Οι οικονομικές κρίσεις τείνουν να εμφανίζονται ξαφνικά,
και να τελειώνουν απότομα.
Πριν από τρία χρόνια ξεκίνησε η ευρωκρίση, όταν η Ελλάδα
άρχισε να προκαλεί ανησυχίες στους πολιτικούς, και στους διαχειριστές του χρήματος.
Από τα τέλη όμως του 2012, έχουμε ένα είδος ανακωχής.
Μήπως λοιπόν τελείωσε η κρίση;
Με βάση τα δεδομένα των οικονομικών κρίσεων μέχρι σήμερα,
τα τρία χρόνια είναι πολλά.
Ένα μόλις χρόνο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον
Σεπτέμβριο του 2008, και η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ
είχε επανέλθει, ενώ είχε ξεκινήσει και η ανάκαμψη.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και μετά την κρίση των
συναλλαγματικών ισοτιμιών που είχε προκληθεί στην Ασία το 1997, προκαλώντας την
μεγαλύτερη μέχρι τότε ύφεση στις εκεί οικονομίες.
Μήπως βλέπουμε το ίδιο και σήμερα στην ευρωζώνη;
Τα τελευταία τρία χρόνια δόθηκαν πολλές μάχες για την
Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία, και την Ιταλία.
Οι οικονομικοί μαχητές της ΕΕ είναι πια εξαντλημένοι.
Τα διάφορα Hedge funds έβγαλαν
πολλά λεφτά στοιχηματίζοντας στο βάθεμα της κρίσης, και στη συνέχεια έχασαν
άλλα τόσα στοιχηματίζοντας στη διάλυση της ευρωζώνης.
Από την μεριά τους, οι πολιτικοί έχασαν αρχικά κάθε
αξιοπιστία, αλλά στη συνέχεια πήραν τα πάνω τους, αναλαμβάνοντας θαρραλέες
πρωτοβουλίες.
Σύμφωνα μάλιστα με τα πιο τελευταία στοιχεία, τα κεφάλαια
άρχισαν και πάλι να έρχονται στην νότια Ευρώπη.
Η σημερινή αλλαγή της ψυχολογίας των αγορών οφείλεται σε
δυο σημαντικές πολιτικές αλλαγές:
Πρώτον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν τον περασμένο
Ιούνιο να κάνουν ένα γενικό «ρεκτιφιέ» στην ευρωζώνη. Συμφωνώντας σε μια
τραπεζική ένωση, που θα μεταβιβάσει σε ευρωπαϊκό πλέον επίπεδο την τραπεζική
επιτήρηση και τελικά την επανακεφαλαιοποίηση, απέδειξαν τη θέλησή τους να αντιμετωπίσουν
αποτελεσματικά μια εγγενή και συστημική αδυναμία στον σχεδιασμό της
νομισματικής ένωσης.
Δεύτερον, η ΕΚΤ ανέλαβε η ίδια την ευθύνη για τη
διατήρηση της ακεραιότητας της ευρωζώνης.
Το πρόγραμμα outright monetary transactions που συμφωνήθηκε
τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι όντως σοβαρό, και οι αγορές το ερμήνευσαν ως
τέτοιο, ειδικά μετά την στήριξη του εκ μέρους της Γερμανίδας καγκελαρίου, και
άσχετα με το γεγονός ότι αντιδρούσε η Bundesbank.
Επίσης, η επίσκεψη της Μέρκελ στην Αθήνα έπαιξε μεγάλο ρόλο,
σιωπώντας όσες γερμανικές φωνές επέμεναν στην αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ.
Δυστυχώς, παραμένουν τρεις λόγοι για τους οποίους θα
πρέπει να είμαστε ανήσυχοι για το μέλλον:
Κατ’ αρχήν, η πολιτική συνεχίζει να είναι πίσω από την
οικονομία, η οποία με τη σειρά της είναι πίσω από τις εξελίξεις στις αγορές. Μπορεί η ψυχολογία στα χρηματιστήρια της
Νέας Υόρκης και του Χόνγκ Κόνγκ να έχει βελτιωθεί, αλλά έχει χειροτερέψει στους
δρόμους της Μαδρίτης και της Αθήνας.
Και δυστυχώς, η οικονομική κατάσταση στη νότια Ευρώπη
αναμένεται να παραμείνει δυσχερής για αρκετά ακόμη χρόνια.
Όπως όλα δείχνουν, πρόκειται για μια χαμένη δεκαετία για
όλες τις χώρες της νότιας Ευρώπης.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους θα είναι
χαμηλότερα το 2017 από αυτά που ήταν το 2007. Και όσο δεν υπάρχει οικονομική
βελτίωση, τόσο θα γιγαντώνεται η πολιτική αστάθεια.
Μια πολιτική αναστάτωση σε οποιαδήποτε νοτιοευρωπαϊκή
χώρα θα ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει νέες αμφιβολίες για το μέλλον της
ευρωζώνης. Για παράδειγμα, το χάσμα μεταξύ της γερμανικής και της γαλλικής
ανταγωνιστικότητας προκαλεί μεγάλο στρες.
Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας είναι η περιορισμένη συναίνεση
στην Ευρώπη αναφορικά με το τι ακριβώς χρειάζεται για να ξαναγίνει βιώσιμη και
ανθεκτική η ευρωζώνη.
Η τραπεζική ένωση είναι μια θετική εξέλιξη, αλλά δεν έχει
υπάρξει ακόμη συμφωνία για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, όπως μια κοινή
δημοσιονομική πολιτική ή ένα κοινό
ταμείο (υπουργείο Οικονομικών).
Πιο συγκεκριμένα, η βόρειος Ευρώπη συνεχίζει να ερμηνεύει
την κρίση ως αποτέλεσμα της αποτυχίας εφαρμογής των κανονισμών, ειδικά αυτών
της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Από την άλλη, η νότιος Ευρώπη αποδίδει την κρίση σε
συστημικά σφάλματα και ελλείψεις.
Επί πλέον, οι Βορειοευρωπαίοι θεωρούν την λιτότητα ως
πανάκεια, ενώ οι Νοτιοευρωπαίοι φοβούνται πως οι κυβερνήσεις δεν διαθέτουν
αρκετά πολιτικά κεφάλαια για να τα καταφέρουν.
Τέλος, τα τρία τελευταία χρόνια αποκάλυψαν έναν νέο τρόπο
διαχείρισης των κρίσεων: Σχεδόν καμία απόφαση δεν ελήφθη σε ήρεμο κλίμα και
κατόπιν διαβουλεύσεων, με τις περισσότερες να λαμβάνονται εν μέσω πανικού, και
πιέσεων από τις αγορές, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το χειρότερο.
Και κάθε φορά που η πίεση μειώνεται, τα σχέδια για
μεταρρυθμίσεις αναβάλλονται, κάτι που φάνηκε εύγλωττα στο περίφημο ultima ratio της Μέρκελ, όπου κάνουμε κάτι μόνο αν είναι
άκρως απαραίτητο για να σωθεί το ευρώ.
Με άλλα
λόγια η Ευρώπη έχει τη θέληση να επιβιώσει, αλλά δεν έχει την αίσθηση του
κοινού σκοπού.
Τίποτα από
όλα αυτά δεν σημαίνει ότι κινδυνεύει το ευρώ.
Η άποψη ότι
η διάλυση της ευρωζώνης συνιστά ομαδική οικονομική αυτοκτονία αποτελεί ισχυρό
κίνητρο για να ξεπερνιούνται τα όποια εμπόδια.
Παράλληλα,
τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα ίσως είναι αρκετά για να εμποδιστεί κάποιος
μελλοντικός κίνδυνος.
Έτσι, σε
πρακτικό επίπεδο, η διαφορά μεταξύ μεταρρυθμίσεων που μπορούν να γίνουν, και
αυτών που γίνονται ή θα γίνουν, δεν είναι τόσο σημαντική όσο νομίζουμε.
Αποφεύγοντας όμως τη συζήτηση για το ποια μέτρα θα κάνουν
την ευρωζώνη πιο ανθεκτική και πιο ζωντανή, οι πολιτικοί χάνουν την ευκαιρία να δείξουν ότι το ευρώ
αποτελεί το κατώφλι σε μια πολύ πιο βιώσιμη ένωση.
Παράλληλα χάνουν την ευκαιρία να διατυμπανίσουν ότι η
σκληρή οικονομική προσαρμογή που κυριαρχεί σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος της
ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσο.
S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου