Στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο του λαού στην
εξουσία, το επίθετο «λαϊκός» ήταν το απαραίτητο πρόσημο πάσης υπεραξίας.
Από τα Μουσεία Λαϊκής Τέχνης ως τους λαϊκούς
τραγουδιστές, το λαϊκό θέατρο και τον λαϊκό καπιταλισμό, ο εναγκαλισμός του
περιούσιου, υπό τη μορφήν επιθετικού προσδιορισμού, υπήρξε ένας πρώτης τάξεως
επαγγελματικός προσανατολισμός.
Στην αντίπερα όχθη συνωστίζονταν οι λίγοι, οι
διεφθαρμένες ελίτ, όσοι ανάλγητοι και υπερόπτες πάθαιναν ναυτία από τους
κραδασμούς της λαϊκής ψυχής.
Καμία πολιτική δεν ευδοκίμησε στον τόπο αν δεν θυσίαζε
ένα έστω δάκρυ στον βωμό του «λαϊκού».
«Μόνο να γράφει τ’ όνομά του κι εκείνο το ’μαθε μισό». Έτσι
ξεκινούσε ο ύμνος της 3ης του Σεπτέμβρη, προς τιμήν του πατριάρχη πάσης
λαϊκότητας, του Γιάννη Μακρυγιάννη.
Ο στρατηγός που έμαθε γράμματα για να πει τον πόνο του
έγινε ο πρώτος άγιος στο μαρτυρολόγιο της λαϊκής ψυχής.
Απέναντί του στέκονταν οι εγγράμματοι Φαναριώτες, οι
τυραννικοί Βαυαροί και ο γαλλόδουλος Ιωάννης Κωλέττης, διαβόλοι και τριβόλοι,
που κατέτρωγαν τις σάρκες της αγνότητάς του.
Ο καθαγιασμός του Μακρυγιάννη χάραξε και την πνευματική
γραμμή της λαϊκής κυριαρχίας.
Όσοι θέλησαν να την υπηρετήσουν έπρεπε να περιφρονούν
τους εγγράμματους και τα γράμματά τους, που διαφθείρουν αναγκαστικά, και να
ξέρουν πως ό,τι κι αν λένε οι Φραντσέζοι και οι Βαυαροί το λένε εκ του πονηρού.
Ήταν λίγο ως πολύ το στίγμα που ακολούθησε η πορεία της
ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Όπως αποδεικνύεται σήμερα, είναι ένα σχήμα πολύ
ισχυρότερο από οποιονδήποτε άλλον διαχωρισμό ή διχοτομία.
Υπερβαίνει ακόμη και τη διχοτομία Δεξιάς και Αριστεράς ή
την κοινωνική απόσταση που χωρίζει τα ισχυρότερα από τα ασθενέστερα οικονομικά
στρώματα.
Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη διαφήμιση της πλουτοκώσταινας που
παρουσίαζε τον «Έλληνα Κροίσο» στο νησί του.
Ήταν πολυεκατομμυριούχος, αλλά παρέμενε αραχτός και
υπέρβαρος, κοινώς δεν είχε αποβάλει τα χαρακτηριστικά της λαϊκής του
ταυτότητας.
Αυτήν την ταυτότητα που η Ελλάδα προστάτευε με πείσμα όσο
κάλπαζε στον δρόμο της ευμάρειας.
Αυτή η ταυτότητα πέρασε στην εκπαίδευση και μέσω της
εκπαίδευσης κυριάρχησε στην κοινωνική συμπεριφορά.
Δεν χρειάζεται να μάθεις γράμματα, παιδί μου. Αρκεί να
μάθεις να τη βγάζεις στον άδικο τούτο κόσμο και να μάθεις να γλεντάς.
Σήμερα που τα χρήματα τελείωσαν, μείναμε μόνοι με τη
λαϊκή μας ταυτότητα.
Το αίσθημα της αδικίας δικαιώνεται με την απομάκρυνσή μας
από την υπόλοιπη Ευρώπη, και κατά συνέπεια από τον υπόλοιπο κόσμο.
Αλήθεια, ποιο είναι το «λαϊκό» στην Ελλάδα του 2013;
Είναι ο ιδιοκτήτης της καφετέριας που δεν κόβει απόδειξη;
Είναι ο αγανακτισμένος που θέλει τη δραχμή για να
ησυχάσει; Είναι ο δάσκαλος που δεν δέχεται την αξιολόγηση;
Ή μήπως είναι ο χρυσαυγίτης που, παιδί του λαού ο ίδιος,
χτυπάει όποιον μαυριδερό βρει στον δρόμο του;
Ακόμη και η Αριστερά έχει ξεχάσει τις διεθνιστικές
προδιαγραφές του πολιτικού της σχεδίου προκειμένου να απολαύσει τη θαλπωρή της
λαϊκής ψυχής.
Και γιατί ο υπερήφανος οδηγός του ταξί που πετάει το
τσιγάρο του στον δρόμο είναι πιο «λαϊκός» από τον πελάτη που διαμαρτύρεται;
Ο επιθετικός προσδιορισμός «λαϊκό» έχει γίνει το δοχείο
που περιλαμβάνει έναν χυλό από όπου ξεχωρίζουν μόνον τα αντανακλαστικά μιας
αθεράπευτης δυστροπίας.
Την δυστροπία αυτήν τη μεγεθύνουν αποτελεσματικά κάθε
βράδυ τα τηλεπαράθυρα. Εκεί, διάφορες ασώματες κεφαλές το μόνο που σου λένε
είναι πως κάνεις καλά να μην ανέχεσαι ούτε τον διπλανό σου.
Η καταθλιπτική κατάντια του Κοινοβουλίου, με τις βρισιές
και τη μαγκιά να εμφανίζονται ως πρόγραμμα σωτηρίας της χώρας, δεν είναι τίποτε
άλλο από την προσπάθεια των ανθρώπων αυτών να μιλήσουν με το λεξιλόγιο της
λαϊκής ψυχής.
Δεν δυσκολεύονται γιατί, όπως αποδεικνύεται, είναι και
δικό τους.
Ακόμη και ο λαϊκισμός τους είναι κακότεχνος, γιατί είναι
πρωτογενής.
Ας παραδεχθούμε όμως κάτι. Αυτήν την περιγραφή της
«λαϊκής» ψυχής και συμπεριφοράς την έχουν δώσει οι ελίτ της χώρας.
Κουβαλούν μέσα τους πολλή περιφρόνηση, και την κυνική
πεποίθηση πως η ελληνική κοινωνία είναι τόσο υπανάπτυκτη ώστε είναι έτοιμη να
δεχθεί ότι αυτοί που έχτισαν τον Παρθενώνα φορούσαν φουστανέλες.
Η συγγραφική γενιά του ’30, αυτή που ανέδειξε τον «λαό»
ως οντότητα και τον έφερε στο κέντρο της υπαρξιακής αναζήτησης της σύγχρονης
Ελλάδας, αν μη τι άλλο τον αντιμετώπιζε με σεβασμό.
Οι σημερινοί Ελληναράδες προβάλλουν πάνω τους όλες τις
δικές τους αναπηρίες, με πρώτη και καλύτερη την κατεστημένη τους αμορφωσιά.
«Τι ο λαός, τι μη λαός και τι τ’ ανάμεσό τους;»
Παραφράζοντας τον ποιητή που αναρωτιόταν για τον Θεό,
οφείλουμε να ψάξουμε τους τρόπους επαναπροσδιορισμού των όρων.
Γιατί η πολιτιστική επανάσταση που χρειάζεται ο τόπος,
απαιτεί κατ’ αρχάς την αναζήτηση της χαμένης σημασίας των λέξεων.
Τάκης Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου