλεσαν κομβικό σημείο της συναλλαγής
πολιτικού συστήματος και πολιτών.
Ένας γνωστός βουλευτής μπορούσε εύκολα να χαρίσει μια ζωή
ανέμελη, χωρίς προσπάθεια, χωρίς προσόντα, χωρίς δημιουργικότητα.
Το δημόσιο ενσάρκωσε το «ελληνικό» όνειρο της
μεταπολίτευσης και οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη βολεύοντας τους
δικούς τους ανθρώπους.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια, μέχρι που η τάξη των πραγμάτων
όπως την ξέραμε κλονίστηκε.
Η νοοτροπία του βολέματος είχε
παρενέργειες.
Έφτιαξε ένα δημόσιο υπεράριθμο, αναποτελεσματικό,
δαιδαλώδες.
Δημιούργησε υπαλλήλους βαριεστημένους, θυμωμένους,
απρόθυμους.
Μέσα εκεί εγκλωβίστηκαν πολλοί άνθρωποι άξιοι, με όνειρα,
στόχους και φιλοδοξίες, που ήθελαν να κάνουν τη δουλειά τους και να την κάνουν
καλά.
Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί όταν μιλάμε με γενικές
κατηγορίες, δεν είναι όλοι ίδιοι.
Η φίλη Χ. εφτά χρόνια πάλεψε να βελτιωθούν τα πράγματα
στην υπηρεσία της. Ήξερε τι χρειαζόταν για να λειτουργήσει καλύτερα η
συγκεκριμένη υπηρεσία, δουλειά της ήταν, δεν είχε όμως τρόπο να κοινοποιήσει τα
πορίσματά της ούτε προς τα πάνω, ούτε οριζόντια, σε άλλα τμήματα και
συναδέλφους.
Δεν τα κατάφερε. Τώρα νιώθει την ανάγκη να υπερασπιστεί
τους δημόσιους υπαλλήλους που κατηγορούνται συλλήβδην, όταν είσαι έντιμος δεν
σου αρέσει να νιώθεις κατηγορούμενος.
Πράξεις, δομές και πρακτικές είναι που μπαίνουν
στο στόχαστρο, και ένα δημόσιο σύστημα διοίκησης δυσλειτουργικό, φτιαγμένο ώστε
να καλύπτει θέσεις εργασίας.
Οι άξιοι δεν
μπορούν να αναδειχθούν, θέσεις-κλειδιά είναι στελεχωμένες από ανθρώπους χωρίς
προσόντα, υπερισχύουν όσοι αδιαφορούν ή και σαμποτάρουν τη λειτουργία του
κράτους, κανείς δεν ελέγχεται, γίνονται συναλλαγές κάτω από το τραπέζι,
εργαζόμενοι καλύπτουν θέσεις χωρίς αντίκρισμα σε υπηρεσίες χωρίς αντικείμενο.
Τα προηγούμενα χρόνια τα θεωρήσαμε όλα δεδομένα, ενίοτε
μόνο αγανακτούσαμε με αφορμή προσωπικές εμπειρίες συναλλαγής με δημόσιες
υπηρεσίες.
Ούτε για τη γραφειοκρατία διαμαρτυρηθήκαμε (κάλυπτε
θέσεις εργασίας) ούτε για παράτυπες προσλήψεις, αποσπάσεις, άδειες.
Όλοι λίγο πολύ γνωρίζαμε.
Η νοοτροπία του βολέματος ήταν τόσο ισχυρή που νομιμοποιήθηκε
στις συνειδήσεις μας, στις διεκδικήσεις των αγώνων.
Ενδεχομένως πέρασε και στο υπόλοιπο κομμάτι της
κοινωνίας, στον ιδιωτικό τομέα, στους ελεύθερους επαγγελματίες, όταν οι
συνθήκες το ευνοούσαν δουλεύαμε τόσο όσο.
Μετά δυσαρεστηθήκαμε που τα πράγματα έπαψαν να μας
χαρίζονται, που έπρεπε να τα κερδίσουμε. Ή να τα χάσουμε.
Μια κοινωνία του βολέματος, μας αρέσει δεν μας αρέσει, απαρτίζεται σε μεγάλο
βαθμό από μέτριους.
Από ανθρώπους που δεν προσβλέπουν σε ένα αίσθημα
δημιουργίας, έστω κι αν αυτό σημαίνει μόνο το να κάνεις τη δουλειά σου καλά, να
σε ενδιαφέρει όποια κι αν είναι. Το να ψάξει κανείς να βρει νόημα σε αυτό που
κάνει, αν μπορεί, όσο μπορεί, είναι ένα είδος ενστίκτου αυτοσυντήρησης.
Το να θέλεις να είσαι καλός σε αυτό που κάνεις είναι και θέμα
ήθους, αρχής.
Δεν έχει να κάνει με εξωτερικές επιταγές και φοβέρες.
Καλοί, μέτριοι και κακοί
εργαζόμενοι υπάρχουν παντού.
Η διαφορά μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι ότι
οι εργαζόμενοι του πρώτου είναι «προστατευμένοι»: δεν αξιολογούνται, δεν είναι
προαπαιτούμενο να είναι παραγωγικοί, δεν κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους.
Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα ήταν πιο
ελαστικά όσο υπήρχε ευημερία, ευκαιρίες πλουτισμού.
Όταν οι ισορροπίες άλλαξαν πολλοί απολύθηκαν, οι
υπεράριθμοι, οι λιγότερο παραγωγικοί, όσων δεν μπορούσε να καλυφθεί το κόστος
ακόμα κι αν ήταν ικανότατοι, άλλοι αναγκάστηκαν να δουλέψουν περισσότερο για
λιγότερα χρήματα. Επιχειρήσεις έκλεισαν, άλλες προσπάθησαν να επιβιώσουν
μειώνοντας το κόστος. 1.500.000 άνεργοι.
Μέχρι τώρα οι εργαζόμενοι στο δημόσιο και τον ευρύτερο
δημόσιο τομέα έχουν υποστεί μόνο μειώσεις μισθών, οριζοντίως, χωρίς κριτήρια.
Το κράτος όπως το ξέραμε, σε αντίθεση με τις
επιχειρήσεις, δεν κλείνει ποτέ. Όταν κόντεψε να βάλει κι αυτό λουκέτο, η
συζήτηση άρχισε να ανοίγει.
Θα μπορούσε να βγει και κάτι
καλό από αυτή την κρίση.
Σε μια κοινωνία ευμάρειας που ο καθένας κοιτάζει το
συμφέρον του αυτό δεν ενοχλεί, σε εποχή οικονομικής κρίσης και βαθιάς ύφεσης
εύκολα η μισή κοινωνία στρέφεται ενάντια στην άλλη μισή.
Πρέπει να ξαναδούμε το κοινό μας συμφέρον, αν υπάρχει· αν
όχι, να το εφεύρουμε. Αλλιώς εκ των πραγμάτων τα συμφέροντα θα είναι
αντικρουόμενα.
Ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί να συντηρηθεί χωρίς τον
ιδιωτικό, το συμφέρον των επιχειρήσεων, των ελεύθερων επαγγελματιών, των
δημόσιων υπαλλήλων οφείλει να είναι κοινό.
Μακάρι να μπορούσαμε να διατηρήσουμε όλοι το πρότερο βιοτικό
μας επίπεδο. Η πραγματικότητα είναι σκληρή.
Τα τελευταία 3 χρόνια κληθήκαμε
ως κοινωνία να κοιτάξουμε το πρόσωπό μας στο καθρέφτη, να αλλάξουμε τουλάχιστον όσα
δεν γίνονταν σωστά, την ιεράρχηση των αξιών μας, την ιδέα που είχαμε περί
υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.
Οι ισχύουσες πολιτικές, οικονομικές και συνδικαλιστικές
δομές και τα ταμπού της κοινωνίας στάθηκαν μεταξύ τους αλληλέγγυα.
Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν, οι μειώσεις μισθών και
συντάξεων, η άδικη φορολόγηση, αποδείχθηκαν πιο εύκολα διαχειρίσιμα από την
κοινωνία.
Ακόμα και η μη αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, ακόμα και
της μεγάλης φοροδιαφυγής.
Οι πολιτικοί μας το ήξεραν, τα δύσκολα τα άφησαν για το
τέλος.
Τώρα, ανάμεσα σε άλλα, ερχόμαστε αντιμέτωποι ξανά με τις
απολύσεις στο δημόσιο. Οι υπεράριθμες θέσεις δεν έπρεπε να δημιουργηθούν
εξαρχής.
Ούτε οι άχρηστοι οργανισμοί.
Οι επίορκοι υπάλληλοι θα έπρεπε να τίθενται σε
διαθεσιμότητα, όπως ορίζει ο νόμος. Κάναμε τα αντίθετα.
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι δύσκολο να κλείσουμε τα
μάτια στις περιπτώσεις δυσλειτουργίας και διαφθοράς του δημόσιου τομέα που
αποκαλύπτονται καθημερινά. Τα ταμπού, δεν υπάρχει άλλος τρόπος, πρέπει να
σπάσουν.
Δήμητρα Γκρους
Δεν έχει άδικο για πολλά από αυτά που γράφει η αρθρογράφος. Όμως η εφαρμογή αυστηρότητας και "αξιοκρατικών κριτηρίων" μόνο στα κατώτατα μισθολογικά κλιμάκια φέρνει ακριβώς τα ανάποδα αποτελέσματα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή τη στιγμή αυτό ακριβώς συμβαίνει - μερικά παραδείγματα:
- Μάθαμε πως ο προϊστάμενος του τμήματος Διεύθυνσης Ελέγχου του υπουργείου Οικονομικών, Χρήστος Αθανασίου δηλώνει πως είχε ενημερώσει μόνο τον Αρχιεπίσκοπο γιατί "μόνο αυτός μπορεί να τα βάλει με τη μασονία που μας κυβερνά". Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω πως το διάβασα αυτό... Εν εν λόγω ανώτατος δημόσιος υπάλληλος πως λέτε να τιμωρήθηκε? Ο κύριος παίρνει μετάθεση για την ΔΟΥ της Νέας Υόρκης με απόφαση του Υπουργού(!)
- Άλλο μέλος της κυβέρνησης δηλώνει πως για να βγούμε από την κρίση, χρειαζόμαστε περισσότερα θρησκευτικά(Πολύδωρας) Το χειρότερο: Το εννοεί.
- Νόμος περί ευθύνης υπουργών (του ...νομομαθή κ. Βενιζέλου)
Ποιοί λοιπόν να δείξουν αυστηρότητα και να αξιολογήσουν τους (κατώτερους) δημόσιους υπάλληλους? Και πως?