27.4.13

Τραγούδια της Ηπείρου!


Ο μεγαλύτερος ποιητής μας, ο λαός, η αστείρευτη δροσοπηγή της αιώνιας και ανώνυμης ελληνικής ψυχής μιλάει αυθόρμητα και ανεπιτήδευτα στις καρδιές των ανθρώπων με το αληθινό βίωμα και τη γνήσια συγκίνηση.
Από τα αθάνατα Ομηρικά έπη μέχρι σήμερα όλοι σχεδόν οι αληθινοί ποιητές διαποτίστηκαν από το αθάνατο νέκταρ του δημοτικού μας τραγουδιού, γλύκαναν τον πόνο τους και τον καημό τους μέσα σ’ αυτή την ψυχόρμητη και πάναγνη των γνήσιων ελληνικών αισθημάτων, ιδεών και αξιών.


Η λαϊκή μούσα δεν άφησε αμνημόνευτη τη δράση των επαναστατών του 1854.
Ο σπουδαίος μελετητής και τραγουδιστής της θεσπρωτικής γης, αείμνηστος Σπύρος Μουσελίμης γράφει σχετικά:
«Τρεις περδικούλες κάθουνταν / Ψηλά στον Αϊ-Δονάτο. / Η μια τηράει το φλάμπουρο / κι η άλλη προς την Πάργα / κι η τρίτη η καλύτερη / μοιρολογάει και λέει: / Χαρείτε χτίρια του Σουλιού / πηγάδια μου γεμάτα. / Εσύ Γρίβα τα Γιάννινα / Και Κάσκαρη τοΛούρο / Και συ Νικόλα Ζέρβα μου / Την Τσαμουριά να πάρης / Το κάστρο της Παραμυθιάς / κι όλα τα τουρκοχώρια».



Για το κάστρο της Παραμυθιάς παραθέτω και το παρακάτω σπάνιο τραγούδι:
«Η ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ ΚΑΙ Ο ΧΑΝΤΣΕΡΗΣ
Ο Χαντσερής εκίνησε, πήγε να κυνηγήσει κι εγύρισε στο σπίτι του δίχως καρδιά και κρίση.
-Μάνα, η καρδιά μου με πονεί, μάνα και το κεφάλι, μάνα κι αστέρας μ’ έπιασε και θε να σκάσ’ ως το βράδυ.
-Ούτ’ η καρδιά σου σε πονεί ούτε και το κεφάλι, μόν’ είδες την ηλιογέννητη σ’ ηύρε μεγάλη ζάλη. Να στείλω τους γραμματικούς, να στείλω δεσποτάδες να πουν να γράψουν τα προικιά, να στείλω κι αφεντάδες. Επήγαν κ’ ετσιοκάνισαν του αφεντός την πόρτα. Κάθονταν η Ηλιογέννητη με πεντακόσιες σκλάβες κι άλλες φορούνε κίτρινα κι άλλες φορούν γαλάζια, γαλάζια, καταγάλανα, λογιούντ’ αρχοντοπούλες κ’ εκείνη τους ερώτησε ποιοι είναι και τι θέλουν.
-Μας έστειλεν ο Χαντσερής γυναίκα να σε πάρη.
-Δε θέλω το κορμάκι μου κούτσουρο στην αυλή μου να καλλιγώνουν τα’ άλογα, να δένουν τα μουλάρια. Δε θέλω τα ματάκια μου του κάστρου μου μασγκάλια.
-Σαν τα’ άκουσεν ο Χαντσερής πολύ του κακοφάνη, φορτώνει μούλα με φλωρί στη μάγισσα την πάνει και σαν τον είδ’ η μάγισσα τον καρδιοχτυπημένο πουχε τη λύπ’ στο πρόσωπο και το χτικιό γραμμένο, τον ερωτά η μάγισσα, τον ερωτά, του λέγει: Μήνα οι κλέφτες σώκαψαν τα σπάρτα και το κάστρο; Τον αδερφό μη σώσφαξαν τον πολυαγαπημένο;
-Ούτε τα κάστρα μώκαψαν κι εγώ αδερφόν δεν έχω, μόν’ είδα την Ηλιόγεννη, θα πέσω ν’ απεθάνω.
-Εύρε, ξυρίσου φράγκικα και ντύσου στα γυναίκεια και σύρε και τσοκάνισε την εδική της πόρτα.
-Ποιος είσαι; Ποιος τσοκάνισε τα σίδερα της πόρτας; Εγώ είμ’ η εξαδέρφη σου απ’ τον Αϊ-Δονάτο, μ’ έστειλεν η μανούλα μου χρυσό πλουμπί να μάθω.
-Καλώς ήρθες, ξαδέρφη μου απ’ τον Αϊ-Δονάτο. Την φίλησε γλυκά γλυκά, σφιχτά την αγκαλιάζει κι από το χέρι πιάνοντας ψηλά την ανεβάζει. Άρχισε και της έδειχνε χρυσό πλουμπί να μάθη, μόνε φωτιά της άναψε, ποτέ δεν το είχε πάθει και το πλουμπί σαν σκόλασε της έδωκε τη ρόκα.
-Κακό ζακόνι πώχετε σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, ολημερίτσι το πλουμπί κι από βραδύς τη ρόκα! Ενύχτωσε κ’ εβράδυασε και πήρε να σκοτίση κι ο Χαντσερής δε φάνηκε σαν μόσχος να μυρίση, με τα λιανοκουτάβια του τους κάμπους να γεμίση.
-Ενύχτωσε, Ηλιογέννητη, πήρε να σκοταδιάση, πάνουν οι κούκοι στες φωλιές και τα θεριά στες κοίτες κ’ εγώ το έρημο πουλί πούθε να μείνω βράδυ;
-Σώπα, σώπα, ξαδέρφη μου, κοιμάμαι με τες δούλες.
-Εγώ είμαι βασιληώς παιδί και βασιληώς αγγόνι και τώρα καταντήθηκα να κοιμηθώ με δούλες;
-Σώπα, σώπα ξαδέρφη μου, θα κοιμηθούμ’ αντάμνα. Σαν κοιμηθήκανε τα δυο κι ο ήλιος δυο σαίτες πέρασε τα ψηλά βουνά κ’ έλυωσε και την πάχνη ο Χαντσερής σηκώθηκε στη μάνα του να πάη.
-Μάνα, για δέσε τα θερνά, μάν’ άνοιξε τες θύρες, τι θάρθ’ η Ηλιογέννητη νύφη σου για να γένη.
-Σύρε, παιδί μου, ησύχασε κ’ εγώ θα τα ‘τοιμάσω όλα τα χρειαζούμενα και θα την καρτερέσω,
Η κόρη σαν κατάλαβε που η φλόγα της καρδιάς της άλλο από τον Χαντσερή δεν μπόρειε να σβήση, άρχισε να παραλαλή, λωλά να συτεχαίνη.
-Δούλες και φιλενάδες μου, κοπέλες της μητρός μου, ανάψτε κόκκινα κεργιά και πράσινες λαμπάδες, γιατί θε νάρθη ο Χαντσερής γυναίκα να με πάρη.
Κινά η Ηλιογέννητη στου Χαντσερή να πάη στον πύργο του τον ανηκουστόν, μέσ’ τα’ Αϊδονά το κάστρο, ζάρκα και γυμνοκέφαλη, κακά σιγουρεμένη. Στον δρόμον όπου πήγαινε για νάμπη μέσ’ το κάστρο, ηύρε γυναίκα μάγισσα, χίλιων χρόνων γυναίκα, που τέτοια λόγια την ρωτά, τέτοια λογής της λέγει:
Ποιος είδεν ήλιο το βραδύ, άστρι το μεσημέρι, ποιος είδε την Ηλιόγεννη περβατή στους δρόμους, ζάρκα και γυμνοκέφαλη, κακά σιγουρεμένη; Κόρη, σύρε τσοκάνισε του Χαντσερή την πόρτα.
-Πού είδες εσύ τον Χαντσερή, μάγισσα, που τον ξέρεις;
-Ποιος δεν ξέρει τον ήλιο, δεν ξέρει το φεγγάρι, δεν ξέρει και τον Χαντσερή από τον Αϊ- Δονάτο; Σύρε, κόρη, τσιοκάνισε την εδική του πόρτα.
Πηγαίν’ η Ηλιογέννητη στην πόρτα και χτυπάει. Ηύρε τες θύρες του κλειστές κι άρχισε να φωνάζη: Άνοιξε, μάγισσας παιδί, της μάγισσας αγγόνι, που μ’ έκαμαν τα μάγια σου και περπατώ στους δρόμους. Αν είναι από τα μάγια σου εδώ γι’ ας απεθάνω κι αν ίσως είν’ απ’ τον Θεό, στο σπίτι μου να πάνω.
Εξύπνησεν ο Χαντσερής και σκούζει και βριάζει, βρίσκει τες πόρτες του κλειστές και τα θεριά λυμένα, βρίσκει και την Ηλιόγεννη στη θύρ’ αποθαμένη. Χρυσό μαχαίρι έβγαλε στ’ αστήθι του το μπήγει κοντά στην Ηλιογέννητη ξεψύχησε, πεθαίνει.
Ο νιος γίνηκε κάλαμος, η κόρη κυπαρίσσι, κι όνταν φυσάη ο άνεμος τα γέρνει και φιλιώνται. Κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν απ’ τα’ Αϊδονά τον κάμπο κάνουν σημάδι του σταυρού και τα μοιρολογιούνε:
Για ιδές τα, τα λιγόημερα, τα λιγοφτουρημένα, δεν εφιλιώνταν ζωντανά, φιλιώνται πεθαμένα!»
(Από το βιβλίο μου: Ο ΑΓΙΟΣ ΔΟΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ, σελ. 60-63)
Επίσης από την ευρύτερη περιοχή της Παραμυθιάς είναι και τα παρακάτω αξιοπρόσεκτα τραγούδια:
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ
Δίνω δίνω νέμορφη / Δίνω καμαρωμένη, / σου τάζουν τα’ άσπρα πρόβατα / και το φεγγάρι γίδια / σου τάζω τ’ αρχοντόπουλο / πολύ προικιό γυρεύει, / σου τάζω μύλους δώδεκα / κι όλους τους μυλωνάδες. / Ένας αλέθει με νερό / Ο άλλος με το δράχτι. / Ο τρίτος ο καλύτερος / Αλέθει το πιπέρι / Να πιπεριώσουν τα φαγιά / Να φαν’ οι συμπεθέροι
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΝΥΦΗΣ
Μη στεναχωριέσαι κόρη που θα πας σε ξενοχώρι / Ο πατέρας σου θα ζει / Κι όπου να’ σαι θα σε βρει. / Τα αδερφάκια σου θα ζουν / Κι όπου να’ σαι θα σε βρουν. / Φεύγω μανούλα φεύγω / Ράχες θα σκαπετήσω, / Τον κόσμο δεν γνωρίζω. / Δεν στόπα εγώ μωρ’ μάνα / Πριν από μια εβδομάδα / Καλέσματα μη βγάζεις / Τους ξένους μην τους κράζεις.


ΜΕ ΓΕΛΑΣΑΝ ΤΟΥΤΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Με γέλασαν τούτα πουλιά / Της άνοιξης τα’ αηδόνια, / Ο χάρος δεν με παίρνει. / Βάνω και φτιάχνω / Τα σπίτια μου τα μαρμαροχτισμένα, / Στο παραμύθι κάθομαι, / Τους κάμπους αγναντεύω. / Βλέπω το χάρο πούρχεται / Στο γρίβα του καβάλα, / Πιάνει μου τρέμει το κορμί, / Μου κόβονται τα χέρια. / Καλημέρα σου λεβέντη μου, / Καλώς το χάρο πούρθε. / Εγώ έρχομαι λεβέντη μου / Ψυχούλα να σου πάρω. / Δίχως ανάγκη κι αρρώστια / Ψυχούλα δεν μου παίρνεις. / Εγώ είμαι άξιος και γλήγορος / Ψυχούλα να στο πάρω. / Έλα για να παλέψουμε / Στα μαρμαρένια αλώνια. / Και νίκησε ο χάροντας / Ψυχούλα να του πάρει. / Άσε με χάρε μ’ άσε με / Πέντε, έξι, δέκα μέρες. / Γιατί έχω παιδιά στην ξενιτιά, / Για να τους στείλω νάρθουν. / Γιατί τα σπίτια μου τα μαρμαροχτισμένα / Μου απομείναν έρμα.

Αναστάσιος Μπίγγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου