Ουφ τι ζέστη είναι αυτή; Φύλλο δεν κουνιέται.
Έχω μείνει μ΄ ένα ελαφρύ σορτσάκι αλλά ο ιδρώτας
κυλάει στο πρόσωπο.
Κι είναι μόλις η ενδεκάτη πρωινή…
Τι θα γίνει τη δωδεκάτη ή τη τρίτη;
Κάθε σκέψη να πάω σε παραλία να δροσιστώ έχει
απορριφθεί, αφού η διαδρομή πήγαινε έλα πενήντα χιλιόμετρα,
απαιτεί καύσιμο κι αν προσθέσουμε τα απαραίτητα εκεί, θα φτάσουμε
κοντά στα 30 ευρώ ποσό το οποίο σκέφτεσαι να δώσεις στις μέρες μας.
Κι έτσι παραμένω φυλακισμένος στο πατρικό μου στο χωριό
παρέα με τα τρελλοτζιτζίκια, τα μόνα που χαίρονται και τραγουδάνε στη ζέστη.
Α και τις γιαγιάδες της γειτονιάς.
Γιατί η γειτονιά μας έχει ένα μόνο παππού, το
ξάδερφο μου τον Γιώργο. Μετράω πόσες είναι, η Γιώργενα, η Νίκενα, η Κώστενα, η
Βασίλενα, ξανά η Κώστενα, η Χριστάκενα, η Γάκενα, η Κώτσενα, η βάβω Ότα, η
Μάκενα.
Δέκα γιαγιάδες, ζωή νάχουνε και σίγουρα έχω ξεχάσει
κάποιες, οι οποίες έχουν ξαποστείλει τους άντρες τους εδώ και πολλά χρόνια.
Κι όλες, έτσι λένε, υπεραγαπούσαν τους άντρες τους.
Μεταξύ μας τώρα, εγώ δεν τις πιστεύω.
Δεν έχω δει και καμιά τους να υποφέρει από την απουσία
τους.
Η βάβω Νίκενα απέναντι είναι μες στη τρελή χαρά από τότε
που συγχωρέθηκε ο πάππου Νίκος.
Ο καημένος το τελευταίο καιρό έπασχε από άνοια κι όλο
έφευγε προς το βουνό. Έτρεχε από πίσω του εκείνη να τον προλάβει και να τον
φέρει πίσω.
Βέβαια η κίνηση προς το βουνό ήταν ενστικτώδικη, όλα του
τα χρόνια, από μικρό παιδί τη πέρασε στο βουνό, στα ζωντανά του και στα
χωράφια. Αγροτοκτηνοτρόφος όπως σχεδόν όλοι στο χωριό.
Δουλειά κι άγιος ο Θεός. Ήταν ο τελευταίος απ τη γενιά
των πατεράδων μας. Συγχωρέθηκαν όλοι. Αλλά οι γιαγιάδες αντιστέκονταν.
Τι κράση έχουν αυτές οι γυναίκες; Δουλεμένες όλες στα
χωράφια και στα ζωντανά.
Να δουλεύουν όλη μέρα, να πλένουν και να συγυρίζουν.
Να μαγειρεύουν και να φουρνίζουν και ψωμί στο
φούρνο που κάθε αυλή απαραίτητα διέθετε.
Να συνεχίσω για την αγάπη που έτρεφαν οι γιαγιάδες στους
άντρες τους. Δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Κατ΄ αρχή όλες ήταν παντρεμένες με προξενιό, δεν τις
ρώτησαν καν, αν θέλουν ή δεν θέλουν
Αν υπήρξε κάποια περίπτωση έρωτα μεταφερόταν σαν θρύλος
από στόμα σε στόμα. Τόσο σπάνια ήταν.
Ήταν υποταγή, αφοσίωση μάλλον, αποδοχή της μοίρας.
Κι υπηρετούσαν τον αφέντη.
Οπότε όταν αυτός έφευγε, φτου ξελευτερία.
Και κάποιες τους μισούσαν κιόλας.
Γιατί μερικοί και βίαιοι ήσαν και μεθούσαν και τα
μπουκέτα τους τα έριχναν.
Σκληροί άντρες οι Ξηρομερίτες.
Όχι ότι δεν υπήρχαν και διαφορετικές περιπτώσεις. Υπήρχαν
αλλά λίγες.
Θυμάμαι όταν πέθανε ο μπαρμπα Ράκιας, η γιαγιά Ράκενα τον
έκλαιγε γοερά και ξερίζωνε τα μαλλιά της.
Όταν την άλλη μέρα την πληροφόρησαν ότι το σπίτι το άφησε
στην ανιψιά της -παιδιά δεν είχαν, με τον όρο να την αφήσει να ζει εκεί
μέχρι το θάνατο της γύρισε και με πολύ κακία είπε: ‘’Σκατά στον λάκκο του, ο
καρμίρης!΄΄
Πήγε τρεις η ώρα, ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στους 37, δεν
υπάρχει ελπίδα καμία. Λιωμένο παγωτό θα γίνουμε.
Κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι θάλασσες, νερά και δροσιά
αλλά δε δροσίζομαι. Μόνο ιδρώτας. Πάω για ένα ντους.
Θάθελες;
Δεν υπάρχει νερό!
Όπως μου εξήγησε η νύφη μου η γεώτρηση δεν μπορεί να
αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες του καλοκαιριού κι έτσι υπάρχει
πρόγραμμα διακοπών κατά περιοχή.
Ο Δήμος λέει δεν υπάρχουν χρήματα για να αγοραστεί
καινούργιο μηχάνημα, οπότε βγάλτε τα πέρα όπως μπορείτε.
Δηλαδή νερό με δόσεις όπως τα χρήματα του
ΔΝΤ.
Άι στο διάολο! Πως έχουμε γίνει έτσι ;
Κάνω ένα φραπέ και βγαίνω στην αυλή κάτω απ τη μουριά. Την
ηλικία μου έχει αυτή. Ο πατέρας μου τη φύτεψε, Θεός σχωρέστον, έχει πολύ
ωραία μούρα την άνοιξη και γερή σκιά το καλοκαίρι.
Σκέφτομαι τα χτεσινοβραδινά στη Κανδήλα.
Ο φίλος μου ο Βασίλης ο Μουρκούσης, καλή του ώρα, είχε
την ευγενή καλοσύνη να με καλέσει στην εκδήλωση του συλλόγου των φίλων
Τάκη Καρναβά ‘’ο Μπάρμπα Τάκης’’. Πήγα με μεγάλη μου ευχαρίστηση.
Ο Καρναβάς ο σπουδαίος αυτός δημοτικός τραγουδιστής είχε
αγαπηθεί πανελλαδικά για την ιδιαίτερη φωνή του. Είχε δική του σχολή απόδοσης
των δημοτικών τραγουδιών. Μέχρι τα δεκαοκτώ που ήμουν στο χωριό δεν άφηνα
πανηγύρι να μην πάω.
Κι ο μπαρμπα Τάκης ήταν συνήθως παρών, σκορπίζοντας κέφι
στους συμπατριώτες του. Μεγάλη φωνή που τη συνόδεψαν όλα σχεδόν τα
κλαρίνα της εποχής του. Από τον Σαλέα, τον Σούκα, τον αξεπέραστο Γιαννάκη
Βασιλόπουλο, τον Βαγγελη Κοκκώνη, τον Μάκη Βασιλειάδη μέχρι τους νεότερους
Πλαστήρα, Κώστα Αριστόπουλο.
Κι ήρθαν πολλοί να τον τιμήσουν.
Κλαρινίστες και τραγουδιστές.
Η έκπληξη για μένα ήταν ότι ανάμεσα τους ήταν ο Μάκης
Βασιλειάδης.
Είχα χρόνια ν ακούσω γι΄ αυτόν. Νόμιζα ότι δεν ήταν
στη ζωή. Τι κλαρίνο! Χωρίς να θέλω να μειώσω τους νεότερους αυτοί οι παλιοί
κλαρινίστες είχαν άλλη σχέση με το κλαρίνο. Σχέση λατρείας, σχέση ζωής.
Μάλλον ήταν η ίδια η ζωή τους.
Σταυροκουμπωτό κουστούμι, περιποιημένο το λίγο μαλλί του,
γυαλισμένο το παπούτσι του. Στη τρίχα! Και πως στηνόταν στο πάλκο... Ήχος
μοναδικός, ΄΄βασιλοπουλικός’’, αρχοντικός!
Ο κόσμος παρά τη κρίση γέμισε τον χώρο και διασκέδασε. Τι
να κάνει;
Λίγες οι ευκαιρίες διασκέδασης στα χρόνια μας.
Αν το έκανε για να τιμήσει τον Μπαρμπα Τάκη; Και ναι και
όχι. Θυμάμαι τους φίλους στη Κανδήλα που μου έλεγαν ότι ‘’εν ζωή’’ δεν
είχε αναγνωριστεί η προσφορά του.
Κι ενώ είχε κάποια χρόνια με σοβαρό πρόβλημα υγείας
και ουσιαστικά είχε αποχωρήσει, δεν τον τίμησε κανένας φορέας, δημοτικός ή
πολιτιστικός.
Έτσι έχουμε συνηθίσει στη ‘’Ψωροκώσταινα’’, τους
σπουδαίους τους αναγνωρίζουμε και τους τιμούμε μετά θάνατον. Όταν πλέον δεν το
έχουν ανάγκη αυτοί, αλλά εμείς. Για μας το κάνουμε. Υποκρισία και μικρότητα.
Σε κάθε περίπτωση είναι καλές οι εκδηλώσεις αυτές
μνήμης. Γιατί μαζεύονται οι συν-άνθρωποι και επικοινωνούν. Έστω κι έτσι...
Ζέστη, ζέστη, ζέστη.
Πως θα βγει κι αυτό το καλοκαίρι; Σκέφτομαι και παραφράζω
τον Σαββόπουλο φωναχτά:
΄΄Το καλοκαίρι τούτο άμα το πηδήξαμε
γι΄ άλλα δέκα χρόνια, άντε καθαρίσαμε...’’
Να είναι έτσι; Μπα δεν το πιστεύω... Το ίδιο δύσκολα θα
είναι και τα επόμενα καλοκαίρια...
Πάντως ανεξαρτήτως καύσωνα εγώ θα σας το πω:
‘’Υγιαίνετε αδέλφια!’’
Δημήτρης Αρβανίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου