4.11.13

Μια Ζωή Σικέ (16)



Ξεκίνησα την βραδιά από το μπαράκι του φίλου μου. Εκεί άλλωστε μαζεύονται όλοι της πάλαι ποτέ ακμαίας και αχώριστης παρέας μας.
Άνθρωποι με τους οποίους μοιράστηκα εφηβικές προσδοκίες, και καναδυό γκόμενες. Τώρα είναι αγνώριστοι.



Όλοι ανεξαιρέτως παντρεμένοι και με παιδί.
Ο Μπάμπης που λέγαμε.
Οι Μπάμπηδες δηλαδή που κατακλύζουν την Ελλάδα μας.
Ο ιστός της πατρίδας.




Γραφείο 7 με 3, επιστροφή στο σπίτι με το αστραφτερό ibiza των 72 δόσεων, και συμβίωση που τους έχει επιβληθεί με κάποια κυρία που δεν τους καλύπτει και γι`αυτό τους πετυχαίνω στα μπαράκια, σόλο, να μοσχοβολούν πανάκριβη κολόνια, και να φορούν παπούτσια απομίμηση Guzzi, παριστάνοντας τα τζόβενα, και γονατίζοντας μπροστά στην κάθε καλλίγραμμη 20χρονη κλώσα.
Λογιστές, δημόσιοι υπάλληλοι, μαγαζάτορες, και γενικά έμποροι.
Και να σκεφτείς ότι αυτοί είναι οι λίγοι με τους οποίους ταιριάζω, και γι`αυτό συνεχίζουμε να κάνουμε παρέα. Οι υπόλοιποι χαθήκανε στη σκόνη.
Ήταν λοιπόν όλοι τους εκεί. Σαν εικόνα από το παρελθόν.
Βγάλε βέβαια τα σκεμπεδάκια και τις πιστωτικές κάρτες που αμφότερα δεν υπήρχαν τότε.
Αρχίσαμε λοιπόν να πίνουμε, και να θυμόμαστε τα παλιά.
Τα ίδια και τα ίδια.
Περιστατικά που έγιναν πριν από δεκαπέντε και πλέον χρόνια, και που παρ`όλη την επανάληψη μας καθηλώνουν ακόμα.
Βέβαια όλα έχουν εξιδανικευτεί και ωραιοποιηθεί.
Όπως άλλωστε και η θητεία στο στρατό.
Ξέρει κανείς κανέναν, που να μην πέρασε ωραία στο στρατό; Όλοι λουφάρανε, και όλοι ήταν μάγκες.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος νομίζω είχε πει το ωραίο, ότι όλοι οι Έλληνες έχουν πει τουλάχιστον δύο ψέματα: Πρώτον ότι έχουν πηδήξει τσάμπα σε μπουρδέλο, και δεύτερον ότι έδειραν τον λοχία τους στο στρατό.
Σαν αυτούς που αυτοκτονούν στη σκοπιά, και που αν σε κάποια σφαίρα φαντασίας απολύονταν ποτέ, θα συνειδητοποιούσαν τη βλακεία της πράξης τους, και θα έλεγαν εκ των υστέρων παραμύθια στις παρέες τους ότι δήθεν κι`αυτοί λουφάρανε.
Ο Τάσος είχε κέφια.
Ο Τάσος πάντα είχε κέφια.
Ήταν ανέκαθεν η ψυχή της παρέας.
Σήμερα όμως είχε πιει, και όπως πάντα όταν πίνει, άρχισε να διαδίδει ότι τελεί εν διαστάσει με τη σύζυγό του.
Κρυφοί πόθοι ανολοκλήρωτοι, που πάντα μας διαφεύγουν όπως και το πρώτο λαχείο. Elusive desires dressed in lace.
Ε ναι, ξέρουμε και αγγλικά. Ντροπή είναι; Άλλοι με πιο λίγα αγγλικά συντηρούν οικογένεια και μπορεί και γκόμενα. Ξεναγοί, αεροσυνοδοί, και τα λοιπά συναφή επαγγέλματα.
Τέλος πάντων, ο Τάσος φώναζε ότι απόψε θα σκοτώσει τη γυναίκα του, κι`οτι ξέρει πως τον απατάει, αλλά θα της δείξει από πού κλάνει το μπαρμπούνι, και τα λοιπά.
Είχε πιστέψει μάλιστα ότι την πληροφορία για την απάτη της γυναίκας του, του την είχε δώσει ο παπαγάλος του. Ένα παπαγαλάκι των είκοσι ευρώ, που δεν επρόκειτο βέβαια να μιλήσει ποτέ.
Ο Τάσος όμως ήταν Τάσος.
Αλλά γιατί όταν οι άνδρες πίνουν και βγαίνει στη φόρα ο αληθινός τους εαυτός, γιατί να καταλήγουν όλοι στην ίδια ενδόμυχη φοβία;
Ότι δηλαδή τους απατάει η γυναίκα τους;
Και τελικά τι έγινε που τους απατάει αν τους απατάει;
Ζήλια.
Η ζήλια είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αν και πολλές κοινωνίες δεν την γνωρίζουν, τουλάχιστον στο θέμα του έρωτα.
Στη δικιά μας κοινωνία η ζήλια πλήττει ακόμα και άτομα που ξεχωρίζουν απ`το μπούγιο.
Αναλογιστείτε μόνο ότι τα περισσότερα πρωτοποριακά κοινόβια, οι εναλλακτικές κοινωνίες της δεκαετίας του εξήντα και αργότερα, διαλύθηκαν γι`αυτόν ακριβώς το λόγο.
Την ερωτική ζήλια που αναπτύσσεται χωρίς κανείς να το καταλάβει.
Ακόμα και ο Πλάτωνας είχε θίξει το θέμα στην ιδανική του πολιτεία, όπου ονειρευόταν παιδιά αγνώστων γονέων που χωρίς προνόμια ή τροχοπέδες οφειλόμενες σε γονείς θα θεμελίωναν έτσι την τέλεια αξιοκρατία.
Και ο Τάσος που δεν ξεχωρίζει από το μπούγιο, και που μάλλον δεν έχει ακούσει ποτέ περί κοινοβίων ή περί της Πολιτείας του Πλάτωνα ζηλεύει, φυσικά.
Αγαπάει την γυναίκα του άραγε;
Σίγουρα την έχει συνηθίσει, αλλά ήταν ποτέ ερωτευμένος μαζί της;
Αν τον ρωτήσει κανείς γελάει και δεν απαντάει.

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου