Η δυστυχώς οικεία
σε όλους μας οικονομική ύφεση διανύει πλέον τον 6ο χρόνο της, χωρίς ουσιαστικά
εμφανή σημάδια ανάκαμψης για το 2013, ίσως ούτε για το 2014.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές, εκ της φύσεως τους
μακροπρόθεσμης απόδοσης, προχωρούν με βραδύτατους ρυθμούς, οι δε
αποκρατικοποιήσεις, που ίσως θα προκαλούσαν την είσοδο σοβαρών επενδυτικών
κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία, δεν έχουν ουσιαστικά ξεκινήσει.
Σαν επιστέγασμα όλων , το κούρεμα ή η αναστολή του
προγράμματος δημοσίων επενδύσεων αποτελεί την συνήθη λύση για την άμεση μείωση
των κρατικών δαπανών κατά τις συχνές περιπτώσεις αδυναμίας επίτευξης
εισπρακτικών στόχων της κυβέρνησης.
Αν και δεν είναι γενικά αντιληπτό, η ύφεση ξεκίνησε για
τον οικοδομικό κλάδο πριν την εκδήλωση της εθνικής δημοσιονομικής κρίσης, και
οι κυριότερες αιτίες γι αυτό είναι οι εξής:
Η αύξηση της μέσης εμπορικής τιμής των ακινήτων ήταν
σαφώς μεγαλύτερη της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, καθιστώντας δυσχερή την αποπληρωμή των
νεότερων στεγαστικών δανείων.
Η προαναφερθείσα αύξηση προκάλεσε επίσης μείωση της
απόδοσης ακινήτων που αγοράζονταν για εκμετάλλευση, ως ασφαλής επένδυση.
Η δυναμική κατασκευών και πωλήσεων, εν όψει της επιβολής ΦΠΑ στις πωλήσεις νεόδμητων
χώρων, ήταν αναπόφευκτο κάποτε να εξαντληθεί.
Η φυσιολογική αποδυνάμωση
του ρεύματος μαζικής παλινόστησης ομογενών.
Η αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να συγκεντρώσουν κεφάλαια
από την διεθνή διατραπεζική αγορά , μετά την κατάρρευση των Bear-Sterns και Lehman Bros.
Το ήδη υψηλότατο, για
τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ποσοστό ιδιοκατοίκησης, ύψους περίπου 86%.
Η είσοδος της οικονομίας σε καθοδικότερη υφεσιακή τροχιά
μετά την εκδήλωση της δημοσιονομικής κρίσης, και τα μέτρα
σταθεροποίησης-λιτότητας πού ελήφθησαν ως συνέπεια του πρώτου μνημονίου,
επέτειναν περαιτέρω την κρίση στον οικοδομικό κλάδο και την μετέδωσαν σε
ολόκληρο τον κλάδο ακινήτων, παγώνοντας τις αγοραπωλησίες μεταχειρισμένων
κατοικιών, εμπορικών ακινήτων, οικοπέδων και αγροτεμαχίων.
Η συρρίκνωση των τραπεζικών κεφαλαίων, συνδυασμένη με την
ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων ενυπόθηκων δανείων, αποτέλεσαν το
τελειωτικό χτύπημα για την εξασθενημένη κτηματαγορά, καθώς χάθηκε και η
τελευταία δυνατότητα που είχε απομείνει για τους κατόχους ακινήτων, εκείνη της
χρήσης ως ενέχειρα έναντι δανειοδότησης επιχειρηματικών σχεδίων.
Φτάνουμε λοιπόν
σήμερα να αντιμετωπίζουμε τις εξής παράδοξες καταστάσεις:
Αν και οι αξίες των ακινήτων έχουν
καταβαραθρωθεί, η ζήτηση να παραμένει σχεδόν μηδενική.
Αν και οι παλαιές αντικειμενικές αξίες είναι πλέον
εξωπραγματικές, οι ακινητούχοι να φορολογούνται βαρέως βάσει αυτών.
Αν και οι επιχειρήσεις έχουν αυξημένες χρηματοδοτικές
ανάγκες, οι τράπεζες να μην τους χορηγούν ενυπόθηκα δάνεια.
Οι πλέον προφανείς οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες
της βαθύτατης ύφεσης στον οικοδομικό κλάδο, και της επακόλουθης μείωσης των
οικοδομικών αδειών κατά 80% μεταξύ 2007 και 2012 είναι:
Η μείωση του
κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων παραγωγής οικοδομικών υλικών, που έφτασε σε
πλείστες των κατηγοριών το 75% και προκάλεσε πολυάριθμες χρεωκοπίες.
Η μείωση του κύκλου εργασιών των κατασκευαστών δημοσίων
και ιδιωτικών έργων, που οδήγησε σε αναστολή δραστηριότητας την πλειοψηφία των
επιχειρήσεων του κλάδου.
Η είσοδος σε μακροχρόνια ανεργία τεράστιου αριθμού
εργαζομένων, οδηγώντας τους ίδιους και τις οικογένειες τους σε απόγνωση και τα
ασφαλιστικά ταμεία σε ανεπάρκεια διαθεσίμων.
Η μείωση κύκλου εργασιών των λατομείων-ορυχείων,
αποδυναμώνοντας κεφαλαιακά την εξαγωγική προσπάθεια που είχαν ξεκινήσει αρκετές επιχειρήσεις του
κλάδου.
Είναι
ολοφάνερο πως μια «παραδοσιακή» οικονομία σαν την ελληνική, όπου δεν έχει δοθεί
έμφαση στους τομείς της γνώσης και της καινοτομίας, όπου ο κάποτε προσοδοφόρος
εξωστρεφής κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας στερείται επενδύσεων την τελευταία
εικοσαετία, όπου ο κλάδος της γεωργοκτηνοτροφίας και των τροφίμων πρόσφατα
άρχισε να βγαίνει από την φενάκη των επιδοτήσεων, μια τέτοια εθνική οικονομία
να στερηθεί τον δυναμισμό, την τεχνογνωσία και τον σύγχρονο εξοπλισμό που έχουν στην διάθεση
τους οι επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες του ευρύτερου κλάδου της οικοδομής.
Η σε γενικές γραμμές διαρκής ανάπτυξη του κλάδου επί 60
περίπου χρόνια είχε σαν αποτέλεσμα συνεχείς επενδύσεις σε μηχανήματα, σε
συστήματα τήρησης ποιότητας, σε εκπαίδευση προσωπικού, σε ανάπτυξη νέων προϊόντων,
σε ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και κατασκευής, σε αυξανόμενη
εξωστρέφεια, σε διαχείριση μεγάλων και σύνθετων επενδυτικών έργων.
Είναι δεδομένο πως η απαξίωση του ευρύτερου οικοδομικού
κλάδου ρίπτει όλο αυτό το σημαντικότατο υλικό και άυλο κεφάλαιο στον κάλαθο των
αχρήστων!
Πέρα όμως από τις προαναφερθείσες προφανείς αρνητικές
συνέπειες υπάρχει και κάποια ακόμη, ίσως η καταστροφικότερη, για την οποία δεν φαίνεται να έχει επιδειχθεί το αναγκαίο
ενδιαφέρον από κυβερνητικής πλευράς.
Ο μέσος μικρομεσαίος έλληνας, για διάφορους λόγους,
αποθεματοποιούσε την περιουσία του σε ακίνητα.
Ήταν μια ασφαλής επένδυση, χαμηλά φορολογούμενη, με
τουλάχιστον αξιοπρεπή απόδοση, που εύκολα μπορούσε να πωληθεί ή να αξιοποιηθεί.
Στη σημερινή συγκυρία, η κατοχή ακινήτου ομοιάζει με
κατάρα, καθώς επιφέρει βαρύτατη φορολογία, όλο και πιο συχνά μένει αδιάθετη, ενώ η
ρευστοποίηση ή η ενεχειρίαση της, έστω και σε εξευτελιστική τιμή, είναι σχεδόν
αδύνατη.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η ασφυκτική
δέσμευση ενός τεράστιου ποσού, μεγαλύτερου του ΑΕΠ, σε καθεστώς πλήρους
ακινησίας.
Ενός ποσού, το οποίο, αξιοποιούμενο συντηρητικά, θα
μπορούσε άνετα να οδηγήσει την χώρα έξω από την ύφεση και να την ωθήσει στον
νέο εξωστρεφές και καινοτόμο επιχειρηματικό πρότυπο που πρόκειται να αναδειχθεί
στο αμέσως επόμενο διάστημα. Η εκ νέου δυνατότητα των ελλήνων να αξιοποιήσουν
ως κεφάλαιο την ακίνητη περιουσία τους θα απελευθερώσει
επιχειρηματικές δυνάμεις που τώρα μένουν αδρανείς, στερώντας από τον τόπο την
πολυπόθητη ίδια ανάπτυξη.
Η δε αναγέννηση της κτηματαγοράς και της οικοδομικής
δραστηριότητας θα ενισχύσουν νομοτελειακά τα δημόσια έσοδα σε υψηλότερο βαθμό
από ότι οι φόροι, επιταχύνοντας τελικά την δημοσιονομική βελτίωση.
Επιθυμώντας να συνεισφέρει στον εθνικό στόχο της
οικονομικής διάσωσης και ανάτασης αλλά και της ανάδειξης της νέας, βιώσιμης,
εξωστρεφούς και καινοτόμας επιχειρηματικότητας, ο ΣΒΒΕ συγκέντρωσε έναν αριθμό άμεσα
υλοποιήσιμων, απλών και δυνητικά ιδιαίτερα αποτελεσματικών προτάσεων, οι
οποίες, αν υλοποιηθούν, μπορούν τάχιστα να αποδώσουν καρπούς, αντιστρέφοντας το
σημερινό δυσμενέστατο κλίμα όχι μόνο για τον οικοδομικό κλάδο μα και για το
σύνολο της εθνικής οικονομίας. Οι προτάσεις αυτές είναι :
Η δραστική μείωση του φόρου μεταβίβασης κατά 50%
Η επικαιροποίηση και
ο εξορθολογισμός των παρωχημένων πλέον αντικειμενικών αξιών
Η μείωση των αντικινήτρων κατοχής ακινήτων, και κατάργηση
τους ειδικά για τους κατασκευαστές ακινήτων
Η κατάργηση του πρόσθετου φόρου 3% στις επαγγελματικές μισθώσεις
Η παύση «κεφαλικής» φορολόγησης μη προσοδοφόρων ακινήτων
Η παράταση της ισχύος
της διάταξης που αφορά το «πόθεν έσχες» για αγορά και ανοικοδόμηση κάθε είδους ακινήτου έως το έτος 2015.
Η υιοθέτηση κινήτρων επαναπατρισμού κεφαλαίων για
επενδύσεις σε ακίνητα και συμψηφισμός του φόρου μεταβίβασης ή του ΦΠΑ με αυτόν
που τυχόν θα επιβάλλεται στα επαναπατριζόμενα κεφάλαια…
Εκτός των , άμεσης δράσης, παραπάνω προτάσεων, υπάρχουν και άλλες, πιο
σύνθετες και μακρόπνοες προτάσεις, των οποίων ο προγραμματισμένη υιοθέτηση θα
προσέφερε ακόμη περισσότερα για την μελλοντική πρόοδο του οικοδομικού κλάδου.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την επιτάχυνση και ολοκλήρωση του
κτηματολογίου,
την άμεση χωροθέτηση και θεσμοθέτηση των όρων για την
ανάπτυξη της τουριστικής- παραθεριστικής κατοικίας με σκοπό την προσέλκυση
διεθνούς κοινού που επιθυμεί να αποκτήσει μόνιμη κατοικία στη χώρας μας,
την άμεση, ει δυνατόν, χορήγηση ενυπόθηκων
δανείων με πιο χαλαρά κριτήρια από τις Τράπεζες ίσως με πράξη νομοθετικού
περιεχομένου, την μεταβίβαση, αν κριθεί αναγκαίο, του συνόλου των τοξικών
ενυπόθηκων δανείων σε όχημα ειδικού σκοπού (bad bank), ώστε να
ελαφρυνθούν τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και να μπορέσουν αυτές να προσφέρουν νέα
ενυπόθηκα δάνεια σε υγιείς νέους λήπτες,
την Κατάρτιση Μητρώου Κατασκευαστών Ιδιωτικών Έργων
(ΜΗΚΙΕ) με αυστηρά κριτήρια (όπως στο μητρώο των δημοσίων έργων - ΜΕΕΠ) για την
μελλοντική προστασία του κλάδου, την μείωση του κόστους ΙΚΑ στην εκτέλεση
οικοδομικών έργων,
την θέσπιση ελάχιστης έκτασης για έργα εκτός σχεδίου
πόλεως, ίσης με το ισοδύναμο του μέσου ελληνικού αγρού (40 στρέμματα), με το
παραπάνω όριο να ισχύει για τουριστικές και επαγγελματικές εγκαταστάσεις
χαμηλής-μέσης όχλησης, για τις οποίες δεν θα υπάρχει περαιτέρω ανάγκη
χωροθέτησης τις μαζικές κατεδαφίσεις παλαιών κτιρίων σε υποβαθμισμένες
περιοχές, για διάνοιξη πλατειών, οδών, και χώρων στάθμευσης (τολμηρό μέτρο, που
θα μπορούσε όμως να χρηματοδοτηθεί μελλοντικά από το πρόγραμμα δημοσίων
επενδύσεων και που, εκτός της ζήτησης για νέες κατοικίες, θα αυξήσει και τις
αξίες των υφισταμένων ακινήτων στις αναβαθμισμένες περιοχές),
τον συσχετισμό της φορολογικής
επιβάρυνσης με το ενεργειακό αποτύπωμα των υφισταμένων
κτιρίων κλπ
Ελπίζουμε με την
έγγραφη αυτή παρέμβαση να επιστήσουμε την προσοχή στο ιδιαίτερο οικονομικό
πρόβλημα ενός κλάδου που μέχρι πρόσφατα ονομαζόταν «ατμομηχανή της οικονομίας»
και που μπορεί, εφόσον ανακτήσει τον δυναμισμό του, να επωμιστεί ξανά,
μεταμορφωμένος και ανανεωμένος, τον κινητήριο αναπτυξιακό ρόλο που έφερε με
επιτυχία εις πέρας για δεκαετίες.
Αντίγονος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου