Οι παλαιότερες γενιές Ελλήνων ζούσαν με τον εφιάλτη της
Ψωροκώσταινας.
Πίσω από την έκφραση αυτή βρισκόταν πάντα μια Ελλάδα
χωρίς υποδομές, χωρίς υψηλό επίπεδο διαβίωσης, με λίγα σχολεία, λιγότερα
νοσοκομεία, ελάχιστα πανεπιστήμια, απομακρυσμένα νησιά και χωριά γεμάτα παιδιά
που δεν μπορούσε η γη να τα θρέψει.
Οι Έλληνες πολεμούσαν. Κάθε γενιά είχε να κάνει τον δικό
της πόλεμο.
Άλλοτε για να γίνει η Ελλάδα μεγαλύτερη και περισσότεροι
πληθυσμοί ομογενών να απελευθερωθούν και να ενταχθούν στην εθνική επικράτεια.
Άλλοτε για να διατηρήσει τα κεκτημένα: εδάφη, δικαιώματα,
διεκδικήσεις, συσχετισμούς.
Οι δρόμοι, οι ραχούλες, τα ξέφωτα και οι πλατείες της
Ελλάδας είναι γεμάτα μνημεία, ηρώα, ονόματα ανθρώπων που έπεσαν στα πεδία των
μαχών ή εκτελέστηκαν σε αντίποινα για τα εθνικά αντάρτικα στις περιόδους της
κατοχής από τους ξένους. Ακόμα θυμόμαστε οι πιο παλιοί τις μαυροφορεμένες
γυναίκες, μητέρες, αδελφές, κόρες των νεκρών.
Η Ελλάδα, ακόμη και στις περιόδους ειρήνης, λαβώθηκε από
τη μετανάστευση και την προσφυγιά, δύο δυνάμεις αντίρροπες, απόλυτα
συνυφασμένες με τον όρο «επιβίωση». Με έννοιες όπως φιλότιμο, τιμή, χρέος και
περηφάνια κινήθηκε στο διάβα του χρόνου η ράτσα των Ελλήνων.
Ευφυείς, σκληραγωγημένοι, εγωιστές, παλικαράδες.
Ήξεραν να κάνουν οικογένεια, να φτιάχνουν σπιτικό, να
στέκονται όρθιοι, όσες δυσκολίες κι αν τύχαιναν, όσες καταστροφές και να τους
συναντούσαν.
Από γενιά σε γενιά περνούσε μια φράση-κλειδί: «Παιδάκι μου, να μη δείτε
και να μη ζήσετε αυτά που είδαμε και ζήσαμε».
Μπορεί ο τόνος να ήταν μελοδραματικός, αλλά οι Έλληνες
κοιτούσαν πάντα μπροστά. Ζούσαν την ελπίδα στην καθημερινότητά τους:
οικογένεια, πατρίδα, εκκλησία.
Οι τρεις δεσμοί που τους κρατούσαν ζωντανούς στο πέρασμα
της Ιστορίας.
Και πόλεμος, ατέλειωτος πόλεμος.
Και, από την άλλη, επιστροφή από το μέτωπο, η χέρσα γη,
οι κατεστραμμένοι δρόμοι, τα γεφύρια, η φτώχεια που δεν επέτρεπε στο κράτος να
οργανώσει τις υποδομές για να υπάρξει η ανάπτυξη.
Ήταν και η διχόνοια, μόνιμος σύντροφος του Ελληνισμού, τα
παιχνίδια των ξένων, οι πάντα πρόθυμοι πολιτικοί να θυσιάσουν την πατρίδα και
τον λαό για τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Από την άλλη, οι ανιδιοτελείς.
Η Ελλάδα χτίστηκε με μεγάλες ευεργεσίες, ιδιωτικές
δωρεές, παραχωρήσεις της εκκλησιαστικής γης, διανομές γης.
Η Ελλάδα απέκτησε κοινωνικό κορμό στη βάση μιας φυσικής
προόδου και όχι μιας δημοκρατίας αλά καρτ.
Η Ελλάδα επιθυμούσε διακαώς κάποτε να σταματήσει ο
πόλεμος.
Οι άντρες να γυρίσουν σπίτι και να ζήσουν με τις γυναίκες
και τις οικογένειές τους, μεγαλώνοντας τον πλούτο, δίνοντας ευκαιρία στα παιδιά
τους να ζήσουν καλύτερα, να σπουδάσουν, να μορφωθούν, να γίνουν καλύτεροι
άνθρωποι.
Η Ελλάδα του ’50, η αρχή μιας περιόδου που κρατά έως και
σήμερα.
Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου και του Εμφυλίου.
Από τότε δεν έγινε άλλος μεγάλο ς πόλεμος για τους
Ελληνες.
Φυσικά, υπήρξαν ο «Αττίλας» στην Κύπρο, τα Ιμια στο
Αιγαίο, αλλά μεγάλος πόλεμος με τη συμμετοχή των Ελλήνων δεν προέκυψε.
Ο έντιμος ιστορικός συμβιβασμός, η Ευρώπη, η «μικρή και
ανέντιμος» Ελλάδα. Φτιάχτηκαν δρόμοι, πόλεις, χωριά, τούνελ, δίκτυα,
πληθωρισμός, ευμάρεια. Αποκτήθηκαν νοσοκομεία, σχολεία, οικοσκευές, αυτοκίνητα,
καταναλωτικές συνήθειες.
Όχι όμως κράτος δίκαιο, όχι κοινωνία ώριμη, όχι
κοσμοθεωρία νικητή, όχι κουλτούρα πολιτισμού.
Όλα πρόχειρα, φαστ φουντ, προσαρμοσμένα στο πρόσκαιρο,
στο ιδιωτικό, στο συμπλεγματικό μικροσυμφέρον.
Σήμερα γυρίζουμε στο 1950.
Χωρίς ελπίδα, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς μάχη, χωρίς
ιδεαλισμό.
Τότε βλέπαμε μπροστά, σήμερα βλέπουμε πίσω.
Τότε ήμασταν νικητές.
Σήμερα είμαστε οι πλέον ηττημένοι της Ιστορίας μας.
Γιατί αυτή τη φορά δεν πολεμήσαμε… Απλώς παραδοθήκαμε.
Μενέλαος Τασιόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου