Η κρίση στην οποία μπήκε εδώ και λίγα χρόνια η χώρα μας
(αλλά και η Ευρώπη) πέραν των διάφορων θλιβερών χαρακτηριστικών της, έχει και
ένα πολύ ιδιαίτερο, που σημαδεύει την πολιτική και όχι μόνο ζωή μας.
Και αυτό είναι η άνοδος των άκρων.
Κάτι που το βλέπουμε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά που
εδώ στην Ελλάδα, όπου όλοι γνωριζόμαστε αποκτά μια εντελώς ιδιαίτερη, και σαφώς
πιο επικίνδυνη μορφή.
Μιλάω για την ανάδυση της Χρυσής Αυγής από την μία, και
την εκτόξευση της δημοφιλίας των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη (χώρια οι
διάφορες σέχτες, οι 20χρονοι με τα καλάσνικοφ, κλπ).
Οι λόγοι της δημοτικότητας των ακραίων αυτών πολιτικών
σχηματισμών έχουν αναλυθεί επαρκώς, οπότε δεν θα τους επαναλάβω.
Θα τονίσω όμως την επικινδυνότητα του φαινομένου, ειδικά
σε μια χώρα σαν την δική μας, όπου η πολιτική διχόνοια είναι εγγενής, και όπου
μόλις πριν από 60 και κάτι χρόνια βγήκαμε από έναν σκληρό αδερφοφάγο εμφύλιο
πόλεμο.
Ένα πόλεμο, τον οποίο καλά θα κάνουν να θυμούνται όλοι οι
σημερινοί ακραίοι, που ο καθένας για τους δικούς του λόγους επενδύει στην
πόλωση, για να μη πω στην σύγκρουση, ξεχνώντας, ή αγνοώντας το που μπορεί να
οδηγηθούμε.
Ο ελληνικός
εμφύλιος, χώρια από την τεράστια γεωπολιτική σημασία του, αποτελούνταν και από
πολλές μικρές ιστορίες, η καθεμία από τις οποίες θα μπορούσε κάλλιστα να
αποτελέσει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας αξιώσεων.
Κάποιος είχε γράψει κάποτε πως στον πόλεμο ποτέ δεν
υπάρχει νίκη, αλλά μόνο διάφορες διαβαθμίσεις ήττας.
Πόσο δε μάλλον σε ένα εμφύλιο…
Όταν ήμουν λοιπόν μικρός, η μάνα μου μου είχε πει (εν
είδη παραμυθιού) μια πραγματική οικογενειακή της ιστορία, που έλαβε χώρα στην
εποχή του εμφυλίου, και την οποία όταν μεγάλωσα έψαξα και διασταύρωσα, και ήταν
όντως αληθινή.
Είναι μια από τις χιλιάδες παρόμοιες προσωπικές εμπειρίες
που έζησαν οι Έλληνες (όλων των παρατάξεων)
εκείνη την πραγματικά πέτρινη δεκαετία του `40, και για αυτό σας την
μεταφέρω.
Πρέπει να ήταν το 1947 ή 48, στην δίνη των συγκρούσεων
του ΔΣΕ με τον εθνικό στρατό.
Η μάνα μου ήταν 10 χρονώ, και ζούσε σε ένα χωριό έξω από
τη Θεσσαλονίκη.
Από τα πέντε μεγαλύτερα αδέρφια της, άλλος ήταν
στρατιώτης στο μέτωπο, άλλος στην Μακρόνησο καθότι πρώην Ελασίτης αντάρτης, κ.ο.κ.
Ένας από αυτούς ήταν μαχητής του ΔΣΕ που εκείνη την εποχή
πολεμούσε στην περιοχή (αν θυμάμαι καλά) των Κερδυλίων.
Και εκεί τραυματίστηκε αρκετά σοβαρά.
Με χίλιες δυο δυσκολίες, κάποιοι σύντροφοί του κατάφεραν
και τον μετέφεραν στο χωριό του προκειμένου
ή να αναρρώσει, ή να πεθάνει στο πατρικό του.
Η χήρα γιαγιά μου τον έκρυψε στον στάβλο, μαζί με τα
γελάδια της οικογένειας, φροντίζοντάς τον στα κρυφά, όσο μπορούσε, υπό τον φόβο
πάντα της κατάδοσης αν τυχόν τον έπαιρναν χαμπάρι οι γείτονες κλπ.
Ήταν η εποχή της απόλυτης πολιτικής πόλωσης, του
αδελφοκτόνου σπαραγμού, των καθημερινών εκτελέσεων, και η ανθρώπινη ζωή δεν
είχε καμιά απολύτως αξία.
Μια νύχτα λοιπόν, και χωρίς να το γνωρίζει η γιαγιά μου,
μονάδες του εθνικού στρατού περικύκλωσαν το χωριό, και κατά τις 5 η ώρα τα
χαράματα ακροβολίζονταν γύρω από το σπίτι της, που ήταν στην άκρη του χωριού,
με τους στρατιώτες να επικοινωνούν μεταξύ τους με συνθηματικά σφυρίγματα.
Η γιαγιά μου, που ήταν απελπισμένη για την κατάσταση της
υγείας του ετοιμοθάνατου γιου της, που χρειάζονταν ιατρική φροντίδα και
φάρμακα, και νομίζοντας ότι οι στρατιώτες είναι αντάρτες του ΔΣΕ, βγήκε
απελπισμένη έξω και τους φώναξε να έρθουν να βοηθήσουν τον γιο της, και να του
φροντίσουν τα τραύματα, αφού «είναι δικός τους»!
Οι στρατιώτες κατάλαβαν ότι πέτυχαν «κελεπούρι», και ένας
από αυτούς της ζήτησε να τον οδηγήσει εκεί που τον έχει κρυμμένο…
Ευτυχώς τόσο για αυτήν, όσο και για τον τραυματισμένο γιο
της, κάτι έγινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή και οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να
προωθηθούν αλλού όσο το δυνατόν γρηγορότερα, οπότε και έφυγαν από την περιοχή,
αφήνοντας την γιαγιά μου να κλαίει για την ατυχία της, αφού όπως νόμισε λίγο
ήθελε, και οι «αντάρτες» θα βοηθούσαν τον σύντροφό τους, που ήταν κρυμμένος και
ανήμπορος στο «αχούρι».
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη, το σοκ, δεν ξέρω πώς να
το χαρακτηρίσω, όταν πηγαίνοντας στο αχούρι για να πει στον γιο της για την
«παρ’ολίγον» σωτηρία του, αυτός μέσα στον πόνο του της έβαλε τις φωνές,
λέγοντάς της πως «λίγο έλειψε να τον δολοφονήσει»!
Ναι να τον δολοφονήσει η ίδια του η μάνα, αφού χωρίς να
το καταλάβει μαρτύρησε τη θέση του στον αντίπαλο, που ο ίδιος είχε αντιληφτεί
ποιοι είναι από τα χαρακτηριστικά συνθήματα και σφυρίγματα που άκουγε έντρομος
μέσα στη νύχτα, τρέμοντας μη τυχόν και τον πάρουν χαμπάρι.
Και που παρά λίγο να τους οδηγήσει σε αυτόν, η ίδια του η
μάνα…
Αργότερα, μετά από πολλά χρόνια, έχοντας πλέον μεγαλώσει,
μίλησα εκτενώς με αυτόν μου τον θείο (που ευτυχώς επέζησε) για τα χρόνια
εκείνα, και για τα συγκεκριμένη νύχτα, την οποία μου είχε διηγηθεί η μάνα μου
όταν ήμουν μικρό παιδάκι.
Τα επιβεβαίωσε όλα, και όπως μου είπε, το σοκ της μάνας
του ήταν τέτοιο, όταν έμαθε το τι παραλίγο να είχε προκαλέσει, που πέθανε μέσα
στο μαράζι και στις ενοχές λίγα χρόνια μετά, στα 56 της… κυριολεκτικά ψυχολογικό ερείπιο από αυτό που
είχε κάνει χωρίς να το θέλει (εγώ βέβαια, δεν την είχα γνωρίσει ποτέ).
Ο ίδιος, 35 χρόνια μετά,
φέρνοντας στη μνήμη του την τρομερή εκείνη νύχτα, δάκρυσε μπροστά μου
σαν μωρό παιδί.
Τέτοιες ήταν
λοιπόν οι εποχές των άκρων.
Αυτές που κάποιοι σημερινοί άκαπνοι, μπούληδες,
καιροσκόποι, πολιτικάντηδες, και δημαγωγοί πατριδοκάπηλοι αναπολούν, και θέλουν
να μας ξαναφέρουν…
Κάποιοι που δεν πάνε ούτε καν φαντάροι, για να μην
κουραστούν!
Γρηγορείτε… τίποτα άλλο.
Strange
Attractor
Υ.Γ- Επίθεση κατά της άκρας αριστεράς και της άκρας
δεξιάς εξαπέλυσε και ο πρωθυπουργός μιλώντας σε ημερίδα της ΟΝΝΕΔ με θέμα τη
βία των άκρων.
Ο Αντώνης
Σαμαράς εξέφρασε την άποψη ότι η «αριστερά συναντά την αναρχία, με τον λαϊκισμό να αποτελεί τον
συνδετικό κρίκο και η άκρα δεξιά δηλητηριάζει τον κόσμο και τα δύο άκρα τροφοδοτούν
το ένα το άλλο και δηλητηριάζουν την κοινωνία».
Ζήτησε την καταδίκη των φαινομένων βίας, επισημαίνοντας πως σε αντίθετη περίπτωση «αν της δώσουμε χώρο θα διαλύσει την κοινωνία».
Ζήτησε την καταδίκη των φαινομένων βίας, επισημαίνοντας πως σε αντίθετη περίπτωση «αν της δώσουμε χώρο θα διαλύσει την κοινωνία».
Συγχαρητήρια, έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα στην περίοδο του εμφυλίου άλλα ο νεοέλληνας ξεχνά εύκολα και παίζει με την φωτιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήTι να πω; Είναι δυνατόν να αποδειχτούμε ξανά τόσο μ@λ@κες; Δεν το νομίζω ! Οχι ότι την ... κόψαμε, αλλά θαρρώ πως η μεγάλη πλειοψηφία είναι πιο υποψιασμένη.
ΑπάντησηΔιαγραφή