Υπάρχει μια «επαναστατική» τελετουργία που
επαναλαμβάνεται με μονότονο τρόπο στα σχεδόν 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Συνδικαλιστικές οργανώσεις, ομάδες συμφερόντων,
αυτοανακηρυγμένοι εκπρόσωποι του λαού και κάθε λογής «συλλογικότητες», όταν
θέλουν να διαμαρτυρηθούν για κάτι ή να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους,
καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους, ακυρώνουν τη λειτουργία τους, που είναι η
προσφορά υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο, και ανακοινώνουν ότι θα συνεχίσουν την
κατάληψη «μέχρις εσχάτων».
Οι συνήθεις χώροι όπου ασκείται αυτή η επαναστατική
γυμναστική είναι τα πανεπιστήμια, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, τα γραφεία
κρατικών επιχειρήσεων, οι χώροι παροχής υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης
προς τους πολίτες, οι χώροι εναπόθεσης απορριμμάτων καθώς και σχολικές εγκαταστάσεις
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπου οι συχνές καταλήψεις από μαθητές τείνουν να
λάβουν τη διάσταση εθιμικού δικαίου.
Πρόσφατα, το φαινόμενο επεκτάθηκε και στις
ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες. Αντίθετα, οι καταλήψεις σπανίζουν σε χώρους
ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Οι καταλήψεις εγκαταλειμμένων κτιρίων από αναρχικές
ομάδες και η μετατροπή τους σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, αρκετά συχνές, δεν
εξετάζονται στο κείμενο που ακολουθεί.
Όσα περιγράφηκαν ανωτέρω, δηλαδή οι καταλήψεις δημόσιων
χώρων στο όνομα συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, αναμφισβήτητα συνιστούν ελληνική
ιδιοτυπία, δεδομένου ότι δεν παρατηρούνται, τουλάχιστον με αυτή τη συχνότητα,
σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα.
Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο;
Η μίμηση του Πολυτεχνείου
Ως προς τη μορφή τους οι καταλήψεις αρδεύουν τη νομιμοποίησή τους από τη μίμηση της κατάληψης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973.
Η μίμηση του Πολυτεχνείου
Ως προς τη μορφή τους οι καταλήψεις αρδεύουν τη νομιμοποίησή τους από τη μίμηση της κατάληψης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973.
Η άκριτη αναπαραγωγή ενός ιστορικού γεγονότος που συνέβη
σε συνθήκες κατάλυσης του πολιτεύματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας,
οδηγεί τους μιμητές να φαντασιώνονται ότι είναι συνεχιστές μιας «ηρωικής»
παράδοσης αγώνων μέχρις εσχάτων και ταυτόχρονα να δηλώνουν, υπόρρητα παλαιότερα
και ρητά πρόσφατα ότι «η χούντα δεν τελείωσε το 1973», αμφισβητώντας έμπρακτα
τα θεμελιώδη των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτευμάτων στα οποία ανήκει, παρά
τις ατέλειες και τις δυσλειτουργίες, η Ελλάδα.
Πρόκειται για μια διπλή αστοχία.
Ένα σημαντικό γεγονός, όπως εκείνο του 1973, δεν συνέβη
στο κενό. Ήταν αποτέλεσμα εκείνου του κοινωνικού γίγνεσθαι, και η διαρκής
τελετουργική επανάληψή του δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε καρικατούρα.
Παράλληλα, η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι χούντα.
Εξευτελίζοντας το πολίτευμα, δηλαδή το κοινό μας σπίτι,
ανοίγουμε τον δρόμο σε αυτούς που πραγματικά επιδιώκουν να το καταλύσουν. Είναι
γνωστοί, οι φαιοκόκκινοι εξτρεμιστές.
Διαρρηγνύοντας το κοινωνικό μας συμβόλαιο δημιουργούμε
τις προϋποθέσεις κοινωνικών ερεισμάτων στους οπαδούς του ποικιλόχρωμου
ολοκληρωτισμού.
Η τριπλή παθολογία του ελληνικού συνδικαλισμού
Περνώντας από τη μορφή στο περιεχόμενο, οι καταλήψεις
αποδεικνύουν τη βασική παθολογία τού, κατά βάση κρατικοδίαιτου, συνδικαλιστικού
κινήματος στη χώρα μας. Πρόκειται για τριπλή παθολογία.
Πρώτον, υπάρχει παντελής απουσία κουλτούρας διαλόγου.
Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και πριν, οι
συνδικαλιστικές διεκδικήσεις χαρακτηρίζονταν από τη λογική τού «ή όλα ή
τίποτα».
Οι διαπραγματεύσεις είχαν τις περισσότερες φορές
εθιμοτυπικό χαρακτήρα για να καταλήξουν, προβλέψιμα, στην καταγγελία του
Μνημονίου και της τρόικας.
Δεύτερον, υπάρχει πλήρης αδυναμία άρθρωσης λόγου περί του
γενικού συμφέροντος της κοινωνίας.
Η στενή συνδικαλιστική διεκδίκηση, παρά τις ρητορικές
επικλήσεις του «λαού», είναι βαθιά αντικοινωνική.
Η λογική της διεκδίκησης αιτημάτων από κοινωνικές ομάδες,
που πασιφανώς δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν σε μια χώρα με άθλια οικονομικά
μεγέθη, προτάσσει το ειδικό, αγνοεί το γενικό και, εντέλει, οδηγεί σε
καταστροφή την κοινωνία.
Τρίτον, είναι η, πάση θυσία, διεκδίκηση των «κεκτημένων».
Σε μια χώρα που δοκιμάζεται από συνθήκες τεράστιες ύφεσης
και ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα, η διεκδίκηση κεκτημένων όπως οι πρόωρες
συνταξιοδοτήσεις στα 50, οι 30 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας των νηπιαγωγών ή οι
συντάξεις των άγαμων θυγατέρων συνιστούν κοινωνική πρόκληση.
Το κράτος «πατερούλης» έχει ανεπιστρεπτί πεθάνει, όσες
μάχες οπισθοφυλακών και να γίνουν.
Αυτή η τριπλή παθολογία συμπυκνώνεται, συμβολικά αλλά και
πρακτικά, στη μορφή των διεκδικήσεων που είναι οι καταλήψεις χώρων δημόσιου
συμφέροντος.
Οι χώροι που καταλαμβάνονται ανήκουν στο σύνολο της
κοινωνίας και όχι σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες.
Αποστολή τους είναι η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στο
σύνολο του πληθυσμού και όχι στους καταληψίες.
Ανήκουν στους χρήστες και όχι στους παρέχοντες την
υπηρεσία.
Πρωταρχική τους αποστολή είναι οι πολίτες, όχι οι ομάδες
συμφερόντων.
Όμως οι ομάδες συμφερόντων επιλέγουν τον κοινωνικό
εκβιασμό αντί των διαπραγματεύσεων και του διαλόγου.
Η αδυναμία άρθρωσης σοβαρών επιχειρημάτων στο διάλογο
οδηγεί στις εκβιαστικές πρακτικές.
Τις περισσότερες φορές οι καταλήψεις γίνονται στο όνομα
του συνδικαλισμού, ως πυλώνα της δημοκρατίας, αλλά και στο όνομα της Αριστεράς,
δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους καταληψίες ανήκουν σε κάποια από τις
αποχρώσεις της Αριστεράς.
Αυτό έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές που προέρχονται
κυρίως από τον φιλελεύθερο χώρο να αμφισβητήσουν τη χρησιμότητα τόσο του
συνδικαλισμού όσο και της Αριστεράς.
Καταλήψεις, συνδικαλισμός και Αριστερά
Προσωπικά διαφωνώ με αυτές τις απόψεις και υποστηρίζω ότι
οι καταλήψεις δημοσίων χώρων αλλά και η εν γένει πρακτική του κρατικοδίαιτου
συνδικαλισμού στην Ελλάδα είναι σε πλήρη αντίθεση τόσο με τον γενετικό αξιακό
κώδικα της Αριστεράς, που είναι η υπεράσπιση του γενικού συμφέροντος, όσο και
με την ουσία του συνδικαλισμού που οφείλει να συναρθρώνει το ειδικό με το
γενικό.
Σε επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να αναφέρουμε τι
υποστηρίζουν δύο αριστεροί συνδικαλιστές και πολιτικοί: Ένας παλαιότερος, το
ιστορικό στέλεχος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, γραμματέας της Γενικής
Συνομοσπονδίας Εργατών CGIL, ο Μπρούνο Τρεντίν[1] και ένας
νεότερος, ο Στέφαν Λοβέαν (Stefan Löfven),
οξυγονοκολλητής, ηγέτης έως πρόσφατα του συνδικάτου
«ΙΦ μέταλ», ενός από τα ισχυρότερα της Σουηδίας, και νεοεκλεγμένος ηγέτης
στοΣοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (SAP)[2], που προηγείται σε όλες
τις δημοσκοπήσεις στη χώρα του.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Τρεντίν:
Εμείς καταφέραμε μετά από μια σκληρή διαπραγμάτευση και
με τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα να καταργήσουμε τον ειδικό κανονισμό
εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων, με στόχο τη διαμόρφωση ίδιων υποχρεώσεων και
δικαιωμάτων στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα…Κατορθώσαμε να ενοποιήσουμε τις
διαφορετικές ρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα μεταξύ του δημόσιου και του
ιδιωτικού τομέα, με την προοπτική αυτό να ισχύσει παντού… Προσπαθήσαμε και
καταφέραμε κατά 80%, να καταργήσουμε τη δυνατότητα της πρώιμης συνταξιοδότησης
που είχε υιοθετηθεί σε μερικές περιπτώσεις, όπως στους σιδηροδρόμους, στις
μεγάλες παραγωγικές μονάδες.
Τα κοινά δικαιώματα πρέπει να περιλαμβάνουν όχι μόνον τα
ήδη κεκτημένα, αλλά και τα πλέον σύγχρονα…και ως εκ τούτου το δικαίωμα
κατάργησης των συντεχνιών μέσα από το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα. Ένα από
αυτά τα δικαιώματα το κατακτήσαμε με νόμο πριν από λίγο καιρό.
Πρόκειται για το δικαίωμα της απαγόρευσης της ευνοϊκής
μεταχείρισης στις προσλήψεις των παιδιών των εργαζομένων σε κάποιες διοικήσεις
(Τράπεζες, Εταιρεία Ηλεκτροδότησης). Αυτή την κατάκτηση εμείς την διεκδικήσαμε
επί μακρόν. Την διεκδικήσαμε εν ονόματι του δικαιώματος στην ισότητα των
ευκαιριών. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος άνεργος δεν μπορεί να προσληφθεί,
δεδομένης της ταυτότητας των προσόντων, σε μια τράπεζα, μόνο και μόνο επειδή
δεν είναι γόνος τραπεζικού υπαλλήλου. Ο καλύτερος πρέπει να προσληφθεί.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Λοβέαν υποστηρίζει ότι «στην Σουηδία δημιουργήσαμε μια κατάσταση "win-win" που συνδυάζει
την κερδοφορία και την ισχύ των επιχειρήσεων με εκείνη των εργαζομένων, σε συνδυασμό
με πολλά κοινωνικά μέτρα». «Καταφέραμε
να στηρίξουμε αυτό το μοντέλο σε εθνικό επίπεδο. Αλλά αυτό δεν είναι πλέον
δυνατό». Όπως το βλέπει, η λύση είναι μια «παγκόσμια συμφωνία»μεταξύ εργοδοσίας
και εργασίας. «Χρειάζεται να
οικοδομήσουμε συμμαχίες», λέει.
Ο Λοβέαν είναι πραγματιστής όσον αφορά το ρόλο των
κερδοσκοπικών επιχειρήσεων στην παιδεία, την υγεία και την κοινωνική πρόνοια
της Σουηδίας.
Προτείνει έτσι τον αυστηρότερο έλεγχο των δραστηριοτήτων
τους, αλλά όχι την πλήρη κρατικοποίηση των τομέων αυτών. «Είναι σημαντικότερο να έχουμε ποιοτικές υπηρεσίες
από το ποιος τις παρέχει. Το σημαντικότερο είναι η ποιότητα».
Ο νέος ρόλος της Αριστεράς
Ο Τρεντίν τονίζοντας ότι τα συνδικάτα και η Αριστερά
πρέπει να σταματήσουν να υποστηρίζουν το κράτος των επιδομάτων και να
διεκδικήσουν το κράτος των κοινωνικών υπηρεσιών, υπογραμμίζει:
Για τη διαχείριση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης χρειάζεται
ένα διαφορετικό συνδικάτο. Ένα συνδικάτο ικανό να αναθεωρήσει τις δομές του, την
οργάνωσή του, τη μορφή αντιπροσώπευσής του…
Ή το συνδικάτο επιτυγχάνει στο εγχείρημα ή ομολογεί ότι
αμύνεται προκειμένου να μην χαθεί. Σε αυτή την περίπτωση θα μείνουμε «τρεις και
ο κούκος», σε έναν κόσμο εχθρικό γιατί θα έχουμε χάσει στην ουσία.
Θα είναι αναμφισβήτητα μια σκληρή και δύσκολη μάχη. Είμαι
βέβαιος ότι πριν εγκαταλείψουν οι ταχυδρομικοί, οι υπάλληλοι των τρένων θα
πολεμήσουν μέχρι τέλους…αλλά θα χάσουν.
Μιλώντας για την Αριστερά, ο Λοβέαν δεν διστάζει να είναι
εικονοκλαστικός:
Για μένα, το πιο αριστερό είναι να εξασφαλίζεις τις
δουλειές των ανθρώπων. Είναι σαν την οικονομία, που όταν λέω πως
"θέλω σταθερά δημόσια οικονομικά" μερικοί μου λένε πως "α, είσαι
δεξιός αν το λες αυτό " κι εγώ τους απαντώ, "καθόλου, είναι αριστερό,
γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου να έχει ο κόσμος κοινωνικές
υπηρεσίες". Αν η οικονομία πάει άσχημα, αυτό δεν γίνεται.
Ενώ ο Τρεντίν υποστηρίζει προφητικά:
Δεν θα είναι εύκολο για μια Αριστερά που διατηρεί «αυτά
τα πτώματα στη ντουλάπα» να αντικρίσει το μέλλον και να συμβάλλει στη
δημιουργία του. Είναι πράγματι «βαρίδια» που σε κάθε βήμα συσκοτίζουν την
ικανότητα να κατανοήσουμε το παρόν με τους ακατάπαυστους μετασχηματισμούς του…
Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις της κοινωνίας στην οποία ζούμε
πρέπει να οικοδομηθούν, πριν από όλα με τη συναίνεση μιας πλειοψηφίας που
κερδίζεται όχι μέσω της αυταπάτης της ικανοποίησης ενός αθροίσματος συμφερόντων
που συγκρούονται δίχως άλλο μεταξύ τους, αλλά διαμέσου ενός αγώνα ηθικού και
μορφωτικού, για να ξαναβρούμε, προς κοινό συμφέρον, την αληθινή πραγματοποίηση
των μεγάλων οικουμενικών δικαιωμάτων (ευνοώντας τους αποκλεισμένους και τους
λιγότερο ευνοημένους και επιδρώντας στους μικρούς και μεγάλους χώρους των
προνομίων), τους λόγους ενός νέου συμβολαίου αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών.
Αυτή είναι μια άλλη αντίληψη για
τον συνδικαλισμό, μια άλλη αντίληψη για
την Αριστερά.
Οι απόψεις αυτές, κυρίαρχες σε μεγάλο μέρος της
συνδικαλιστικής και πολιτικής Αριστεράς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι
δυστυχώς σχεδόν ανύπαρκτες στην Ελλάδα.
Το ότι κάποιοι θα θεωρήσουν ότι η Αριστερά και ο
συνδικαλισμός εκπροσωπούνται καλύτερα από τους κ. Μπαλασόπουλο και Φωτόπουλο
και όχι από τον Μπρούνο Τρεντίν, που δεκαοκτάχρονος ήταν καπετάνιος σε ιταλική
αντιφασιστική ομάδα ανταρτών, είναι σίγουρα δείγμα μιας παθολογίας, δύσκολα
ιάσιμης.
[1] Οι απόψεις του Μπρούνο Τρεντίν που είχε
προσκληθεί το 1997 στην Αθήνα από την Εταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος
Πουλαντζάς» (δεξαμενή σκέψης του Συνασπισμού της Αριστεράς), έχουν διατυπωθεί
στο βιβλίο του Η
μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους και η πλήρης απασχόληση, επιμέλεια
Αντιγόνη Λυμπεράκη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000. Στο βιβλίο
περιλαμβάνονται τα πρακτικά αυτής της εκδήλωσης. Αξίζει να διαβάσει κανείς αυτό
το, δυσεύρετο, βιβλίο για να διαπιστώσει το βάθος του προβληματισμού αλλά και
την ευρύτητα της σκέψης του συγγραφέα. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η εκδήλωση
της Εταιρείας «Νίκος Πουλαντζάς», επί προεδρίας Γιώργου Τσιάκαλου, είχε προκαλέσει
την έντονη αντίδραση του Παναγιώτη Λαφαζάνη με το σκεπτικό ότι δεν είναι
δυνατόν να καλούνται «δεξιοί» από ένα αριστερό κόμμα.
[2] Για τον Λοβέαν και τις απόψεις του, δες Richard Orange, Στέφαν
Λοβέαν: ο συνδικαλιστής που γύρισε (τη σουηδική αριστερά) από το κρύοhttp://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8658&LID=1 (ανάκτηση 17
Ιουλίου 2013).
Πέτρος
Παπασαραντόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου