29.5.13

Καμαρωτοί μιγάδες…



Βαρύγδουποι και ασυγκράτητοι εδώ και μέρες οι τίτλοι τού εγχώριου γραπτού και ηλεκτρονικού Τύπου: «Το ελληνικό αίμα άναψε φωτιές στις Κάννες.».




Και δώστου τα εγκώμια για την «ελληνικής καταγωγής» Αντέλ Εξαρχόπουλος, συμπρωταγωνίστρια στην ταινία του «γαλλο-τυνήσιου» σκηνοθέτη Αμπντελατίφ Κεσίς, που βραβεύτηκε τελικά με τον Χρυσό Φοίνικα, καθώς και για το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου που απονεμήθηκε στον πρωταγωνιστή της ταινίας Νεμπράσκα, του επίσης «ελληνικής καταγωγής» σκηνοθέτη, Αλεξάντερ Πέιν. Γιούρια, πίσω και σας φάγαμε!



Και ναι μεν η πανέμορφη Εξαρχόπουλος κάτι μας θυμίζει οπωσδήποτε με τ’ όνομά της, παρ' όλο που δεν ακούσαμε, ακόμα τουλάχιστον, από τα γλυκύτατα χείλη της καμία αναφορά στην ένδοξή μας πατρίδα και στους τιμημένους προγόνους της (παππούς ή/και γιαγιά, αν κατάλαβα καλά, τη συνδέουν μαζί μας).
Με τον Πέιν τα πράγματα είναι κάπως αλλιώς.
Το όνομά του ασφαλώς και δεν μας λέει τίποτα (το επίθετο βέβαια μετράει, που βέρο αμερικάνικο ακούγεται, κι όχι η τυχόν παραπομπή τού πρώτου ονόματός του ακόμα και στον Μεγαλέξαντρο).
Το ενδιαφέρον του όμως για την Ελλάδα, χώρα των προγόνων του, έχει κατά καιρούς όντως και δεόντως εκφραστεί.
Μην ξεχνάμε ωστόσο πως στους «Απογόνους» του, τις χαρές και τις λύπες μιας οικογένειας στη Χαβάη εξιστορούσε, ενώ στο «Πλαγίως», την ιδιαίτερη γοητεία των αμπελώνων και των κρασιών της Napa Valley εξερευνούσε.
Προφανώς, δεν είχε ακόμα ξεκάθαρα ακούσει τη φωνή τού αίματος.
Και να που, στη λησμονημένη κι από τον θεό Νεμπράσκα, ξανά μας πάει.
Ας σοβαρευτούμε, πάντως.
Τι μ’ ενόχλησε, κυρίως, στις επαναληπτικές αυτές θριαμβολογίες για το σφριγηλό «ελληνικό αίμα» που κυλάει στις φλέβες των προβεβλημένων αυτών καλλιτεχνών; Μα, αυτή η τόσο παραπειστική φρασούλα «ελληνικής καταγωγής», που ως δια μαγείας υπερακοντίζει -τι λέω; σβήνει, διαγράφει- το πολύ πιο σύνθετο βιογραφικό και όντως, έτσι, χαρισματικό ταμπεραμέντο τους.
Δεν σημαίνει τίποτα το «ελληνικής καταγωγής».
Περήφανοι μιγάδες είναι και τα δύο αστέρια μας.
Καλή ώρα σαν τον ορθώς αποκαλούμενο «γαλλο-τυνήσιο» σκηνοθέτη Κεσίς.
Και θα επιχειρήσω κι άλλον έναν συνειρμό: Ο τίτλος με τον οποίο κυκλοφορεί ήδη στην αγγλική αγορά η βραβευμένη «Ιστορία της Αντέλ» είναι «Blue is the warmest colour» (Το μπλε είναι το πιο ζεστό χρώμα). Ανάκατο αίμα μου φέρνει, εμένα τουλάχιστον, στο νου η μεταγραφή αυτή, όχι καθαρόαιμη κατάσταση.
Αλλά κι ο ακαταμάχητος έρωτας που υμνείται σ’ αυτήν την ταινία, καμία σχέση δεν έχει βέβαια με «καθαρόαιμες» συνθήκες.
Ας το πάρουμε είδηση επιτέλους, ήρθε η θριαμβευτική ώρα των μιγάδων. Προεκτείνοντας την καλλιτεχνική σκηνή, έτσι αυτοπροσδιορίζονται άλλωστε οι μεγάλοι συγγραφείς, που ανανεώνουν την αγγλική πεζογραφία και γλώσσα -Σάλμαν Ράσντι και Χανίφ Κουρέισι, μεταξύ πολλών άλλων- αγγλο-ινδός ο ένας, αγγλο-πακιστανός ο άλλος.
Κι ας αφήσουμε την ελεεινολογία των μιγάδων στο Mein Kampf του Χίτλερ κι ενδεχομένως στους εγχώριους ζηλωτές του, τους Χρυσαυγίτες -τρομάρα να τους έρθει, όταν δεν βλέπουν τον ανάμικτο νέο κόσμο που έχει καμαρωτά ανατείλει- και δε συμμαζεύεται. (Που ένας, πάντως, είναι ο καλύτερος τρόπος να τους συμμαζέψουμε: τιμώντας τους μιγάδες που είμαστε, πλέον, όλοι μας).

Δημήτρης Ποταμιάνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου