Το βράδυ της περασμένης Τρίτης, παραλίγο να σκοτωθώ.
Δεν θα ήταν ένας ένδοξος θάνατος.
Στις εφημερίδες το όνομά μου θα αναφερόταν μάλλον -αν
αναφερόταν καθόλου- ως σπάραγμα μιας καθημερινής στατιστικής.
Και η εκκαθάριση της ζωής μου θα ήταν σύντομη και διόλου κινηματογραφική.
Την καθοριστική εκείνη στιγμή, ανάμεσα στο θάνατο και την
επιβίωση, το παρελθόν δεν πέρασε μπροστά στα μάτια μου σαν ταινία.
Ανέκαθεν πίστευα ότι επρόκειτο για χολιγουντιανό μύθευμα
–να, που μου δόθηκε η ευκαιρία να το επιβεβαιώσω κιόλας.
Ωστόσο, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσω, ένα ελαφρύ
μειδίαμα ανέβηκε με όχημα την αδρεναλίνη που κάλπαζε, από τη σπονδυλική στήλη
μέχρι τη βάση του κρανίου και φώλιασε στα χείλη μου για μερικά δευτερόλεπτα.
Θα πέθαινα ή τουλάχιστον θα έφτανα πολύ κοντά κι εγώ χαμογελούσα...
Όταν βρίσκεσαι στο επίκεντρο του προσδόκιμου επιβίωσης,
την αληθινή “μέση ηλικία” όπως θα έπρεπε να την αποκαλούμε αν δεν είχαμε τα
γεροντικά συμπλέγματα να μας ταλανίζουν, το βλέμμα σου αλληθωρίζει αναγκαστικά.
Αναπολείς το παρελθόν, δηλαδή το δικό σου νεανικό παρελθόν, εξιδανικεύοντας την ιστορία επειδή εσύ την έζησες πάνω στην ακμή σου
(παρεμπιπτόντως, αποφύγετέ το σαν το διάολο, είναι αληθινά θλιβερό...) και
αναρωτιέσαι για το μέλλον.
Το δικό μου παρελθόν είναι μια γραμμική εξέλιξη συλλογής
εμπειριών.
Ο πατέρας μου, ένας ακραιφνής ορθολογιστής που έφτιαξε
μια μικρή περιουσία ζώντας ταυτόχρονα μια τετραμελή οικογένεια με το μισθό ενός
δημοσίου λειτουργού, έχει να το λέει: “τόσα
λεφτά πέρασαν από τα χέρια σου και τα σκόρπισες στον άνεμο”.
Εκείνος είχε άλλη άποψη για τη ζωή: ζωή σήμαινε ένας
διαρκής αγώνα για την κάλυψη του σήμερα
και την εξασφάλιση του αύριο.
Έτσι, ενώ εγώ ταξίδευα με αεροπλάνα, τρένα, πλοία και
δικά μου οχήματα που φρόντιζα να ανανεώνω σε εξωφρενικά περιττούς ρυθμούς,
εκείνος αγόραζε οικόπεδα, έχτιζε σπίτια, κανόνιζε αντιπαροχές και αντάλλασσε την ευκινησία των τελευταίων αποθεμάτων της
ακμής του, με στιβαρά, ασφαλή ακίνητα...
Σήμερα, ο πατέρας μου έχει ένα κομπόδεμα που του αρκεί για
να ζήσει με αξιοπρέπεια την υπόλοιπη ζωή του, ακόμα κι αν αγγίξει τα εκατό
(συνήθης εξέλιξη στην κορακοζώητη φαμίλια μας).
Ο δικός μου τραπεζικός λογαριασμός παρουσιάζει υπόλοιπο
366 ευρώ.
Ένας από τους δυο μας είναι
πλούσιος.
Εγώ.
Δεν είναι μόνο ότι “η μοναδική πραγματική περιουσία είναι η μνήμη”, οι εμπειρίες μιας
ζωής που δεν αγοράζονται αλλά συχνά κοστίζουν και πρέπει να είσαι διατεθειμένος
να πληρώσεις το κόμιστρο για να τις γευτείς.
Είναι ότι η ποιότητα στη διαχείριση του χρόνου,
αυτή κάνει έναν άνθρωπο πλούσιο, όπως το εννοούσαν οι πρόγονοί μας: “πλούσιος”,
ο έχων πλουν, καθορισμένη πορεία, συγκεκριμένη ρότα και προορισμό.
Είναι επίσης ότι “το παρελθόν και το μέλλον δεν
υπάρχουν”, “ο χρόνος είναι ένα συμβατικό ανθρώπινο δημιούργημα” και όλα αυτά τα
επιστημονικά, αλλά όσο είμαστε ακόμα ζωντανοί, όσο βρισκόμαστε ακόμα σε ένα
διαρκές παρόν που μας ξεφεύγει ακόμα και τη στιγμή που προσπαθούμε να το
διατυπώσουμε νοητικά, η μόνη μας επαφή
με το χρόνο που δεν υπάρχει, είναι οι αναμνήσεις των εμπειριών που
συγκεντρώσαμε διασχίζοντας τον.
Οι εμπειρίες μας είναι αυτές που δίνουν σύσταση στο χρόνο.
Που τον καθιστούν αληθινό κι ας μην υπάρχει.
Και η ποιότητα του χρόνου εξαρτάται αποκλειστικά από την
ποιότητα των εμπειριών μας.
Πόσο πλούσιος μπορεί να είναι
ένας άνθρωπος που ξόδεψε το χρόνο του αγοράζοντας οικόπεδα;
Η γενιά του πατέρα μου είχε ορόσημα.
Το σλόγκαν “ποτέ κανείς δεν έχασε αγοράζοντας γη” που του
γάνωσε το μυαλό μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, τις φωτεινές επιγραφές
στην Ομόνοια, τις αγγελίες στην “Ακρόπολη” και τα ραδιοφωνικά jingles, ήταν ένα
από αυτά.
Με την ελληνική πυρηνική οικογένεια κατά νου, οι
μικροαστοί πατεράδες του χτες, όσοι δεν ήταν λαμόγια και είχαν έναν τρόπο μόνον
για να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών τους, ακολούθησαν κατά πόδας αυτό το
ορόσημο.
Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, για να προικίσουν τις
κόρες τους, να σπουδάσουν τους γιους τους και να τους αφήσουν από ένα-δυο
διαμερίσματα μετά θάνατον, ως σουβενίρ μιας ζωής-θυσίας στην επόμενη.
Από μια άποψη ήταν αξιέπαινη αυτή η γενιά.
Έκανε “το σωστό”.
Αν το “σωστό” γύρισε σήμερα και τη δαγκώνει στον κώλο,
δεν είναι δικό της το φταίξιμο, σωστά;
Η οικονομική κρίση, ο ελληνικός κορπορατισμός, η
μετάλλαξη του καπιταλισμού...
Έχει πολλούς αποδιοπομπαίους τράγους για να διαλέξεις.
Για να βγάλεις το πόρισμα, τι έφταιξε και η γενιά του
πατέρα μου βρίσκεται σήμερα υπόλογη στο διεφθαρμένο κράτος, υπόλογη γιατί
ακολούθησε το δρόμο “της λογικής” και μάζεψε
αντί να σπαταλήσει, έχτισε αντί να αποδομήσει, συσσώρευσε αντί να
ρευστοποιήσει.
Κι όμως.
Κάθε μέρα που περνάει, αυτή η γενιά μου δίνει την
εντύπωση ότι μετάνιωσε γιατί συγκέντρωσε γύρω της ό,τι πιο άχρηστο υπάρχει: το φορολογητέο πλούτο και τα
τεκμήρια του “έχοντος”, όπως τα αντιλαμβάνονται οι άθλιοι υπηρέτες του
Κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, ξόδεψε ό,τι πιο πολύτιμο, το μόνο πράγμα που
δεν μπορεί να αναπληρώσει, να επαναδιεκδικήσει, να αναδημιουργήσει: το
χρόνο.
Ένα πείραμα ήταν…
Ξεκίνησε μετά το μεγάλο κραχ, έπαιξε με τις ανασφάλειες
του κοσμάκη που γεννήθηκε στην Κατοχή και ανδρώθηκε στη μεταπολεμική φτώχεια,
υποσχέθηκε οικονομική σταθερότητα αρκεί ο καθένας τους να έκανε αυτό που του
αναλογούσε: “φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι”, οι κουμπαράδες του
Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου σε μπλε και κόκκινο, “η γιορτή της αποταμίευσης”
πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και
τους έπιασε όλους στη φάκα.
Οι μέρμηγκες του Αισώπου σε απόγνωση.
Και εμείς, οι επόμενοι, αυτοί που πάτησαν στο βατήρα μιας
πρόσκαιρης οικονομικής σταθερότητας, ζήσαμε μια ζωή τόσο πλούσια, ώστε να
μπορούμε να χαμογελάμε στο τριαξονικό
που έρχεται καταπάνω μας.
Όπως και να το δεις, είναι άδικο.
Και λέγεται ζωή.
Ο Φραντσέζος
- Eξαίρετο άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή- Ακατάλληλο για φραπεδόβιους - που δεν θα το διαβάσουν, ούτως ή άλλως.
- Θα ήθελα προσωπικη επαφή με τον Φραντσέζο.
(spyridon44@gmail.com)