Αποφάσισα να φύγω. Πλήρωσα και βγήκα έξω στο δρόμο.
Ο καιρός ήταν τέλειος. Ανοιξιάτικος.
Εξαίσιος, και απίστευτος.
Μύριζε θυμάρι.
Μια ευφορία με κατέλαβε. Ένα «μπουστ» αδρεναλίνης.
Το μυαλό μου πλημμύρησε από ευχάριστες εικόνες.
Όλα άρχισαν να μου φαίνονται ειδυλλιακά. Ακόμα και τα
κορναρίσματα των αυτοκινήτων, που αν έχεις λίγη φαντασία μπορείς να τα εκλάβεις
για κρωξίματα πουλιών της ζούγκλας.
Ζούγκλα είπα και θυμήθηκα, ή μάλλον φαντάστηκα, ή μάλλον
δεν ξέρω…
Για να θυμηθείς κάτι πρέπει αυτό να έχει γίνει. Να είναι
δηλαδή πραγματικότητα. Αυτό όμως, που εγώ θυμήθηκα ή φαντάστηκα, δεν ξέρω αν
όντως έγινε. Πάντως στο μυαλό μου ήταν. Και μου ήρθε.
Ήμουν, λέει, περίπου είκοσι χρονών. και δούλευα μπάρμαν
σε ένα χαμαιτυπείο (θα το χαρακτήριζα) στην άκρη της ζούγκλας, και δίπλα στα
σκούρα θολά νερά του Αμαζονίου. Καλοί καιροί.
Πελάτες ήταν οι ιθαγενείς βαρκάρηδες της περιοχής, και οι
υλοτόμοι των εταιρειών που λίγο πιο μέσα, στην καρδιά δηλαδή των τροπικών δασών
εκτελούσαν τη φύση για το κέρδος που λέγαμε προηγουμένως.
Τότε όμως ήμουν μικρός. Αυτά δεν με απασχολούσαν.
Με απασχολούσε το μεροκάματο που ήταν καλό, και η Μιράντα
που ήταν θεά. Για μένα τουλάχιστον.
Εκείνο το βράδυ όμως, όλα είχαν αρχίσει να παίρνουν
άσχημη τροπή.
Η ιστορία ξεκίνησε με έναν Ινδιάνο, που αφού ήπιε του
κόσμου το (μπόμπα) τζιν, θυμήθηκε ότι δεν είχε λεφτά. Μικρό το κακό.
Μεγάλωσε όμως όταν ο θηριώδης φίλος του, γνωστός νταής
της περιοχής, αποφάσισε να παντρευτεί επιτόπου την Μιράντα τη σερβιτόρα. Τη θεά
μου δηλαδή.
Ισχυριζόταν ότι όπως στα καράβια, τότε που ήταν ναυτικός,
ο καπετάνιος είχε το δικαίωμα από το νόμο να μπορεί να παντρεύει ζευγάρια, έτσι
λοιπόν και στα μπαρ ο μπάρμαν μπορεί κι`αυτός να κάνει το ίδιο.
Και για του λόγου το αληθές ήθελε να τον παντρέψω με τη
μιγάδα κούκλα μας. Αντέδρασα. Η μία κουβέντα έφερε την άλλη και ξαφνικά το
πιστόλι που κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι εκπυρσοκρότησε.
Η νύχτα έκλεισε με αίματα. Δικά μου κυρίως.
Έμεινα σε ένα προκάτ νοσοκομείο μίας εταιρείας ξυλείας
για τρεις περίπου μήνες. Χωρίς ιατρική φροντίδα, αλλά με άφθονες ασπιρίνες.
Όταν συνήλθα, όχι τόσο από τα τραύματα όσο από τα
τσιμπήματα των κουνουπιών που σημάδεψαν τη διαμονή μου στην εντατική,
διαπίστωσα ότι η Μιράντα δεν βρισκόταν πουθενά. Απελπίστηκα.
Από κάποιον γέρο Βραζιλιάνο έμαθα ότι ο έρωτας της ζωής
μου παντρεύτηκε κάποιον ξυλέμπορο και πήγαν να μείνουν στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Αυτό ήταν.
Η εικοσάχρονη καρδιά μου δεν το χώνεψε, ράγισε για τα
καλά.
Την άλλη μέρα κιόλας μάζεψα όλα τα υπάρχοντά μου (σε μία
μικρή βαλίτσα) κι`έφυγα μακριά. Η Βραζιλία δεν ήταν για μένα. Κι`η ζούγκλα δεν
ήταν για κανέναν.
Τώρα βέβαια που τα σκέφτομαι όλα αυτά αναρωτιέμαι, γιατί
αν θυμάμαι καλά εγώ είκοσι χρονών ήμουν φοιτητής και σπούδαζα!
Και πάντως όχι στην Νότιο Αμερική…
Πότε δηλαδή έγινε το περιστατικό; Η μήπως δεν έγινε;
Φωτογραφίες άλλωστε δεν έχω για να φανεί αν ήμουν εκεί.
Χάθηκαν όλες εκείνο το βράδυ της συμπλοκής….
Μπήκα σε ένα βιβλιοπωλείο. Πάντα μου άρεσαν τα
βιβλιοπωλεία. Ειδικά αυτά που πουλάνε μόνο βιβλία και δεν έχουν γίνει super
market.
Τα βιβλία ήταν ανέκαθεν, για εμένα, κάτι το ιερό.
Κομμάτια χαρτί που μέσα τους κρύβουν τη γνώση όλου του κόσμου.
Από μικρό παιδί θυμάμαι πόσο μου άρεσε να κουρνιάζω σε
μια γωνιά και να διαβάζω για τους σταυροφόρους ή τους καουμπόηδες, και να ζω
αλλού.
Στη σημερινή εποχή βέβαια αυτό είναι δύσκολο. Ένα παιδάκι
σήμερα έχει περισσότερες πηγές πληροφόρησης για να ικανοποιήσει την φαντασία
του.
Την τηλεόραση για παράδειγμα, που στερώντας από το παιδί
τη δυνατότητα αντίλογου ή συμμετοχής διαμορφώνει σήμερα τους παθητικούς πολίτες
του αύριο.
Ποιο σημερινό παιδί άλλωστε θα κάτσει να διαβάσει βιβλίο
όταν υπάρχει η τηλεόραση, και μάλιστα έγχρωμη, και με πολλά κανάλια; (Ή όταν υπάρχει
το youtube);
Κατευθυνόμενη από επιτελεία που με επιστημονικότητα
διαπλάθουν συνειδήσεις και σχηματίζουν χαρακτήρες.
Σήμερα η τηλεόραση, αυτό το παγκόσμιο μάτι, είναι η μόνη,
η αληθινή εξουσία.
Το μικρόφωνο του παρουσιαστή είναι το σύγχρονο σκήπτρο
του Βασιλιά.
Έχει άλλωστε και το ίδιο περίπου σχήμα. Ανεβάζει και
κατεβάζει ηγέτες στο λεπτό.
Γι`αυτό όλοι το τρέμουν και όλοι το σέβονται.
Άγριοι υπουργοί, κέρβεροι του αντικειμένου τους, και
απρόσιτοι στον μέσο πολίτη, μεταμορφώνονται σε καλοκάγαθα ανθρωπάκια με λογικά
επιχειρήματα στη θέα της κάμερας της τηλεόρασης. Και το αντίθετο.
Υπερβολή; Δεν νομίζω…
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου