ΕΚΕΙΝΟΣ: "Μου ήταν αδύνατον να πω στη
Σοφία ότι δεν ήταν εντάξει. Έπρεπε, πάση θυσία, να δικαιολογήσω μέσα μου την
απόφαση να με χωρίσει.
Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου να της φανερώσω
τον θυμό και την πίκρα που έκρυβα μέσα μου.
Στα χρόνια της ασυμμάζευτης πολιτικής μου περιπλάνησης,
ήταν αδιανόητο εγώ, ένας στρατιώτης της «ευρωπαϊκής Αριστεράς» (ωραία, αλήθεια,
που ακουγόταν), να κάνω οτιδήποτε «μη πρέπον», πόσο μάλλον απέναντι σε γυναίκα.
Αντί να την πω «σκρόφα», μέσα μου, και να σπάσω και μια
ντουζίνα ποτήρια, έλεγα σε φίλους που με πληροφορούσαν ότι «σε παράτησε για
άλλον», ότι αφού την αγαπούσα πραγματικά, «πρέπει να αγαπήσω και τις επιλογές
της».
Τέτοιος τρόμπας!
Γι’ αυτό, άλλωστε, το πράγμα, όμως, ξεχωρίζαμε από τους
υπόλοιπους: δηλαδή, την πλήρη υποταγή μας σ’ αυτό που δεν αισθανόμασταν!".
ΕΚΕΙΝΗ: "Κι εγώ, ήταν αδύνατον να
κλάψω, για τον Δημήτρη. Ήθελα χίλιες φορές να εκδηλωθώ, αλλά το φεμινιστικό
κίνημα της εποχής, σημαία και της Ανανεωτικής Αριστεράς, απαγόρευε τη δημόσια
παράδοση της γυναίκας σε «υποτακτικά συναισθήματα», ένα από τα οποία ήταν και να
κλαις για έναν άνδρα.
Μου ήταν ευκολότερο να σε λέω «μαλάκα», παρά να σου
φανερώνω τις αδυναμίες μου, που απαγορευόταν να έχω.
Διαβάζαμε την Κατερίνα Γώγου, και αποστηθίζαμε κάθε
«υπέροχη αυθάδειά της».
«Σ’ αγαπώ», λέγαμε μόνο σε στιγμές απόλυτης σιγουριάς ότι
δεν υπήρχε περίπτωση να εκληφθεί ως αδυναμία η υποταγή.
Όταν τον φίλησα πρώτη φορά τον Δημήτρη, η φράση που
αυθόρμητα του ψιθύρισα -ή, μάλλον, του φώναξα, τι λέω;- ήταν «σε γουστάρω, ρε
πούστη μου».
Άκου «πούστη μου», τον άνδρα που λαχταρούσα να με κάνει
γυναίκα; Κι όμως, έτσι θεωρούσα πως έπρεπε…".
ΕΚΕΙΝΟΣ: "Δίκιο έχεις! Ρουφούσαμε τη
γνώση αχόρταγα, και ξεχάσαμε να γνωρίσουμε πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό.
Απ’ έξω κι’ ανακατωτά μάθαμε όλη την κουλτούρα γύρω από
την ερωτική απελευθέρωση – Χριστέ μου, πόσες ταινίες ακαταλαβίστικες στην
«Όπερα» και στην «Έλλη» - και τι ωραία που ξέραμε πώς να την περιγράφουμε, όχι
όμως και να τη ζούμε.
Ή, πολλές φορές, ζούσαμε και με ψευδαισθήσεις.
Αποστηθίζαμε το «Άλμπατρος», και νομίζαμε πως το έγραψε
για μας ο Μποντλέρ, επειδή σε κάποιον στίχο μιλάει για «τους Ρηγάδες τ’
ουρανού»!
Ανακαλύψαμε τον πόνο, όταν έσβηναν τα φώτα, και είχαν
φύγει όλοι μας οι σύντροφοι για καμιά ξεπέτα σε γκαρσονιέρες, ουζάδικα,
μπαράκια ή μπουάτ, στο κέντρο της πόλης.
Ο πόνος ήταν μεγάλη υπόθεση για τα δικά μας τα δεδομένα.
Εμείς, είχαμε στόχο να πιάσουμε το μικρότερο δυνατόν
ποσοστό και να μπούμε στη Βουλή.
Στο τσακ, πάντα, και εάν…
Βεβαίως και είχαμε όνειρα.
Τον κόσμο θέλαμε να αλλάξουμε – όχι αναγκαστικά και τον
εαυτό μας.
Πιστεύαμε στη δικαιοσύνη – αλλά το εις βάρος μας άδικο το
καταπίναμε από κομψότητα. «Μόκο, μη λες κουβέντα. Κράτα κρυμμένα μυστικά και
ντοκουμέντα".
ΕΚΕΙΝΗ: "Κι όμως, ρε συ, πιστεύαμε πως
ήμασταν ευλογημένοι κάπως, έτσι δεν είναι; Διαλλακτικοί. Διαλεκτικοί. Κάτι σαν
επιούσια νεολαία.
Όχι τόσο γιατί το
αξίζαμε, όσο γιατί οι άλλοι πράγματι ήταν «αλλού γι’ αλλού» - υποταγμένοι στο
δόγμα και την εξουσία, αλαζόνες σαν τους ηγέτες και τα συστήματα που
προσκυνούσαν, μονόχνοτοι και μπουνταλάδες, ακόμα και στις ερωτικές τους περιπτύξεις,
αλλά τουλάχιστον αυτοί πηδούσαν σαν νορμάλ άνθρωποι, ρε σύντροφε, όχι σαν
ιντελεκτουέλ ακροβάτες σε παράσταση του Cirque de Soleil!".
ΕΚΕΙΝΟΣ: "Ωραία. Εμάς δεν μας τράβηξε
ποτέ το κόμμα από το μανίκι. Ούτε μας στρατολόγησε στον μέγα αγώνα της Αλλαγής.
Να, όμως, που όλοι κάπου χωθήκαμε τελικά.
Πες μου πόστο σημαντικό, και θα σου πω αμέσως ποιος δικός
μας τσούκου-τσούκου βρέθηκε εκεί.
Και πάλι, όμως, θαρρώ πως μας ενώνει κάτι διαφορετικό από
όλους τους άλλους, κάτι ίσως μοναδικό στα χρονικά μιας πολιτικής παράταξης που
πρώτη ανέβασε τη σημαία της πρωτοπορίας: η αθρόα κατάληξη των περισσότερων από
εμάς σε ψυχιάτρους.
Να γυρεύουμε, γιατί εσύ δεν έκλαψες ποτέ που σε παράτησε
ο Δημήτρης, και γιατί εγώ δεν έδειξα ποτέ στη Σοφία τον θυμό μου".
Χρήστος Μιχαηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου