Ας αρχίσουμε με κάτι που μάλλον θα μας βρει όλους
σύμφωνους: Εδώ και μερικές δεκαετίες το κίνημα κατά του δημοσίου και υπέρ του
ιδιωτικού –για να μιλήσουμε γενικά– κατάφερε να διανύσει μια τεράστια απόσταση·
ξεκίνησε ως ιδέα κάποιων περιθωριακών διανοούμενων και πολιτικών και τελικά
έγινε δόγμα που η μεγάλη πλειονότητα της διεθνούς ελίτ θεωρεί αυτονόητο.
Έτσι, έννοιες όπως π.χ. κοινωνικό κράτος, αλληλεγγύη,
ισότητα, συλλογικό αγαθό, μπορεί να μνημονεύονται μερικές φορές στον ρητορικό
λόγο των πολιτικών, αλλά τα (επειγόντως) ζητούμενα είναι άλλα και αντίστροφα:
ανταγωνιστικότητα, ελευθερία επιλογής για το άτομο, συρρίκνωση του κράτους,
μείωση της φορολογίας, απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Η ιδεολογία αυτή δεν καθιερώθηκε από τη μια μέρα στην
άλλη.
Η «νέα σκέψη» προωθήθηκε σταδιακά και συστηματικά, με
έναν αποτελεσματικό συνδυασμό εμβριθών αναλύσεων και χοντροκομμένης προπαγάνδας
που στόχο είχε το δημόσιο και τις «καταχρήσεις» του, τις οποίες, οι λάτρεις του
ιδιωτικού άλλοτε εφεύρισκαν και πάντοτε διόγκωναν.
Και αυτό μάλιστα σε χώρες όπου το κοινωνικό κράτος
λειτουργούσε αποδοτικά και είχε να επιδείξει τεράστιες επιτυχίες, στελεχωμένο
αξιοκρατικά, με ρίζες στην πολιτική κουλτούρα της Αριστεράς και της
Κεντροαριστεράς.
Σε αυτές τις χώρες δεν συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα· εδώ
αλλιώς είχαν και έχουν τα πράγματα, όσο κι αν κάποιοι κάνουν πώς δεν το
βλέπουν.
Γιατί η Ελλάδα, ιδίως μετά το 1981, άρχισε να μοιάζει
επικίνδυνα με την καρικατούρα που φιλοτέχνησε η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα με
σκοπό να πλήξει το κοινωνικό κράτος: αναποτελεσματικότητα, αναξιοκρατία,
αρτηριοσκλήρωση, κομματισμός, διαφθορά.
Κι επειδή πολλοί επικαλούνται συγκεκριμένα παραδείγματα
που δείχνουν το αντίθετο, ή ακόμα χειρότερα, συγχέουν αυτό που πρέπει να είναι
με αυτό που πραγματικά είναι, διευκρινίζω ότι κι εγώ ξέρω π.χ. πανεπιστημιακούς
που δεν θα δίδασκαν σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο (αν έρθει ποτέ αυτή η αποφράς
ημέρα) όσα και να τους έδιναν, ή γιατρούς που θα έβγαζαν πολλά λεφτά αν άνοιγαν
ιατρείο αλλά παραμένουν στο ΕΣΥ. Ξέρω όμως πολύ περισσότερους που –για να το πω
κομψά– μπήκαν στο Δημόσιο όχι για να προσφέρουν αλλά για να επωφεληθούν.
Και κρίνοντας από ιδιωτικές συζητήσεις, τους ξέρουν και
οι ριζοσπάστες αριστεροί. Άλλο όμως τι πιστεύουμε, κι άλλο τι λέμε δημοσίως
επειδή συμφέρει το κόμμα μας.
Όχι μόνο σήμερα, αλλά και πριν από την τρόικα.
Ιδού λοιπόν το ερώτημα: Τώρα που οι υπέρμαχοι της
ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με τη βοήθεια των δανειστών μας, έχουν το πάνω χέρι,
πώς αντιδρούμε;
Ομολογώ ότι εύκολη απάντηση δεν υπάρχει γιατί το πρόβλημα
είναι δυσεπίλυτο και θέλει πολύ λεπτούς χειρισμούς, εφόσον η διάσωση του
Δημοσίου προϋποθέτει την εξυγίανσή του. (Να μια ωραία αντίφαση για τους
δεδηλωμένους μαρξιστές!)
Στο επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης, οι επικρίσεις
τις οποίες δέχεται ο δημόσιος τομέας σίγουρα οπλίζουν το χέρι εκείνων που για
ιδεολογικούς λόγους επιδιώκουν να τον υπονομεύσουν.
Μπορούμε όμως να τον υπερασπιζόμαστε αποτελεσματικά
αγνοώντας ή εκλογικεύοντας τις γνωστές σε όλους μας παθογένειες;
Πώς δεν θα γυρίσουμε πίσω στα παλιά, όπως λένε οι πάντες,
όταν κάνουμε πως δεν βλέπουμε πράγματα που βγάζουν μάτι;
Πώς θα αναδείξουμε όσους δουλεύουν και δουλεύουν σκληρά
για το Δημόσιο αν δεν καταγγείλουμε όσους το εξευτελίζουν;
Φοβάμαι ότι η διελκυστίνδα ανάμεσα στους αμιγώς
νεοφιλελεύθερους και τους «αριστερούς» θα συνεχιστεί.
Και οι μεν πρώτοι, με τον αέρα στα πανιά τους, δεν
διστάζουν να μιλήσουν καθαρά και να πουν τι θέλουν.
Οι άλλοι όμως, έχουν σιωπηρά αλλάξει τους όρους της
συζήτησης: οι τύχες της Αριστεράς ταυτίζονται απολύτως με τις τύχες του
κόμματός τους, και συνεπώς το μόνο κριτήριο είναι τα εκλογικά του ποσοστά.
Ό,τι τα ανεβάζει είναι καλό και αριστερό.
Ό,τι τα κατεβάζει, κακό και δεξιό.
Έτσι, αντί για πολιτικό θάρρος και γόνιμο προβληματισμό
–δύσκολα πράγματα και ασύμβατα με τη δημαγωγία, αλλά αυτό δεν περιμένουμε από
την Αριστερά;– θα επιμείνουν στην ίδια τακτική: πολεμικές ιαχές, εύκολες
κουβέντες και ατάκες που φέρνουν ψήφους.
Γιώργος Γιαννουλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου