Είναι
τελεσίδικο. Αποφασίστηκε…
Δεν
υπάρχει πλέον κανένας διαχωρισμός μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου.
Οι
παλιές καλές εποχές, όπου οι διαχωρισμοί ίσχυαν, πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Και
αυτό αποδεικνύεται από τις τελευταίες περιπέτειες του Φρανσουά Ολάντ.
Το
αποτέλεσμα είναι να αισθάνονται άβολα οι δημοσιογράφοι που καλούνται να
καλύψουν την τρίτη μεγάλη συνέντευξη τύπου του Γάλλου προέδρου.
Να
τον ρωτήσουν για το σκάνδαλο ή όχι;
Ήδη
υπάρχουν τρεις διαφορετικές σχολές σκέψης επ αυτού:
Η
σοβαρή, που θέλει τους δημοσιογράφους να κάνουν μόνο σοβαρές ερωτήσεις στον
πρόεδρο, όπως για παράδειγμα σχετικά με την πρόσφατη συμφωνία που έκλεισε με
τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας, αλλά και την στροφή που κάνει υπέρ της
ελεύθερης αγοράς.
Υπάρχει
και η λιγότερο σοβαρή δημοσιογραφία, που επιμένει να ασχολείται με τις
προσωπικές του περιπέτειες, όπως και αυτές της πρώτης κυρίας.
Ο
ξένος τύπος θα καλύψει και τις δυο προσεγγίσεις, όπως κάνει πάντα στο όνομα της
διαφάνειας.
Στη
πραγματικότητα, ολόκληρος ο τύπος θα εμπλακεί στην οφθαλμοπορνεία, αφού αυτό
είναι που θέλει η κοινωνία μας.
Όλοι
θέλουν να μάθουν τα πάντα για τον Ολάντ, τόσο ως πολιτικό όσο και ως
διασημότητα… τι σκέφτεται, τι κάνει, και ποια μυστικά έχει στη κρεβατοκάμαρά
του.
Όλοι
θέλουμε να μπορούμε να γελάμε, να κλαίμε, και να λοιδορούμε τα πάντα, χωρίς
όμως να σκεφτόμαστε πόσο σκληρό και απάνθρωπο είναι να βγάζουμε στη φόρα κάποια
αυστηρώς προσωπικά αισθήματα.
Υπάρχει
επίσης και ένα κατ εξοχήν πολιτικό ερώτημα: Πως μπορεί ο Ολάντ, στην εποχή των smartphones,
του διαδικτύου, και των σόσιαλ μίντια, να νομίζει ότι επειδή έκρυψε τη φάτσα
του πίσω από ένα κράνος σκούτερ, θα μπορούσε να έχει κρυφή ζωή, όπως είχε
κάποτε ο Μιτεράν;
Πρόκειται
άραγε για αφέλεια; Μάλλον όχι.
Από
τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ήταν ακόμη ο αρχηγός του σοσιαλιστικού
κόμματος, ήταν κι αυτός άθελά του συνυπεύθυνος, όπως και πολλοί άλλοι, για το
ότι η πολιτική ζωή άρχισε σιγά σιγά να μπλέκεται με την κουλτούρα των
σελέμπριτι.
Η
προσωπική του ζωή ήταν στο έλεος των ΜΜΕ και του κοινού, απλά επειδή ήταν στενά
συνδεδεμένη με την πολιτική του ζωή.
Μαζί
με την πρώην υποψήφια για την γαλλική προεδρία Ségolène Royal, αποτελούσαν το
απόλυτο πολιτικό ζευγάρι, μέχρι που χώρισαν.
Αυτή
η εμπλοκή του Ολάντ με την σελέμπριτι εκδοχή της πολιτικής δεν τον έβλαψε
ιδιαίτερα, διότι απλά τον έκανε να δείχνει πιο πολύ «άνθρωπος», προσφέροντας
μια δόση ρομαντισμού στην κατά τα άλλα κοινότοπη ζωή του.
Κάτι
ανάλογο συμβαίνει και στο προεδρικό παλάτι, όπου η ρομαντσάδα όχι μόνο πάει
σύννεφο, αλλά αποτελεί και συν.
Για
να ευδοκιμήσει όμως, χρειάζεται και λίγο μυστήριο, χώρια του ότι χρειάζεται και
να ελέγχεται, κάτι το οποίο δεν μπόρεσε να κάνει ο Ολάντ, παρασυρμένος από ένα
σενάριο το οποίο εξ αρχής δεν μπορούσε να περιορίσει.
Η
ελαφρότητα του Ολάντ είναι αυτό που θα δυσκολέψει την συγχώρεσή του, μέσα σε
ένα γενικότερο πλαίσιο έλλειψης εμπιστοσύνης που καθιστά το αξίωμα της
προεδρίας τόσο εύθραυστο.
Απόδοση:
S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου