Ναι παιδιά, κλίνεται το τζαμί.
Του τζαμιού, τα τζαμιά, των τζαμιών.
Δεν είναι τόσο τρομερό, ουδέτερο σε –ι όπως το παιδί.
Όπως και η τρόικα, της τρόικας, αλλά δεν θα τσακωθούμε.
Οι μισοί τη λένε έτσι, οι άλλοι μισοί την κρατάνε άκλιτη,
λες κι αν μείνει άκλιτη θα την ξορκίσουν, θα την κρατήσουν μακριά από εδώ, και
γενικά θα δείχνουν πόσο ξένη τη θεωρούν.
Το δύσκολο με την τρόικα, όπως και με πολλά άλλα
παρόμοια, είναι η γενική πληθυντικού.
Των τροϊκών; Δεν πάει.
Αλλά δεν χρειάζεται κιόλας, διότι μία είναι η τρόικα, και
ελπίζω να μη χρειαστούμε άλλες. Φαντάζεστε την πρωινή οπαδό του άκλιτου «της
τρόικα» να πρέπει να λέει στο ραδιόφωνο, «ήρθαν οι εκπρόσωποι των τρόικα»;
Μπρρ….
Τέλος
πάντων, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία όλ’ αυτά, και
ομολογουμένως απορώ με τον εαυτό μου, γιατί ενοχλούμαι τόσο πολύ όταν ακούω στο
ραδιόφωνο άκλιτες τις ξένες λέξεις που θα μπορούσαν να κλιθούν.
Στις πολιτικές αναφορές είναι η τρόικα και διάφορες χώρες
όπως η Βενεζουέλα, το Μεξικό κ.λπ.
Στο Τρίτο πρόγραμμα το κονσέρτο κλίνεται ιταλιστί επειδή
έχει ιταλική προέλευση. Τα κονσέρτι. Έχει εξελληνιστεί η λέξη, αλλά άντε πες το
στους πολύξερους μουσικολόγους, πρέπει να δείξουν τι ωραία ιταλικά ξέρουν.
Όταν όμως βρουν κανέναν Τζάνι ή Τζοβάνι του βάζουν το
γιώτα μετά το τζ, λένε Τζιάννι και Τζιοβάνι, πράγμα που είναι λάθος προφορά,
έχω να τους πω η ιταλομαθής. Αλλά το θέμα δεν είναι τα ιταλικά, είναι τα
ελληνικά.
Στα ελληνικά
κλίνουμε τις εξελληνισμένες λέξεις και το πόσο εξελληνίζονται εξαρτάται
τελικά και από το πόσο τις κλίνουμε.
Ας πούμε το ευρώ, καλύτερα να το είχαμε κάνει «το ευρό,
του ευρού, τα ευρά, των ευρών» και να μην είχαμε χρεοκοπήσει, παρά που το
κρατήσαμε άκλιτο στη γλώσσα και του δώσαμε και κατάλαβε στις τράπεζες.
Το παλτό και το στιλό, το πρώτο συνήθως κλίνεται γιατί
όλοι έχουμε παλτά, το δεύτερο συνήθως όχι, ενώ αν γράφαμε περισσότερο με τα
χεράκια μας ίσως είχαμε κάμψει τις αντιστάσεις του.
Αστειεύομαι
βέβαια, αν και σήμερα το πρωί ακούγοντας στο ραδιόφωνο μια
έξυπνη κοπέλα να διστάζει να βάλει το τζαμί στη γενική πληθυντικού, μου πέρασε
από το μυαλό η ψυχαναλυτική εξήγηση της άρνησης.
Δύσκολο να φανταστούμε στην Αθήνα ένα τζαμί, πόσο μάλλον
δυο τζαμιά.
Ωστόσο χρειάζεται ένα τζαμί επίσημο και υπάρχουν πάρα
πολλά ανεπίσημα έως κρυφά.
Οι Αφγανές μαθήτριές μου, έφηβες με μαντίλα, δεν ξέρουν
ίσως ότι το τζαμί τους είναι απολύτως ανεπίσημο, ενθουσιάζονται με τις γιορτές
του, όπως τώρα που είχαν πρωτοχρονιά, ετοίμασαν ένα τραγούδι, πήραν μέρος σε
διαγωνισμό και κέρδισαν βραβείο.
Όλ’ αυτά στο ανεπίσημο τζαμί, το μόνο μέρος που
αισθάνονται ότι δικαιούνται να κυκλοφορούν χωρίς να ενοχλούν ούτε τους πολίτες
της ξένης χώρα όπου τις έριξε η μοίρα, ούτε τους αυστηρούς γονείς τους.
Μου
τραγούδησαν το τραγούδι, μου άρεσε.
Για λίγο ξέχασα τη μαντίλα και τη μαύρη φτώχεια τους, για
λίγο ένιωσα απέναντί τους φυσιολογικά, χάρηκα ή και ζήλεψα μπορώ να πω, τα
νιάτα και τη δροσιά τους. Κάποιες διαφυγές πρέπει να βρίσκουν οι άνθρωποι, όσο
καταπιεσμένοι κι αν είναι, κάποιες διαφυγές πρέπει να είναι ανεκτές σε όλες τις
θρησκείες.
Όσο κι αν μου φαίνεται εμένα, και στους δυτικούς γενικά,
το Ισλάμ καταπιεστικό για τις γυναίκες, θα πρέπει να έχει τις βαλβίδες του,
σκέφτηκα εκείνη τη μέρα ακούγοντάς τις, πράγμα που συνηγορεί στην υπόθεση ότι
με το αληθινό, κανονικό τζαμί τα πράγματα θα είναι καλύτερα για τα κορίτσια
αυτά, όπως και για όλους τους μουσουλμάνους της Αθήνας.
Κι όπως και για τους χριστιανούς της Αθήνας εντέλει,
διότι τι χρωστάμε όλοι, χριστιανοί και άθεοι, να ζούμε σε μια πόλη που φέρεται
μισαλλόδοξα και δεν επιτρέπει, ουσιαστικά, χρόνια τώρα και ζαμάνια, να χτιστεί
ένα τέμενος μουσουλμανικό, να υποχρεωνόμαστε να βλέπουμε ανθρώπους να πηγαίνουν
σε υπόγεια να λειτουργηθούν, σε πρώην μαγαζιά, μέσα σε κλίμα παρανομίας και
ταπείνωσης;
Μήπως νιώθουμε ανώτεροι έτσι;
Το ακριβώς αντίθετο. Κατώτεροι και δειλοί.
Όλοι μας
έχουμε προκατάληψη απέναντι στους μουσουλμάνους, δεν μεγαλώσαμε στο
φεγγάρι, σ’ αυτή τη χώρα μεγαλώσαμε.
Την πρώτη φορά που είχα πάει στη Λευκωσία, θυμάμαι, πριν
τριάντα χρόνια σχεδόν, όταν με ξύπνησε χαράματα η φωνή του μουεζίνη είχα
πλημμυρίσει τρόμο και φοβίες. Πολύ αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη και την
Ισπάρτα, τη μακρινή πατρίδα του πατέρα μου, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι και
τόσο άσχημο το θρησκευτικό κάλεσμα. Είχα εντρυφήσει στο μεταξύ στο τραγούδι
«μπιρ Αλλάχ», ένα θαυμάσιο εργαλείο πολυπολιτισμικής καλλιέργειας.
(Σαν βγαίνει ο
Χότζας στο τζαμί/ Αργά σαν σουρουπώνει/ Κι όταν θα πει το μπιρ Αλλάχ/ μπιρ
Αλλάχ το στήθος μου ματώνει…)
Κακά τα
ψέματα, όπως ο χριστιανισμός απλώθηκε σε μια
αυτοκρατορία που ήταν στην εποχή της κοσμοκρατορία και θέλησε να είναι θρησκεία
μοναδική, έτσι και το Ισλάμ ξεκίνησε ορμητικό να κατακτήσει τον κόσμο με τη
μοναδική του αλήθεια.
Η εποχή μας είναι εξαιρετική γι αυτό το λόγο, δίνει την
ευκαιρία στους οπαδούς των δυο αυτών «κοσμοκρατορικών» θρησκειών να συνυπάρξουν
ειρηνικά, και για τη διατήρηση της ειρήνης χρειάζεται βεβαίως προσοχή στις
λεπτομέρειες, στο σεβασμό του άλλου και των συνηθειών του, από τον οποίο
απαιτείς επίσης σεβασμό.
Όλ’ αυτά είναι δύσκολα και περίπλοκα αλλά ωραία και
ενδιαφέροντα, γιατί σε οδηγούν σε διαρκείς ανακαλύψεις και πρόοδο εντός σου,
και γύρω σου, σε πολιτική και ανθρωπιστική καλλιέργεια, κι αν δεν τα έχετε ποτέ
δοκιμάσει, σας τα συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Ελπίζω να καταφέρει να τελειώσει το τζαμί, κι ας το κρατήσουν άκλιτο όσοι τους αρέσει.
Ελπίζω να καταφέρει να τελειώσει το τζαμί, κι ας το κρατήσουν άκλιτο όσοι τους αρέσει.
Άννα Δαμιανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου