4.3.13

Γήπεδο; Όχι ευχαριστώ. Δεν θα πάρω…


Είμαι αρκετά μεγάλος σε ηλικία ώστε να θυμάμαι μια διαφορετικού τύπου ποδοσφαιρική Ελλάδα.
Τότε που κάθε Κυριακή ο μπαμπάς έπαιρνε το παιδί του στο γήπεδο, και απολάμβανε ένα πραγματικά ευχάριστο απόγευμα, γεμάτο χρώματα και θέαμα.
Με μαξιλαράκια από φελιζόλ,   τρανζιστοράκια στο αυτί,  μαύρα σπόρια, και κάτι άγευστες πορτοκαλάδες σε μικρά στρόγγυλα πλαστικά μπουκάλια.
Τα μεγάφωνα μάλιστα έπαιζαν και …Φλωρινιώτη.


Ούτε φωτεινοί πίνακες, ούτε VIP rooms, ούτε και cheerleaders.
Τα μισά μάλιστα γήπεδα της Α` Εθνικής, στη δεκαετία του 1970, στερούνταν ακόμη και το χορτάρι. Ναι ήταν ξερά.
Και όμως, σε τέτοια γήπεδα ξεδίπλωνε το ταλέντο του ο Κούδας, δίδασκε ποδόσφαιρο ο Δομάζος, και τρέλαινε τους πάντες και τα πάντα ο τρισμέγιστος Βάσια.



Πάθη και εντάσεις υπήρχαν και τότε. Ίσως περισσότερο από σήμερα.
Αλλά κυρίως περιορίζονταν εντός του αγωνιστικού χώρου, όπου οι παίκτες πραγματικά έπαιζαν για τη φανέλα.
Άλλωστε ήθελαν δεν ήθελαν, ήταν δεμένοι με αυτήν μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων. Υπήρχαν διαφορετικού τύπου δεσμοί μεταξύ ποδοσφαιριστών και συλλόγων, ποδοσφαιριστών και φιλάθλων, κλπ.
Οι ξένοι ήταν ελάχιστοι.
Αν δεν κάνω λάθος, η κάθε ομάδα μπορούσε να έχει μέχρι δυο ή τρεις το πολύ.
Οι φασαρίες στη κερκίδα υπήρχαν, αλλά σε τελείως ερασιτεχνικό επίπεδο σε σχέση με σήμερα.
Τα συνθήματα ήταν αθώα, όπως αθώα ήταν (πάντα σε σχέση με σήμερα) και η ατμόσφαιρα της εποχής.
Κάποιοι που και που ξέφευγαν, εξαιτίας του  θυμού και της έντασης της στιγμής, και πιάνονταν στα χέρια, με εκείνο τον χαρακτηριστικό νεοελληνικό τρόπο, όπου πιάνονται απ τα πέτα και σπρώχνονται, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο: «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;».
Οι υπόλοιποι τους χώριζαν, και όλοι μαζί συνέχιζαν να απολαμβάνουν τους δρασκελισμούς του …Αρδίζογλου, ή τα γκολ του Αντωνιάδη.
Και έτσι κυλούσε όμορφα το κυριακάτικο απόγευμα.
Ούτε μαχαίρια δηλαδή, ούτε μολότοφ. 
Και μετά ήρθε ο επαγγελματισμός (και επίσημα), και οι σύλλογοι γίνανε ΠΑΕ.
Οι μεταγραφές έγιναν συχνό φαινόμενο, και ένας παίκτης μπορεί να άλλαζε ομάδα έως και τέσσερις φορές μέσα σε μια διετία.
Πάει και η αφοσίωση στη φανέλα, πάει και η «θρησκευτική» λατρεία προς τον σύλλογο.
Οι ποδοσφαιριστές έγιναν πλέον μισθοφόροι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η λαίλαπα Κοσκωτά, όπου μεταξύ άλλων, ο «χοντρός» αγόρασε σε μια μόνο ημέρα τέσσερις ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ, για λογαριασμό του ορκισμένου εχθρού ΟΣΦΠ… μαζί με  τον προπονητή!
Τι να λέμε;
Σε αυτή τη φάση είναι που οι φίλαθλοι και οπαδοί αποσυντονίστηκαν.
Έχασαν κυριολεκτικά τη μπάλα.
Πώς να λατρέψεις κάποιον σαν Θεό, όταν την επομένη μπορεί να παίζει βασικός στην ομάδα που μισείς όσο τίποτα άλλο;
Αν συνδυάσουμε και την αθρόα είσοδο αλλοδαπών (λόγω ΕΟΚ) ποδοσφαιριστών, που είχε ως αποτέλεσμα να γεμίσουν οι ομάδες από 40χρονα «ταλέντα» από ολόκληρο το πλανήτη, με αποτέλεσμα πολλές ΠΑΕ να μην έχουν παρά έναν δυο συμβολικούς Έλληνες στα ρόστερ τους, καταλαβαίνει κανείς τι ψυχολογικό κλακάζ έπαθαν οι σκληροπυρηνικοί φίλοι του ποδοσφαίρου.
Υπήρχε εποχή, που πήγαινε κανείς σε γήπεδο, και όταν έβγαιναν οι ομάδες, νόμιζε πως θα παρακολουθήσει αγώνα του αφρικανικού κυπέλλου. 
Στη συνέχεια, λίγο η αποσάθρωση του παραδοσιακού ιστού της ελληνικής κοινωνίας που επήλθε λόγω ΠΑΣΟΚ, λίγο η μεγάλη άνοδος του μπάσκετ που ελέω Γκάλη έγινε μόδα, λίγο η τηλεόραση, λίγο τα ναρκωτικά, λίγο ο υλισμός, λίγο το ένα λίγο το άλλο, και το ελληνικό ποδόσφαιρο ήρθε στα «μπάγια» του….
Τα γήπεδα άδειασαν, και σε αυτά άρχισαν να συχνάζουν κυρίως οργανωμένες ομάδες νεαρών «πειραγμένων» οπαδών, που μέσα στη χαπακωμένη παραζάλη τους είτε έβλεπαν ποδόσφαιρο είτε χόκεϊ επί πάγου ένα και το αυτό.
Κανονικός πόλεμος, μέσα και έξω από τον αγωνιστικό χώρο.
Οι γειτονιές γύρω από τα γήπεδα θύμιζαν Σιέρα Λεόνε και οι οργανωμένοι οπαδοί σεληνιασμένους Ταλιμπάν.
Για να πάει ένας φυσιολογικός άνθρωπος στο γήπεδο θα έπρεπε να φορά αλεξίσφαιρο γιλέκο, και να έχει κάποιο αρρωστημένο death wish.
Κι αν τυχόν ήθελε να πάρει και την οικογένειά του μαζί, τότε θα έπρεπε να ετοιμάσει διαθήκη, και να εξασφαλίσει κάποιο γερό συμβόλαιο ασφάλειας ζωής.
Οι κερκίδες θύμιζαν Μπρονξ. Μπαρούτι…
Δυστυχώς έτσι κατάντησε το πράγμα.
Και για να μη πολυλογώ, με αυτά και με αυτά φτάσαμε στο σήμερα.
Με κάποια μικρά διαλείμματα, όπως αυτό της εποχής του ευρωκυπέλλου. 
Εξαιρέσεις δηλαδή, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Σήμερα, που τα εκατομμύρια των ευρώ πέφτουν σαν χαλάζι, και που ο κάθε ποδοσφαιριστής, ακόμη και σε ομαδούλα της επαρχίας διαθέτει από μια φερράρι,  από ποδόσφαιρο ή ευ αγωνίζεσθαι … γιοκ.
Μόνο μπουνιές, κεφαλιές και ….ξύλο.
Απλά πράγματα δηλαδή.
Το θέαμα είναι κάκιστο,  τα συμφέροντα πανίσχυρα, και τα κουμπούρια πανέτοιμα να βγουν απ τα θηκάρια .
Παράγκες, κοκκαλίνοι, ζουμπάδες, μπράβοι, απειλές, ξυλοδαρμοί στα αποδυτήρια, παραγοντισμός, και γενικά βρώμα. Πολύ βρώμα.
Οπότε, ευχαριστώ, αλλά  δεν θα πάρω.
Προτιμώ να βλέπω  που και που από τη τηλεόραση, τους Ευρωπαίους «χαχόλους», που όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βελανίδια, να προσφέρουν φαντασμαγορικό θέαμα,   παρά να ασχολούμαι με το αν  το πέναλτι ήταν για εκατομμυριοστή φορά πέτσινο, ή αν ο τάδε διαιτητής τα πήρε… ή πόσοι μαχαιρώθηκαν έξω απ το γήπεδο, ή αν τα ίδια και χειρότερα έκανε ο Κόκκαλης ή ο «Σφαλιαρέλλης» κλπ. Τα βαριέμαι.
Αν θέλω τέτοιου είδους ίντριγκες  και βία, βάζω στο DVD τον «Νονό» ή τον Σταλόνε, και τα απολαμβάνω συνοδεία βερμούτ και στραγαλιών.
Έχουν άλλωστε πολύ καλύτερη πλοκή, και ακόμη καλύτερους ηθοποιούς. 
Και είμαι και ασφαλής στον καναπέ μου, όπου δεν κινδυνεύω να φάω καμιά αδέσποτη.
Έχω άδικο;

Strange Attractor 

4 σχόλια:

  1. Όση σχέση έχεις με την πυρηνική φυσική, τόσο σωστά είναι αυτά που γράφεις. Νοσταλγία και ξερατό από κάποιον που ταμπουρώθηκε στο χθες, γιατί είναι ανήμπορος να δει την πραγματικότητα του σήμερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έλα ρε συ!
      Το διάβασες μέχρι τέλους από μόνος σου και σχημάτισες γνώμη ή στο αφηγηθήκαν;
      Ο μεταφραστής σου δεν δουλεύει!
      Να του κάνεις αναβάθμιση!!!!

      Διαγραφή
  2. Βερμούτ και στραγάλια;!
    Βερμούτ;;;
    Χάθηκε βρε αδερφέ λίγο(έως πολύ) Rye whiskey και κάμποσο Hormel dried beef?
    "Νονός" και Σταλόνε!!!
    Σιγά μην δεις και το Streets of Fire!
    (άσε που αξίζει δηλαδή!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή