Σηκώθηκα από το τραπεζάκι και αποφάσισα να τριγυρίσω στην
αγορά.
Η αγορά της Θεσσαλονίκης τα έχει όλα και συμφέρει. Όχι
από πλευράς τιμών όσο από πλευράς αποστάσεων.
Μπορείς δηλαδή να τη γυρίσεις όλη με τα πόδια, σε ένα
μισάωρο.
Αρκεί να μην αγοράσεις τίποτα γιατί τότε καθυστερείς.
Καθυστερείς κυρίως λόγω της βλακείας των πωλητριών.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι πωλήτριες στην Ελλάδα
αρέσκονται στο να επιδεικνύουν την βραδύνοιά τους.
Δεν έχουν βέβαια διδακτορικά διπλώματα, αλλά δεν πρέπει
και να είναι τόσο χαζές τελικά, όσο δείχνουν.
Ή μήπως είναι;
Και το περίεργο είναι ότι αυτή τη βλακεία, που την
καλύπτουν πίσω από ένα πέπλο σνομπισμού, την καλλιεργούν εντατικά. Όλες είναι
ίδιες.
Η στάση τους απέναντι στους πελάτες ομοιόμορφη.
Ένα βλέμμα ειρωνικό δηλαδή, που θυμίζει Μόνα Λίζα και ….
Αγγελική Ηλιάδη ταυτόχρονα.
Ένα συγκαταβατικό χαμόγελο αραιά και που, που σου
δημιουργεί κόμπλεξ κατωτερότητας.
Που σε κάνει να αισθάνεσαι μαλάκας, τιποτένιος, και πως
εν πάση περιπτώσει σου κάνει χάρη (το βούρλο) που ασχολείται μαζί σου, ενώ έχει
σοβαρότερα πράγματα να κάνει (να δει την Μενεγάκη, να βάψει τα νύχια της, κλπ).
Ένας πατερναλισμός, μια συγκαταβατικότητα, που σου
αφήνουν να νομίζεις ότι οι ρόλοι αντιστράφηκαν, και ότι εσύ είσαι ο ηλίθιος.
Και μια σεξουαλικότητα, α... μία σεξουαλικότητα το κάτι
άλλο.
Το εντόπισε άλλωστε και ο Μαρκούζε, ο οποίος κάπου στον
«Μονοδιάστατο Άνθρωπο» γράφει ότι στις προηγμένες κοινωνίες το ανθρώπινο σώμα
εκτός από εργαλείο εργασίας αφήνεται να επιδείξει και τις ερωτικές του
ιδιότητες καθημερινά στο χώρο δουλειάς.
Αυτό λέει είναι και ένα βασικό κέρδος του καπιταλισμού,
ότι δηλαδή η ελαχιστοποίηση της βρώμικης και χειρονακτικής δουλειάς σε
συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση σε φθηνά μοντέρνα ρούχα και καλλυντικά, έχουν
μετατρέψει τα εργαζόμενα κορίτσια σε κοκότες που πλασάρουν ερωτισμό.
Ο λειτουργικός σχεδιασμός των μαγαζιών συντελεί σ`αυτό.
Τεράστιες γυάλινες βιτρίνες που μέσα απ`αυτές φαίνονται
οι εργαζόμενοι, και που καταργούν τον διαχωρισμό μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας
ζωής.
Όλα αυτά συντείνουν στη μεγιστοποίηση της ηδονής. Ηδονή
που οδηγεί στην κατανάλωση, και συνεπακόλουθα στην αποχαύνωση μιας ολόκληρης
κοινωνίας. Δηλαδή στην υποταγή της.
Κλασσικό παράδειγμα οι διαφημίσεις στη τηλεόραση. Τέλειες
γυναίκες που μιλούν για αλεύρι ή αλλαντικά, καμία άσχημη.
Και εμείς εκεί, κολλημένοι, και δυστυχώς υποταγμένοι.
Στις επιταγές και στα πρότυπα της ... Τατιάνας!
Και αυτό φαίνεται προς τα έξω... ξεκινώντας από τα σχολεία, και τις περίφημες μαθητικές παρελάσεις (πασαρέλες).
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βλακεία από το να είσαι σκλάβος
και να μη το γνωρίζεις.
Η ιστορία της ζωής μας δηλαδή.
Αυτά όλα βέβαια δεν μπορείς να τα πεις στη πωλήτρια που
διαβάζει ρομάντζα μπέστ σέλερ για τον Ιούδα που φιλά υπέροχα, και που νομίζει
ότι η βαριεστιμάρα είναι αρετή.
Άλλωστε έτσι τη θέλει το αφεντικό της. Μοντέρνα και σνομπ
για να ανεβάζει το ύφος του μαγαζιού. Και εύκολη. Εύκολη βέβαια τα βράδια για
τον ίδιο (ιδιωτική υπάλληλος στη κυριολεξία), όταν την πάει στο σκυλάδικο για
να χαλαρώσουν από την πολλή δουλειά.
Ούτε όμως και το αφεντικό διαβάζει Κορνήλιο Καστοριάδη
εδώ που τα λέμε. Βλέπει απλώς τηλεόραση, και ξέρει ότι η Βάνα Μπάρμπα, ή έστω
τα κακέκτυπά της είναι αυτό που πρέπει να είναι όλες οι γυναίκες.
Το βράδυ στα μπουζούκια αυτό το στυλ μετράει.
Πόσα πιατάκια με γαρδένιες θα ρίξεις, και όχι πόσα βιβλία
διάβασες.
Μη ξεχνάμε ότι παλαιότερα, ακόμη και ο περιβόητος
Κοσκωτάς, το πρότυπο του απατεώνα, για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν λαϊκό
είδωλο, ειδικά στον Πειραιά. Επιτυχημένος. Τριάντα χρονών, και πλούσιος.
Και ας μην πήγε ποτέ φαντάρος.
Ποιος θα τον ήλεγχε;
Το Κράτος; Το είχε αγοράσει.
Τέλος πάντων.
Η λέξη κλειδί είναι «σικέ».
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου