Η μόδα εν Ελλάδι δεν περιορίζεται σε υφάσματα και
φιγουρίνια αλλά αφορά πρωτίστως τις ιδέες, την σκέψη, τους τρόπους συμπεριφοράς
και την εκ του ασφαλούς κριτική από σκόρπια διαβάσματα.
Όπως πολλοί straight άνδρες την δεκαετία των 90′s,
αναγκάζονταν ν’αφήνουν υπονοούμενα ομοφυλοφιλικής μέθης, για να μην θεωρηθούν
παράταιροι από την εν γένει πλαστικούρα της glossy αισθητικής, έτσι και οι οπαδοί
του αντιφασισμού, της αντιρατσιστικής ρητορείας και της αντιναζιστικής
παρτιτούρας, αποδίδουν ιδιότητες και χρίζουν εθελοντές, δωρίζοντας μικρόφωνο σε
ασχέτους που τραγουδούν για χυμένα έντερα στα πεζοδρόμια χωρίς να έχουν ιδέα τι
ακριβώς διακυβεύεται, θυμίζοντας τις καταλήψεις των σχολείων όπου οι μαθητές
ψηφίζουν «ναι» αλλά εάν ερωτηθούν γιατί απέχουν είτε δεν ξέρουν ή αραδιάζουν
παλαιοκομμουνιστική μέθεξη των 70′s, διανθισμένη από μίσος για το κράτος, την
αστική παιδεία και την ελπίδα ότι λίαν συντόμως θα αγγίζουν την οθόνη του
iPhone 5S, ευτυχισμένοι.
Η πολιτική ορθότητα, πιστή στο αμερικανικό κακέκτυπο της
εποχής Clinton, παρεισφρέει μεταξύ στοχασμών και απομίμησης ευτυχισμένων
παιγνίων, θεωρώντας την συνθηματολογία και την αγένεια, εκ των ων ουκ άνευ
προϋπόθεση για τις προφορικές επιφυλλίδες.
Η άγνοια και η προχειρότητα στην ανάγνωση, επιφέρει
τ’αντίστοιχα αντανακλαστικά· εθελοντές γεωπολιτικής έπαρσης που δεν έχουν ιδέα
από διπλωματία, φαντασία και κοινωνιολογική πραγματικότητα.
Ο 19ος αιώνας έχει μεθύσει τόσο άκριτα τον εσμό των
φαιοκόκκινων, που η αντίρρηση μεταλλάσσεται σε διάψευση, η Δημοκρατία αποτυχία
του καπιταλιστικού συστήματος, η τυχαιότητα και το απρόβλεπτο της κινητικότητας
των Ιδεών σε κρίση των αδηφάγων μονοπωλίων.
Εξάλλου, ο σταλινικός Ζαχαριάδης και οι οπαδοί του
κατέστρεψαν συνειδήσεις και φρονήματα. Στα χρόνια της Δεξιάς, εν μέσω Ψυχρού
Πολέμου, τα συναισθήματα θεωρούνται μικροαστικά κατάλοιπα.
Οι gay πειραματίζονται ανατομικά· η ηδονή αυτή καθεαυτήν
δεν είναι το ζητούμενο, πλέον.
Οι τουρίστες στο Βερολίνο θεωρούν τ’απωθημένα, θυμόσοφα
αποφθέγματα.
Οι μάζες, λατρεύουν φθονώντας τον πλούτο, δίνοντας βήμα
στους απογόνους τους, οι οποίοι είναι πλουσιότεροι από τους γονείς τους κι ας
γκαρίζουν καθημερινά για ν’αποδείξουν το αντίθετο.
Οι λόγοι που η πλειοψηφία ονειρεύεται τα τρίτα
Δεκεμβριανά, είναι δύο: οι Έλληνες θεωρούν εαυτούς υπερμορφωμένους, ελιτιστές,
υπεράνω υποψίας, καθιστώντας τον οποιονδήποτε έλεγχο προσβολή της
προσωπικότητας, με αποτέλεσμα να περιχαρακώνονται σε έναν κόσμο ναρκισσιστικό,
ο οποίος γνωρίζει ότι είναι μέτριος, αδιάλλακτος και αδιάφορος για τα κοινά.
Η πεποίθηση ότι «όλοι να πάνε να γαμηθούν», ξεπερνά το
μίσος των Κυπρίων εναντίον των Τούρκων την δεκαετία των 50′s.
Ο δεύτερος λόγος αφορά πάσης φύσεως αδικήματα τα οποία εν
ονόματι μιας συμπεριφοράς που ονειδίζει το κράτος Δικαίου, παίρνει μπόνους στην
συνείδηση καθώς το αίσθημα κατωτερότητας έναντι τρίτων και δη Τσιγγάνων,
αποκαθιστά στιγμιαία τον αυτιστικό μικρόκοσμο της αυταπάτης που ωστόσο
εθελοτυφλεί αδιακρίτως, με το άλλοθι της ανεκτικότητας και της χαιρεκακίας που
το κράτος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους αθίγγανους, τους αναρχοφασίστες,
τους παρακρατικούς· γαλάζιους και κόκκινους.
Το 1867 η Ku Klux Klan (ποιος ξέρει άραγε ότι η ονομασία
της αποτελεί εκφαυλισμό της ελληνικής λέξης «κύκλος» «kuklos» λατινιστί, ήταν
όργανο των Δημοκρατικών, καίγοντας ζωντανούς απελεύθερους μαύρους,
διοργανώνοντας κυνήγι ανθρώπων με την ανοχή των κοινοτήτων του Νότου;),
ξεκίνησε την διαδρομή του μίσους παρέα με τους Knights και τους White Camelia.
Αντάρτικες ομάδες αυτοαποκαλούνταν, τότε.
Οι ποτμοσυμμορίτες του σήμερα, οποιοδήποτε ιντερνετικό
σκουπίδι, χωριατομουλάδες που ονειρεύονται ελικόπτερα και όπλα, συριζοφασίστες
και δήθεν αντικαπιταλιστές που κηρύσσουν την κακομαθημένη έξη τους καθότι
καθοίκια στην ευτυχία του διπλανού, πράττουν εν γνώσει τους το εξής λογικό
σφάλμα: υποδώρια, με ιστορικά στοιχεία και συναισθηματικό αχταρμά,
αντικαθιστούν την έκνομη δραστηριότητα με την μύχια ελπίδα ότι ο μελαψός
οφείλει να αθωωθεί από την εξουσία και από τον κοινωνικό περίγυρο δεδομένου
«ότι για πολλά χρόνια, υπέφερε τα πάνδεινα εξαιτίας του δέρματός του, οπότε τι
το συζητάμε, χώρια ότι με τους Κατσίβελους δεν βρίσκεις άκρη, άστους μωρέ
ήσυχους, πού πας να μπλέξεις τώρα, δεν βγάζεις άκρη με δαύτους».
Οι ρατσιστές λοιπόν δεν είναι αυτοί που απαιτούν
δικαιοσύνη ανεξαρτήτως χρώματος αλλά όλος αυτός ο εσμός των τεράτων που
σκέφτεται ιδιοτελώς ανορθολογικά· οτιδήποτε μη λευκό εστί αυτόχρημα άδολο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου