Ο δήμαρχος Μπουτάρης έχει δυο ψυχές.
Η μια ψυχή είναι του μποέμ, και η άλλη του αστού.
Ο ανθρώπινος αυτός τύπος συναντάται συχνότερα στη
λογοτεχνία παρά στην ελληνική πολιτική ζωή.
Από την μποέμ πλευρά του αντλεί την απενοχοποιημενη
χαλαρότητα και απλότητα στη συμπεριφορά, την αφοπλιστική ευθύτητα του λόγου,
αλλά και τις θυμικές αμφιταλαντεύσεις του.
Στην αστική του πλευρά χρωστάει την φιλελεύθερη ματιά,
τον κοινωνικό προοδευτισμό και μια διαισθητική αντίληψη της ποιότητας και του
αυτονόητου.
Η διπολική αυτή ταυτότητα, εκφράζεται περισσότερο ως
υπεραξία σύνθεσης, παρά ως διχαστική εσωτερική διαπάλη.
Αυτό εξάλλου είναι και το σημείο εκκίνησης που τον
καθιστά γοητευτικό άνθρωπο. Έναν άνθρωπο, που εξελίσσεται και ωριμάζει θετικά,
με την πάροδο του χρόνου, όπως τα κρασιά του.
Ο Μπουτάρης καταφέρνει να ισορροπήσει, χωρίς αυτό να
ενοχλεί, την συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία με τη μεγαθυμία, τη αθυροστομία με την
εγγενή αστική ευγένεια, τον κοσμοπολιτισμό με τη μοναχικότητα όπως ακριβώς το
κάνει πλασάροντας σε άψογη εκδοχή ένα μεταμοντέρνο dress code με σκουλαρίκι και
τατουάζ από τη μια, αλλά και με χειροποίητα δερματόδετα παπούτσια και
καλοραμμένα κομψά πουκάμισα από την άλλη.
Η Θεσσαλονίκη, τον χρειάστηκε τη στιγμή ακριβώς που
ψυχορραγούσε, μέσα στο φαιδρό τριγωνισμό του επαρχιωτισμού, του λαϊκισμού και
του αναχρονιστικού τοπικισμού.
Τη στιγμή που αναζητούσε τη χαμένη αστειότητα, τη
ανεκτικότητα στο διαφορετικό, λίγο οξυγόνο κοσμοπολιτισμού.
Ο Μπουτάρης μπορούσε να ανταποκριθεί όχι γιατί είναι ένας
επαγγελματίας πολιτικός, ούτε γιατί είναι ένας διαπρύσιος ρήτορας, αλλά γιατί
ήταν ο τέλειος μποέμ - αστός της πόλης, ένας ιδανικά αντίθετος συμβολισμός,
απέναντι στο νεοσυντηρητικο παραλογισμό, που κινδύνεψε να εγκλωβίσει σε έναν
μόνιμο γύψο την πόλη και την προοπτική της.
Στην μάχη αυτή κινούμενος με προσωπικό πολιτικό ένστικτο,
αναλαμβάνοντας ρίσκο, και μένοντας συνεπής στην προσωπική του οπτική, βγήκε
νικητής.
Αποδείχθηκε ικανός στην πολιτική διαχείριση υπό συνθήκες
πίεσης, αλλά κυρίως διορατικός στην επιμονή του να ανεβάσει το θερμόμετρο μέσω
της σύγκρουσης, της προκλητικής επικοινωνίας και μιας ακομπλεξάριστης θεώρησης,
απέναντι στο φθαρμένο αξιακό πλαίσιο της πόλης.
Ο Μπουτάρης, άνθρωπος φιλελεύθερης «πολιτικής κοπής»,
είναι κάθε άλλο παρά τυπικό δείγμα του κλασικού μεταπολιτευτικού προτύπου.
Στην πραγματικότητα είναι διαφορετικός ακόμη και από τους
δικούς του, καθώς κανείς εκ' των συνοδοιπόρων του, δεν έχει και τόσο εμφανείς
κοινωνικές, ψυχολογικές άλλα και πολιτικές ομοιότητες με τον ίδιο.
Πίσω από τον Μπουτάρη στοιχήθηκε σύσσωμο το λεγόμενο
προοδευτικό ρεύμα της Θεσσαλονίκης , συγκροτώντας μια μάλλον ανομοιογενή
πολιτική ομάδα.
Ο κυρίαρχος πυρήνας της πολιτικής αντίληψης, δεν ξέφυγε
από το κλασικό αυτοδιοικητικό στερεότυπο.
Το αφήγημα της συλλογικής προσπάθειας και της παράταξης,
λειτούργησε ως κινητήριος μύθος μέχρι ενός σημείου, αλλά όχι και τόσο αποδοτικά
στην πράξη.
Η βουλιμική αφοσίωση στη διαχείριση της εξουσίας ροκάνισε
τον πολιτικό ρομαντισμό.
Οι προσωπικές ματαιόδοξες τροχιές επιβλήθηκαν και
εκτοπίσαν τη συλλογική προοπτική.
Σε επίπεδο πολιτικής αποτελεσματικότητας, επομένως, οι
προσδοκίες δεν μπορεί να είναι μεγάλες.
Στον οργανωτικό - διοικητικό τομέα οι προσπάθειες
προσκρούουν στη γραφειοκρατία και στις δεσμεύσεις της δημοσιοϋπαλληλικής
δυσκαμψίας, τα σκουπίδια απαιτούν μια μικρή επανάσταση αλλαγής κουλτούρας,
μεθόδων και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και τα τεχνικά έργα και το
κυκλοφοριακό συνεθλίβησαν σε ένα αδικαιολόγητο υπερσυγκεντρωτισμο αρμοδιοτήτων.
Όλα αυτά είναι αναμενόμενα, για όσους γνωρίζουν την
δυσκολία διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων σε μεγάλους οργανισμούς, ειδικά
μέσα στην ασφυκτική δημοσιονομική πίεση της συγκυρίας.
Ωστόσο οι συλλογικές επιδόσεις της παράταξης που διοικεί,
θα μπορούσαν να είναι καλύτερες.
Οι δυνατότητες μιας αποτελεσματικής πολιτικής κυρίως στα
πεδία της καθημερινότητας , θα έπρεπε να είχαν ήδη διαφανεί και να δημιουργούν
προσδοκίες και ελπίδες.
Οι ελπίδες όμως δομούνται, δεν διακηρύσσονται και οι
καλές προθέσεις δεν είναι ποτέ αρκετές στην πολιτική.
Κι ο ίδιος, ο Μπουτάρης βέβαια, υποψιάζεται τα όρια της
συμβολής του, την αδυναμία των συλλογικών εγχειρημάτων, και πως η Θεσσαλονίκη,
δε μπορεί να γίνει μια σύγχρονη και μοντέρνα πόλη, τόσο εύκολα, από τη μια μέρα
στην άλλη.
Όμως το ότι άνοιξαν τα παράθυρα της πόλης, σε μια
σύγχρονη αντίληψη για τη δημόσια ζωή και μεταλλάχθηκε το «πολιτισμικό» της DNA
είναι μια οριστική και πολύ σημαντική κατάκτηση, που πρέπει να πιστωθεί κυρίως
στον ίδιο...
Σταύρος Κωνσταντινίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου