Τους θυμάμαι σαν τώρα: Περιφέρονταν ανάμεσα στις (ρεζερβέ)
ξαπλώστρες των πλαζ, ενίοτε και με πούρο στο χέρι (λες και μεγάλωσαν με αυτό)
φωνάζοντας πνιχτά εντολές του τύπου “πούλα” ή “αγόρασε τη μεγαλύτερη φούσκα”.
Η φρενίτιδα του εύκολου πλουτισμού, με το μεγαλύτερο
δυνατό ρίσκο, είχε καταλάβει “μικρούς” και “μεγάλους”, εκείνο το καλοκαίρι του
1999.
Όλοι ξαφνικά είχαν γίνει ειδικοί στις ροζ σελίδες.
Νέοι άνθρωποι παρατούσαν τις δουλειές τους, συνάδελφοι με
“βασικούς” μισθούς έπαιζαν τα δίδακτρα του παιδιού τους, άλλοι έψαχναν να
πουλήσουν οικοπεδάκια για να “επενδύσουν” στον τζόγο.
Με κάτι φίλους είχα τσακωθεί όταν προσπαθούσαν να με
πείσουν ότι αυτή είναι η “νέα οικονομία”, ότι “έτσι γίνονται πλέον τα
πράγματα”, ότι “αυτό είναι το μέλλον”. Μια ολόκληρη κοινωνία πιάστηκε στα
γρανάζια μιας πυραμίδας, αυτή η ίδια που λοιδορούσε τους “απολίτιστους
Αλβανούς”, όταν έπεσαν στη δική τους παγίδα, στο δικό τους “αεροπλανάκι”...
Ενστικτωδώς, αλλά και από πεποίθηση, είχα αρνηθεί κάθε είδους σχέση με
αυτή την τρέλα.
Από τις διάφορες δημόσιες παραινέσεις, που μετέδιδα κάθε
βράδυ στο δελτίο ειδήσεων, κρατούσα μόνον αυτές που προειδοποιούσαν ότι “το
χρηματιστήριο δεν είναι τζόγος για τους πολλούς” - και όχι αυτές που
παρουσίαζαν τη χρηματιστηριακή άνθηση ως ένδειξη μιας ισχυρής οικονομίας και μιας
νέας εποχής.
Ούτε η δημοσιογραφία του limit up, αλλά ούτε
το boom των
χρηματιστηριακών σπουδών μου φάνταζαν ως η επιθυμητή εξέλιξη της χώρας.
Ένα νήμα διέτρεχε όσους αντιστάθηκαν, από τους διάφορους γνωστούς και
φίλους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλοί που ενέδωσαν δεν είχαν αυτά τα
χαρακτηριστικά): Η παιδεία και η καλλιέργεια.
Οι διαφορετικές αξίες στις οποίες προσέβλεπαν, ο
συνολικός πολιτισμός της ζωής τους δηλαδή, ήταν αυτά που προστάτευσαν πολλούς,
από όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα του ρίσκου, να μην υποστούν την
ταπείνωση της απώλειας.
Όλοι θέλουμε να αποκτήσουμε περισσότερο πλούτο, αλλά αν
μας ενδιαφέρουν και άλλα πράγματα εκτός από το τελευταίας τεχνολογίας
αυτοκίνητο, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να είμαστε θωρακισμένοι.
Το σχετικό αφιέρωμα των Νέων (Καλοκαίρι 1999: Τότε που η Ελλάδα αναστέναζε στο ταμπλό
του Χρηματιστηρίου) μου θύμισε το κλίμα αυτό, 14 χρόνια μετά.
Και δύο σελίδες πριν, ένα εξαιρετικά καλογραμμένο άρθρο,
με θαυμαστά επιτηδευμένη γλώσσα, με έφερε στον προβληματισμό του σήμερα, με
αφορμή τα διάφορα κωμικοτραγικά που έλαβαν χώρα τον τελευταίο καιρό, γύρω από
αφορολόγητες σκυλάδικες και “αντιστασιακές” συναυλίες : "Δημοκρατία σημαίνει και φορολογία και ποπ σκυλάδικο” , του
επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παναγή
Παναγιωτόπουλου.
Σύμφωνα με αυτό, “Με αφετηρία
την ορθή διαπίστωση ότι το μαύρο χρήμα και η κρατικοδίαιτη προσοδοθηρία
(μεγάλων και μικρών) προκαλούν ανυπόφορες κοινωνικές ανισότητες, ορισμένοι
ανομολόγητοι ελιτιστές τακτοποιούν ανοικτούς λογαριασμούς τους με την «μπας
κλας» κουλτούρα της ανώτερης και της μεσαίας τάξης.
Αξιόλογοι και έντιμοι άνθρωποι, με μέριμνα για μια
δημοκρατική και δίκαιη υπέρβαση της κρίσης, διολισθαίνουν στην ηθική
αστυνόμευση της ζωής, στον στιγματισμό αυτού που οι ίδιοι θεωρούν όχι απλώς
ευτελές, αλλά και καταγωγή των χρεοκοπικών μας δεινών.
Άθελα τους συμβάλλουν στη νεοσυντηρητική περικύκλωση της
δημοκρατίας και στον εξαγνισμό της φτώχειας.
Το κάνουν προβαίνοντας σε μια (ελπίζω ασύνειδη)
πνευματική λαθροχειρία.
Συγχέουν τα ηθικά συναισθήματα και τον τρόπο ζωής των
ατόμων με τις δημόσιες οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών.
Ωστόσο τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η ενδημική φοροδιαφυγή
είναι σύμφυτη με τον πολιτισμό και τους συμβολισμούς της σπατάλης.”
Και καταλήγει: “Ο δίκαιος φορολογικός επιμερισμός για την
επίτευξη πλεονασματικών προϋπολογισμών αποτελεί επαρκέστατο δημοκρατικό
πρόταγμα που δεν χρειάζεται κανένα ηθικολογικό συμπλήρωμα - η φοροδιαφυγή είναι
εγκληματική και κοινωνικά ανάλγητη αφʼ εαυτής. Απεχθής φοροφυγάς είναι και αυτός που
γελοιοποιείται πίνοντας σαμπάνια στην υγεία του «ανάπηρου δυνάστη» και ο
«άγιος» γονιός που χρηματοδοτεί τριπλές, παρατεταμένες, αντιπαραγωγικές σπουδές
«τέχνης» των τέκνων του στη Βρετανία ή σε άλλους γνωστικούς παραδείσους.”
Δεν ξέρω αν αναφέρεται μόνο στον Κούρτοβικ ή και σε άλλους.
Αυτό που έχω να παρατηρήσω, σε ένα άρθρο που με βρίσκει
σε πολλά σύμφωνο, είναι ότι ο συγγραφέας του μιλάει κατεξοχήν πολιτικά - και
όχι κοινωνιολογικά.
Αν το άρθρο γράφτηκε για να μας θυμίσει ότι στη
φιλελεύθερη δημοκρατία είναι αδιανόητο να απαγορεύεις ή να περιορίζεις κάποιες
νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες και εκφράσεις του λόγου ή της τέχνης,
καλώς.
Και πράγματι, το αδίκημα της φοροδιαφυγής δεν
εξαγνίζεται, αν είναι για “καλλιεργημένο” σκοπό - είναι αυτονόητο.
Δεν έχω την επιστημονική κατάρτιση, για να αντιμετωπίσω έναν τόσο πυκνό και κατασταλαγμένο λόγο.
Έχω όμως την εντύπωση ότι στην προσπάθεια του να μην
επιβληθεί μια περιρρέουσα “ηθικολογία”, ο συγγραφέας ξεχνάει τη σημασία που
έχουν οι κοινωνικά διάχυτες νοοτροπίες.
Άλλο η απαγόρευση - και άλλο η μη αποδοχή (ή αλλιώς
καταδίκη), σε κοινωνικό επίπεδο.
Διότι φαντάζομαι ότι ο συγγραφέας δεν (μπορεί να) παραγνωρίζει ότι
η σκυλάδικη αισθητική έχει συμβάλει τα μάλα, στην υποστήριξη των αντιλήψεων που
αθωώνουν την απουσία κάθε είδους φορολογικής και άλλης υπευθυνότητας μας, ως
πολίτες.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να συζητήσει ότι αυτή η
αισθητική είναι απλώς έκφραση της ανευθυνότητας, ως μέρους ενός φαύλου κύκλου
(αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην επιστήμη του).
Και παρόλο που δεν αποδέχεται στο κείμενο του τη συνάρτηση
πολιτισμού και υπευθυνότητας, θα έχει παρατηρήσει φαντάζομαι τη στενή σχέση
μεταξύ των απολιτίκ αντιλήψεων (γενεσιουργών και της διολίσθησης προς τον
φασισμό) και της μορφής αυτής της μουσικής βιομηχανίας, που εξαντλείται στο
ευτελές, στο άκοπο και στην “αρπαχτή”.
Αν έχει έστω και ελάχιστη σχέση με τη μουσική, θα έχει
διαπιστώσει πόσο προσβλητικές για την έννοια της ποιότητας και της
προετοιμασμένης δουλειάς (για να μη μιλήσω για διανοητικές απαιτήσεις) είναι οι
δήθεν καλλιτεχνικές αυτές εκφράσεις, της κατηγορίας “κόπτεται κιμάς παρουσία
του πελάτη”.
Θα έχει επισκεφθεί φαντάζομαι τα διάφορα κοινωνικά media και θα έχει
παρατηρήσει με πόση σιγουριά, ρηχότητα και υποκρισία εκτοξεύονται διάφορες
καφενειακές και “αντιμνημονιακές” κορώνες βαθιάς σοφίας (αλλά μεγάλης
επιρροής), από στιχουργούς και καλλιτέχνες με εκατοντάδες χιλιάδες followers, κατ’ εξοχήν
εκφραστές της νεόπλουτα χλιδάτης Ελλάδας του μαύρου χρήματος, που παλεύει
απεγνωσμένα να μη χαθεί.
Και θα έχει παρατηρήσει πόσο πιο εύκολο είναι να επιβάλλονται,
χωρίς αντιστάσεις στους χώρους αυτούς, τα πρότυπα της κακόγουστης επίδειξης, με
το πανάκριβο ογκώδες αυτοκίνητο, την νεοπλουτική σπατάλη σε χώρους διασκέδασης
και την αισθητική τη σιλικόνης.
Το “δε βαριέσαι” και το “έλα τώρα μεγάλε”, η εξύμνηση
της παραοικονομίας και η άκοπη ευζωία (αλήθεια πώς θα αποκτηθούν τα χρήματα που
θα την εξασφαλίσουν για όλους, αν όχι από τη φοροδιαφυγή;), ο εσωστρεφής
επαρχιωτισμός της αμεριμνησίας και ο περιφρονητικός προς τις ευρωπαϊκές αξίες
και αρχές εξυπνακιδισμός, το θράσος και η απόλυτη άρνηση για αυτοβελτίωση, η
αποφυγή της εμβάθυνσης στη ζωή και στα προβλήματα (για να μη μιλήσω για την
πολιτική), όταν αγοράζεις δυό-δυό τα ιλουστρασιόν κουτσομπολίστικα περιοδικά
γύρω από ευτελείς προσωπικότητες, είναι όλα άρρηκτα συνδεδεμένα με την
αισθητική του σκυλάδικου - και δη του σκυλοπόπ.
Όλοι έχουμε φιλότιμο και είμαστε “καλά παιδιά”, αλλά όταν πρόκειται για κουτοπόνηρες
υποχωρήσεις από τη στάση του ευσυνείδητου πολίτη, είναι πολύ πιο εύκολο να το
παίζεις ανήξερος ή “αντιστασιακός”, μεταξύ ποδοσφαιρικής φυλλάδας, καταγγελίας
των πολιτικών και μεσημεριανάδικης κουτσομπολίστικης εκπομπής.
Η αισθητική του σκυλάδικου λοιπόν, υπήρξε ένας από τους βασικούς πυλώνες για την ανάπτυξη μιας σειράς
αντιλήψεων, που δίνουν άλλοθι σε πλείστες όσες αντικοινωνικές συμπεριφορές και
αποτελούν μεγάλο μέρος της κοινωνικής μας παθογένειας.
Ένας από τους λόγους που φτάσαμε σε τόσο βαθιά κρίση ήταν
και το “γιατί όχι κι εγώ”: Εκατομμύρια άνθρωποι εκτίμησαν ότι δικαιούνται να
ζήσουν πέρα από όσο τους επέτρεπε το πάπλωμα τους και να επιδειχθούν
κακόγουστα, ακόμα κι αν η νεόπλουτη “κούρσα” ή τα σινιέ ρούχα φάνταζαν τελείως
ξένα επάνω τους.
Το μέτρο (που απωλέστηκε), η σεμνότητα, η εγκράτεια, ο
επαγγελματισμός, ο (καλλιτεχνικός) κόπος και ο σεβασμός προς τους άλλους και το
δημόσιο χώρο δεν είναι ούτε “καλβινιστικό πρότυπο των Βορείων”, ούτε
ηθικολογία, ούτε ελιτισμός. Είναι αξίες κόντρα στη φτήνια, που συγκρατούν μια
κοινωνία (όπως η νεοελληνική), από το να χάσει τελείως το μπούσουλα.
Και οι καλλιτέχνες ή οι πολίτες που τα σέβονται δεν είναι
οι βλάκες της υπόθεσης.
Όπως λοιπόν και με τη χρηματιστηριακή φούσκα, έτσι και με το σκυλάδικο, η
ευσυνειδησία και η κοινωνική υπευθυνότητα πάνε πολύ πιο εύκολα περίπατο, όταν
αποδεχόμαστε τέτοιες νοοτροπίες και αισθητική - και ταυτόχρονα δεν
επισημαίνουμε πόσο σημαντική είναι η ενίσχυση της καλλιέργειας μας.
Και χωρίς να υπονοώ κανενός είδους επιστροφή σε
ξεπερασμένες κουλτουριάρικες μεμψιμοιρίες, “αστυνομία του γούστου” ή αντιδημοκρατικούς
περιορισμούς, θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε σε αυτή τη χώρα να
καταδικάζουμε συμπεριφορές και εκφράσεις, χωρίς να σπεύδουμε αμέσως να
προλάβουμε, μήπως και περιοριστεί η “ηγεμονία του άκοπου”.
Γιατί οι πάσης φύσεως υπερασπιστές της καθυστέρησης αυτό
περιμένουν, για να αντιδράσουν και να λοιδορήσουν (με επιτυχία) την πρόοδο, τον
ουσιαστικό εκσυγχρονισμό, τους “ελιτιστές”, τους “ευρωλιγούρηδες” και τους
“φωταδιστές”.
Δεν ξέρω αν η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος.
Αυτό που ξέρω είναι ότι το να διοργανώνεται συναυλία από
εξέδρα μέσα στη θάλασσα, κόστους 25 χιλιάδων ευρώ, για να κάνει την αρπαχτή
γκλαμουριά του στην Ελλάδα της κρίσης, o τάδε τραγουδιστής (λες και
είναι ο Peter Gabriel στις μεγάλες
δόξες του), μοιάζει πιο αμετροεπές από ποτέ.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το νεόπλουτο σκυλοπόπ
έχει τόση σχέση με το γνήσια λαϊκό, όσο ο λαϊκισμός και η δημαγωγία με το
σεβασμό της λαϊκής θέλησης.
Είναι εύκολο, στα όρια της απάτης...
Προκόπης Δούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου