Λοιπόν, μία από τις μεταπολιτευτικές πηγές του εθνικού
κακού ονομάζεται κομματικός πατριωτισμός.
Επί δεκαετίες τα κόμματα που κυβερνούσαν, διαχειρίζονταν το
συμφέρον της χώρας μέσα από το πρίσμα του κομματικού συμφέροντος.
Συντηρούσαν με ιερατική ευλάβεια τον κομματικό
πατριωτισμό των ψηφοφόρων τους δια των πελατειακών σχέσεων και εκτοξεύοντας την
αδρεναλίνη τους με υπερφίαλες αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα.
«Εθνάρχης» ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, «μεγάλος» ο Ανδρέας
Παπανδρέου και άλλα τέτοια.
Αλλά και οι προεκλογικές προγραμματικές θέσεις τους ποτέ
δεν βρίσκονταν πάνω και πέρα από τις εσωκομματικές ισορροπίες ή τους
κομματικούς πόθους.
Από τα «πράσινα» και «γαλάζια» καφενεία της δεκαετίας του
’80 και το «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα», μέχρι τη διαχείριση της ανόδου του
Χρηματιστηρίου το 2000 και το «λάδωμα» των πυρόπληκτων το 2007, το προεκλογικό
παιχνίδι έπαιρνε χαρακτηριστικά οικονομικού πολέμου με τους κομματικούς στρατούς
να ρίχνονται στην μάχη χωρίς πολιτική συνείδηση.
Όπως έχει συμβεί σε όλες τις χώρες, έτσι και στην Ελλάδα,
η έλευση του ΔΝΤ επικοινωνιακά διόγκωσε τις παθογένειες ενός συστήματος και ελαχιστοποίησε
μέχρι εξαφανίσεως τα προτερήματα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί το πολιτικό κλίμα,
να εξατμιστεί το όποιο ηθικό πλεονέκτημα είχε μείνει σε όσους κυβερνούσαν επί
μακρόν και, μετά τα Μνημόνια, να μην συγκρατηθεί στα μάτια των πολιτών το παλιό
πολιτικό σύστημα, όπως πρωτίστως εκφραζόταν από το ΠΑΣΟΚ.
Επί τρία χρόνια οι υπουργοί της κυβέρνησης Παπανδρέου
έπαιρναν πρωτοφανή μέτρα – κόντρα στις προεκλογικές υποσχέσεις με τις οποίες
ουσιαστικά έταζαν ότι το πολιτικό πελατειακό αλισβερίσι θα συνεχιστεί.
Παράλληλα αποτέφρωναν εις το πυρ το εξώτερον τη
Μεταπολίτευση και τους πρωταγωνιστές της.
Δεν καταλάβαιναν ότι με αυτόν τον τρόπο έσκαβαν το δικό
τους λάκκο, αφού αφαιρούσαν από τη σχέση τους με τον μεγάλο όγκο των
παραδοσιακών ψηφοφόρων το συναίσθημα, το οποίο είναι βασικό εργαλείο άσκησης
πολιτικής, ιδίως σε έκτακτες καταστάσεις.
Μόλις τελευταία, άρχισαν να αναθεωρούν προσπαθώντας να
επαναφέρουν στη συλλογική μνήμη τις προοδευτικές αλλαγές της δεκαετίας του ’80.
Οι ιστορικές παλινωδίες των πρώην μεγάλων κομμάτων, και
κυρίως του ΠΑΣΟΚ, διέψευσαν τις προσδοκίες των πολιτών, ώστε ο κομματικός
πατριωτισμός, πλέον, να αποτελεί μια αστεία αξία μέσα στην κοινωνία.
Στο εξής, η άνοδος ή η διάλυση όλων των σχηματισμών είναι
πολύ πιθανή σε βάθος λίγου χρόνου.
Οι ψηφοφόροι θα μετακινούνται ευκολότερα από χώρου εις
χώρον, όπως το ίδιο θα κάνουν και διάφορα πολιτικά πρόσωπα.
Όμως τα κόμματα πρέπει να υπάρξουν. Τα περισσότερα από
αυτά το 2013 θα περάσουν την εσωτερική βάσανο των συνεδρίων.
Η αρχή έγινε με το ΠΑΣΟΚ και θα συνεχιστεί με ΚΚΕ, ΝΔ και
ΣΥΡΙΖΑ.
Πλην ΚΚΕ, τον τελευταίο χρόνο όλοι τους στροβιλίζονται σε
μια ξέφρενη δριμύτητα ενός άτυπου αθλητικού αγώνα, ποιος θα πείσει περισσότερο
ότι είναι κάποιος άλλος. Είτε θέλουν, είτε έχουν μπει ήδη στην διαδικασία
ριζικών εσωτερικών αλλαγών με αποκλεισμούς και προσθήκες, με αναθεώρηση
κεφαλαιωδών ή ησσόνων θέσεων, με αγωνία για το μέλλον και ενοχές για το
παρελθόν.
Το σημερινό πολιτικό δίπολο, ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώθηκε
μετά τις εκλογές όταν ο Αντώνης Σαμαράς μπήκε στον μνημονιακό δρόμο και από
εκεί κάλεσε τους ψηφοφόρους να τον ακολουθήσουν, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ από την απέναντι
όχθη σκαρφάλωνε 22 ποσοστιαίες μονάδες, παίρνοντας ψήφους από παντού και
εγκιβωτίζοντας τις περισσότερες προοδευτικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Όμως η καταιγίδα θα κρατήσει για χρόνια και η κάθε
επιλογή κομματικής στέγης των ψηφοφόρων θα έχει μια αχλή προσωρινότητας, έως
ότου ανατηχθεί σε κάποιον πολιτικό χώρο μια θεμελιακή σχέση μαζί τους.
Οι πολίτες, μετά από τόσες θυσίες, ό,τι ακούνε θέλουν και
να το βλέπουν.
Η εποχή προσφέρεται για θεαματικά εκλογικά
σκαμπανεβάσματα και τα συνέδρια για ξεκαθάρισμα λογαριασμών δεν ευνοούν
κανέναν.
Έτσι οι σφοδρές πολιτικές εντάσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, δεν
διαχέονται μέσα στην κοινωνία και ο κόσμος ούτε ταυτίζεται, ούτε οπαδοποιείται
με άξονα τα κόμματα, όπως παλιά.
Περισσότερο έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο – θεατή που
παρακολουθεί και προσπαθεί να καταλάβει ακόμα ζαλισμένος τι του έχει συμβεί,
αντιδρώντας, μέχρι στιγμής, σπασμωδικά.
Οι περισσότεροι πολιτικοί πολιτεύονται ακόμα, όπως ξέραμε
πριν την κρίση.
Είτε απευθύνονται στο θυμικό των ψηφοφόρων, είτε
πιστεύουν ότι ο αντίπαλος θα πέσει με την τακτική του ώριμου φρούτου.
Αφήνουν όμως έτσι ένα μεγάλο κενό στην επαφή τους με την
κοινωνία.
Ο μεν στοχοποιεί τον δε: τα κυβερνητικά κόμματα
προσπαθούν να καλύψουν τα κενά που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ να πατήσει πάνω
στους ήδη αδύναμους ώμους των κυβερνητικών κομμάτων για να κατισχύσει,
σπρώχνοντας έτσι ο ένας τον άλλον προς τον γκρεμό.
Όμως, στην ουσία και εκτός του ανταρτοπόλεμου των
καταγγελιών και τα επικοινωνιακά ανοίγματα σε τρίτους χώρους, δεν έχει
εμφανιστεί κανένα ολοκληρωμένο εναλλακτικό σχέδιο σωτηρίας, από τις επίσημες
ηγεσίες, που να εμπνεύσει το λαό και να συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, να αντιμετωπίσει
την κοινωνική κατατονία και να αναφλέξει την πραγματική οικονομία.
Την ατζέντα εξακολουθούν να την ορίζουν οι δανειστές και
ο πληθυσμός δε βλέπει ακόμα διέξοδο.
Στην νέα εποχή ο χρόνος πια είναι λίγος, δεν υπάρχει
συνθήκη ικανή να αλλάξει την πολιτική μοίρα του «κανένα», που ο όχλος, με την
πρώτη ευκαιρία, θα τον παρασέρνει.
Ανδρέας Μπελεγρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου