18.2.14

Δημοσκοπήσεις και πραγματικότητα…



Αν λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη μας τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα, γίνεται ξεκάθαρο ότι κάτι πρέπει να αλλάξει νομοθετικά όσον αφορά στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές. 



Τρεις δημοσκοπήσεις –από GPO, Public Issue και ALCO– που δημοσιοποιήθηκαν την εβδομάδα που πέρασε και έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα, συμφωνούν ότι η διαφορά ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι κάτω από το 2% και πάνω από 1% υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν αναλογισθεί κανείς το αρνητικό περιβάλλον στο οποίοι κινείται ο κυβερνητικός σχηματισμός με τα πάμπολλα μέτρα που πλήττουν μεγάλες κατηγορίες πολιτών και την προνομιούχο θέση που βρίσκεται η αξιωματική αντιπολίτευση, μια και μπορεί να υπόσχεται ανέξοδα, θα διαπιστώσει αβίαστα ότι ελάχιστα είναι τα κέρδη που για την ώρα προκύπτουν για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ.


Παράλληλα, όλες οι δημοσκοπήσεις κονταίνουν την Χρυσή Αυγή και ταυτόχρονα στο συν-πλην 5% εντοπίζουν τα ποσοστά  των άλλων τεσσάρων κομμάτων του σημερινού κοινοβουλίου.
Βεβαίως, κανένα κόμμα δεν φαίνεται να συγκεντρώνει αυτοδυναμία και σε σχετική ερώτηση οι πολίτες στην πλειοψηφία τους εμφανίζονται να προτιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας.
Με δεδομένο ότι, με τις αναγωγές για την πρόθεση ψήφου, τα δύο κόμματα που συνωστίζονται στην κορυφή βρίσκονται στο 30% και με μικρή διαφορά το ένα από το άλλο, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το μπόνους των 50 εδρών είναι μία απαράδεκτη πριμοδότηση που αλλοιώνει και διαστρεβλώνει την αναλογικότητα της ψήφου.
Βεβαίως, ούτε οι συντάκτες του παράλογου αυτού μπόνους, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ούτε αυτοί που διεκδικούν –ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προκειμένη περίπτωση– δεν σκέπτονται να το καταργήσουν ή να προκρίνουν μία αναλογική πριμοδότηση, που να δίνει για παράδειγμα 10 έδρες για ποσοστά 30% και πάνω στο πρώτο κόμμα, 20 έδρες για ποσοστά 35% και πάνω και 30 έδρες για ποσοστά 40% και πάνω.
Θα τολμήσουν άραγε αυτή την αλλαγή;
Επειδή το πολιτικό σύστημα δεν μάς έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους ευχάριστες εκπλήξεις, το πιθανότερο είναι τα πράγματα να μείνουν ως έχουν με τη λογική του «μη μου τους κύκλους τάραττε».
Αλλά δεν είναι η μόνη αλλαγή που αφορά το κοινοβούλιο και το εκλογικό σύστημα. Είναι επίσης άμεση η ανάγκη της μείωσης των εδρών από 300 σε 200 και το σπάσιμο των εκλογικών περιφερειών σε μικρότερες.
Αυτά, αν συμφωνήσουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, μπορούν να ισχύσουν στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Ουτοπίες, θα πει κανείς.
Πράγματι, ουδέν διδάχθηκε το πολιτικό σύστημα από τα όσα συνέβησαν την τελευταία πενταετία.
Το βλέπουμε, άλλωστε, και στις επιλογές των προσώπων που στηρίζουν τα κόμματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Με παλιά υλικά, με ανεπάγγελτους, με κομψευόμενους και με πρόσωπα που δεν έχουν καμία σχέση με τον τόπο που επιδιώκουν να εκπροσωπήσουν, δεν προσφέρουν αξιόπιστες επιλογές για τους πολίτες.
Γι αυτό και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των πολιτών στις δημοσκοπήσεις δηλώνει ότι δεν θα προσέλθει στις κάλπες για να ψηφίσει. 
Το εσωκομματικό μαλλιοτράβηγμα και η παρουσία ανταρτών στα ψηφοδέλτια των κομματικών σχηματισμών δείχνει αδυναμία συσπείρωσης και ταυτόχρονα απουσία προσώπων, που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από τις τοπικές κοινωνίες.
Η απουσία αξιόπιστου πολιτικού λόγου δείχνει πολιτική ένδεια, με τα προβλήματα των πολιτών να αυξάνονται καθημερινά, με τα πλεονάσματα από την μία και τις υποσχέσεις από την άλλη, που ουδόλως αλλάζουν την σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες.
Γι αυτό και πολλοί ψηφοφόροι στις επερχόμενες εκλογές θα γυρίσουν την πλάτη στο πολιτικό σύστημα, που τίποτα δεν διδάχθηκε από το παρελθόν…

Τάσος Παπαδόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου