Κάποτε είχα ρωτήσει τον Αβραάμ Γεοσούα πώς είναι δυνατόν
οι συγγραφείς να μιλούν τόσο ανοιχτά και τόσο σκληρά εναντίον της επίσημης πολιτικής
του Ισραήλ και όχι μόνο να μη διώκονται, αλλά να αντιμετωπίζονται με τέτοιο
σεβασμό.
Αφορμή ήταν μια επίσκεψή μου στην έκθεση βιβλίου της
Ιερουσαλήμ και ο θαυμασμός με τον οποίον η εικοσάχρονη ρεσεψιονίστ στο
ξενοδοχείο μού ανακοίνωσε ότι ο κ. Γεοσούα τής είχε ζητήσει να μου δώσει τον
αριθμό του κινητού του τηλεφώνου.
Μερικές ημέρες μετά, στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ, όταν η
νεαρή στρατιωτίνα με ρώτησε αν έχω κάποιον προσωπικό γνωστό στο Ισραήλ και της
ανέφερα το όνομα του Γεοσούα, αμέσως σταμάτησε την ανάκριση και με άφησε να
περάσω.
Αναρωτήθηκα πώς δύο νέες κοπέλες, η μία υπάλληλος
ξενοδοχείου και η άλλη στρατιωτίνα, αντέδρασαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο όνομα
ενός συγγραφέα τον οποίον επ’ ουδενί τρόπω θα τον χαρακτήριζες «εύκολο» και
σίγουρα όχι «λαϊκό».
Ο Γεοσούα, συγγραφέας του αριστουργηματικού «Κύριου
Μάνι», μου είχε απαντήσει πως ο ιουδαϊσμός έχει την παράδοση των μεγάλων
προφητών και ως εκ τούτου τους συγγραφείς τούς θεωρούν κατά κάποιον τρόπο
τοποτηρητές της.
Την ίδια απορία διατυπώνει και ο Αξελός στο κείμενό του
«Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας», όπου αναρωτιέται γιατί οι Εβραίοι άκουσαν τους
προφήτες τους κι εμείς οι Ελληνες δεν ακούσαμε ποτέ τους φιλοσόφους μας.
Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να μου λυθεί η απορία, όσος καιρός απαιτείται
για να πάρεις τις αποστάσεις σου και να συνειδητοποιήσεις κάτι που οι
περισσότεροι γύρω σου το θεωρούν προφανές. Εμείς
εδώ είχαμε κάποτε την παράδοση των εθνικών ποιητών και όταν το είδος εξέλιπε,
τους διαδέχθηκαν οι τραγουδιστές.
Θα είχε ενδιαφέρον να γράψει κάποιος τους κραδασμούς της
ελληνικής κοινωνίας μετά τη μεταπολίτευση παρακολουθώντας το ρεπερτόριο των
συναυλιών από τον ένα χρόνο στον άλλο, από το ένα γεγονός στο άλλο, από το
Κυπριακό και τη δημοκρατία μέχρι το σοσιαλιστικό «θαύμα» της δεκαετίας του
ογδόντα και την πλούσια σε χοληστερόλη αστακομακαρονάδα της συνέχειας ως τον
αντιμνημονιακό πατριωτισμό της σήμερον.
Οταν έχεις μεγάλη καρδιά δεν χρειάζεται να κουράσεις τους
νευρώνες του εγκεφάλου σου να σκεφτείς.
Φτάνει να την αφήσεις να πεταρίζει στον ρυθμό της
συναυλίας και να ανεμίζει σαν καραβάκι του Αιγαίου στο ρεφρέν που το τραγουδάει
όλος ο λαός μαζί.
Διότι, αν δεν καταλαβαίνεις από λαϊκή μουσική, δεν
καταλαβαίνεις από λαό.
Και όποιος δεν καταλάβαινε από λαό δεν είχε δικαίωμα διά
να ομιλεί.
Ηταν ανάλγητος, ψυχρός, εγκεφαλικός, κουραστικός.
Ως εκ τούτου, δεν υπήρχαν καταλληλότεροι για να εκφράσουν
το λαϊκό αίσθημα από τους τραγουδιστές.
Ασχέτως αν η πολιτική τους σκέψη άγγιζε τα ύψη της μαντάμ
Σουσού και του Βούθουλα του Δημήτρη Ψαθά.
Για να φτάσουμε να σχολιάζουμε δημόσια τις πολιτικές
απόψεις ενός Νότη Σφακιανάκη ή ενός Ρέμου, χρειάστηκαν χρόνια δουλειάς, ένα
έδαφος οργωμένο από τους Νταλάρες και τους διάφορους ψυχοπονιάρηδες με τις
φάμπρικες και τις τσιμινιέρες.
Οταν οι πρωτοπόροι της πνευματικής Ελλάδας φτάνουν να
ανέβουν στη σκηνή του Ηρωδείου και του Μεγάρου, μετά γιατί να μην έχουν και
άποψη επί παντός επιστητού, δημοκρατίας, Μνημονίων και μοίρας του ελληνισμού;
Ταλαντούχοι και ατάλαντοι σ’ ένα τσουβάλι, αρκεί να
τραγουδάνε τον νταλκά του λαϊκού, πληγωμένου και αδικημένου αισθήματος.
Και να επιβάλλουν τη νοοτροπία τους σε μια Ελλάδα
αφοπλισμένη από σκέψη και παιδεία, που ψάχνει στα τυφλά το αύριο που μόνο με
αύριο δεν μοιάζει.
Τάκης Θεοδωρόπουλος
ΥΓ. Από το Εθνικό Θέατρο με πληροφόρησαν ότι δεν
παραχωρήθηκε στον πρύτανη αίθουσα. Επρόκειτο περί παρεξηγήσεως.
Οι πολυπληθείς θαυμαστές του θα πρέπει να αναζητήσουν
αλλού το εκρηκτικό του ταλέντο.
Θα παρακολουθήσω το θέμα και θα ενημερώσω σχετικώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου