2.4.13

Ποιος Ρεχάγκελ και πάπαλα;


Δεν ήμουν από αυτούς που η κατάκτηση του Euro το 2004 άλλαξε τη ζωή τους.
Ίσως επειδή δεν έβρισκα ενδιαφέρον να υποστηρίζω μια ομάδα που υποστηρίζουν όλοι (σε ποιον θα έκανα καζούρα την επομένη;).
Ίσως επειδή είχα καταλάβει πως η επιτυχία αυτή θα τσίγκλαγε ακόμη περισσότερο το τέρας του εθνικισμού και της ελληνικής «υπεροχής».
Ίσως επειδή έβλεπα πως όλος αυτός ο άθλος δεν είχε να κάνει με την όποια «άνθηση» του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά μόνο με μια εξωφρενική αρμονία συγκυριών, το φορμάρισμα συγκεκριμένων παιχτών και τη μαεστρία ενός μεγάλου προπονητή, για τον οποίο και θα μιλήσουμε παρακάτω.


 Εκείνη την εποχή, πίστευα πως ήμουν ο μόνος.
Σήμερα, βλέπω πως υπήρχαν και πολλοί άλλοι που ένιωθαν έτσι.
Και χειρότερα μάλιστα.
Η στιγμή που ο –εξαιρετικά φιλέλληνας σε εκείνο τον τελικό– Γερμανός διαιτητής Μάρκους Μερκ σφύριξε τη λήξη του 1-0 επί της Πορτογαλίας πρέπει να υπήρξε η χειρότερη στη ζωή τους και να τους βύθισε σε βαθιά κατάθλιψη – πριν καταφτάσει το 2010 το Μνημόνιο για να τους αποτελειώσει.
Εννοώ, δεν εξηγείται διαφορετικά…


Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να δικαιολογηθεί το άσβεστο μίσος που έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στον αδιαμφισβήτητο αρχιτέκτονα εκείνης της εξωπραγματικής επιτυχίας, τον Ότο Ρεχάγκελ.
Xρειάστηκε μια απλή αφορμή: η ανακήρυξη του πάλαι ποτέ «Ρεχακλή» σε επίτιμο πρέσβη της Γερμανίας στη χώρα.
Από κείνη την στιγμή, το τι ειπώθηκε και τι γράφτηκε εναντίον του δεν το χωρά ο ανθρώπινος νους.
Τι «ραμολί», τι «βαψομαλιάς», τι «αλήτης», τι «πουλημένος» τι «καραγκιόζης»... Μάθαμε πως εκείνο το Euro το κατέκτησαν οι «παιχταράδες που είχαμε», ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που διαχώρισαν σθεναρά τη θέση τους, τονίζοντας πως απείχαν πεισματικά από τους πανηγυρισμούς εκείνης της 4ης Ιούλη, πριν εννέα χρόνια. Περίεργο.
Εγώ δεν θυμάμαι σχεδόν κανένα να απέχει.
Όπως δεν θυμάμαι κανένα να απέχει από τις αλήστου μνήμης (σήμερα) συγκεντρώσεις για το Μακεδονικό.
Όπως θυμάμαι τα εκατομμύρια κόσμου στις αλήστου μνήμης (σήμερα) «λαοσυνάξεις» του Χριστόδουλου.
Στην Ελλάδα, όμως, το παρόν και το παρελθόν είναι δύο παράλληλα σύμπαντα τα οποία δεν τέμνονται ποτέ.
Ας κόψουμε λίγο την πλάκα.
Σε μια οποιαδήποτε χώρα, η συγκεκριμένη έμπνευση της Άγγελα Μέρκελ θα έπιανε τόπο.
Σε μια εποχή που Ελλάδα και Γερμανία απομακρύνονται (με εγκληματικά λάθη εκατέρωθεν) σε όλα τα επίπεδα η τοποθέτηση ενός τόσο αγαπημένου και δημοφιλούς προσώπου στο ρόλο του «μεσολαβητή» θα αποτελούσε κίνηση-ματ και θα έδειχνε, με τον πιο γλαφυρό τρόπο, πως οι δύο λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν.
Εδώ όμως είναι Ελλάντα (που θα έλεγε και ο έτερος φιλέλληνας Γιάτσεκ Γκμοχ).
Η αχαριστία είναι εθνικό σπορ.
Άσε που ο Ρεχάγκελ πάντα χάλαγε τη μανέστρα του (αριστερού η δεξιού) Ελληνάρα. Ο θρίαμβος του 2004 όφειλε να είναι μια αποθέωση του ελληνικού DNA.
Μια συνέχεια του άθλου των Tριακοσίων (χωρίς όμως τη σφαγή του Τζέραρντ Μπάτλερ και της παρέας του στο φινάλε).
Αλήθεια... Πόσο πιο όμορφο θα ήταν στη θέση του Γερμαναρά να είχε υπάρξει ένας νεαρός Έλληνας φοιτητής κάποιας προπονητικής σχολής...
Από την άλλη, οι Ταλιμπάν αυξάνονται με μαθηματική ακρίβεια.
Ή μάλλον αποθρασύνονται καθώς πάντοτε υπήρχαν, απλώς η κρίση τούς επέτρεψε να βγουν στην επιφάνεια.
Όποιος τολμήσει να αντιτεθεί στις αριστεροπατριωτικοαντμνημονιακές ιδεοληψίες τους, πρέπει να κατεδαφιστεί με λύσσα.
Ειδικά αν είναι ξένος.
Ειδικά αν είναι πετυχημένος.
Λάθος κάνατε λοιπόν, κερα-Μέρκελ μου.
Καλύτερα να βάζατε κανέναν Φον Φούφουτεν.
Γιατί ο Φον Φούφουτεν θα ήταν και άγνωστη φάτσα, οπότε τα γιαούρτια και τις μάπες θα τις έτρωγε κάποιος άλλος.
Όπως ο Γερμανός πρόξενος, που τις έφαγε στη θέση του Φούχτεν (που λέει κι ο Καμμένος).
Όπως ο γνωστός θεατρικός σκηνοθέτης που τις έφαγε στη θέση γνωστού «μνημονιακού» δημοσιογράφου.
Όπως ο σκιτσογράφος εβδομαδιαίας εφημερίδας που τις έφαγε στη θέση κάποιου ανώνυμου «μπάτσου».
Χμμμ... Τώρα που το σκέφτομαι, ο Φερνάντο Σάντος καλά θα κάνει να φυλάγεται...

Θανάσης Χειμωνάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου