Για μας, ο Νίκος Νικολόπουλος δεν είναι ένας
απλός πολιτικός – καλός, μέτριος ή κακός.
Τον θεωρούμε ως την πιο αντιπροσωπευτική
συνόψιση της μαζικής δημοκρατίας.
Παρά τους κλαυθμούς και οδυρμούς της κυρίαρχης
(και βολικής) προπαγάνδας περί «του καημένου του λαού που χειραγωγείται από τις
ελίτ» (τις ποιες;..), του άμοιρου λαού «που τον πατάνε στον λαιμό οι ολιγαρχίες
της πολιτικής και του πλούτου και του πίνουνε το αίμα», εμείς βλέπουμε μια
ολωσδιόλου διαφορετική εικόνα, ως μια αυθεντική εικονογράφηση της σύγχρονης
αντιπροσωπευτικότητας: εάν μπορεί να διεκδικεί και να παίζει ρόλο στη δημόσια
ζωή – έστω και στο υπεργραφικό χωριουδάκι που ονομάζεται Ελλάδα – ακόμη και
ένας Νικολόπουλος – δηλ. ένας τυπικότατος εκπρόσωπος του μέσου όρου–, τότε το
παιχνίδι είναι πλέρια ανοιχτό για όλους.
Με άλλα λόγια, αφού όπου κοιτάζουμε
Νικολόπουλους βλέπουμε, η μαζικότερη και αντιπροσωπευτικότερη μορφή δημοκρατίας
είναι ήδη εδώ· με τον (μονίμως κλαυθμυρίζοντα) Λαό, διά των πάσης φύσεως
Νικολόπουλων, να έχει κωλοκάτσει στην εξουσία προ πολλού…
Βέβαια, επειδή την περιβόητη «αντικειμενικότητα»
την έχουμε πολύ ψηλά (τόσο ψηλά όσο δε φαντάζεστε), δε θα αρνηθούμε ότι
υπάρχουν και αρκετοί που εκφράζουν και κάποιες αντιρρήσεις.
Μπορεί, λένε, αυτή η 100% χωριάτικη φάτσα με την
περίεργη οδοντοστοιχία, αυτή η θρασεία και εκνευριστική μισοριξιά, αυτός ο
κουτοπόνηρος λαδοπόντικας, αυτός ο αγράμματος και κακόγουστος μπαστουνόβλαχος
να αποτελεί πολιτική παρουσία και μάλιστα σε καιρούς κρίσης;
Εδώ είναι, όμως, που θα καταθέσουμε και τις
δικές μας ενστάσεις.
Θα θέλαμε η κριτική να είναι αποκλειστικά και
μόνο πολιτική, πέρα κι έξω από αισθητικές αιτιάσεις που δεν αποκλείεται να
χαρακτηριστούν και ως «ρατσιστικές».
Αυτό, άλλωστε, δεν επιβάλει το πολιτικό «savoir vivre»
της εποχής, που έχει εγκαθιδρυθεί από το κυρίαρχο πλέον στα «πνευματικά» μας
πράγματα υβρίδιο σοσιαλδημοκρατίας-φιλελευθερισμού, δηλ. του σύγχρονου «ΚΚΕεσωτερισμού»;
Επιπλέον, δε, τι ζητούν άραγε κάποιοι;
Θα πρέπει
οι καράβλαχοι βαλκάνιοι, οι ατάλαντοι, οι αγράμματοι και οι κουτοπόνηροι να
αποκλείονται εξ ορισμού από το πολιτικό παιχνίδι;
Μα τότε τι
σόι δημοκρατία θα ήταν αυτή;
Ας μείνουμε, λοιπόν, αποκλειστικώς στα πολιτικά.
Η άνοδος του Νίκου Νικολόπουλου, ενός μέχρι χθες
άσημου βουλευτή από τα βάθη της επαρχίας [«το μεγαλύτερο μαρτύριο για έναν
αξιοπρεπή άνθρωπο είναι να είναι υποψήφιος στην ελληνική επαρχία» μας είπε
κάποτε ο (μακαρίτης πλέον) Ρούσσος Κούνδουρος, που γνώριζε ο ίδιος καλά από
(Κρητικό) επαρχιωτισμό], είναι εντυπωσιακή.
Από ένας απλός αντιπρόσωπος των υπερήφανων
Αχαιών στη Βουλή των Ελλήνων – με το συνεχές σμπρώξιμο των παπάδων –, έφτασε,
εν καιρώ «κρίσης», να αποτελεί διαπρεπή σχολιαστή και πρωταγωνιστή των
πολιτικών εξελίξεων, με εξασφαλισμένο μόνιμο στασίδι σε όλα τα κανάλια, και
τελευταία με δική του εκπομπή – ομολογουμένως, μια από τις απολαυστικότερες και
διασκεδαστικότερες που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο σημερινό τηλεοπτικό
τοπίο.
Τα είχε μελετήσει εμβριθώς τα πράγματα ο έντονα
προβληματισμένος Νικολόπουλος – σε μόνιμη ανησυχία αλλά και υπερδιέγερση
προκειμένου να δώσει διεξόδους στο εθνικό (αλλά και πλανητικό) αδιέξοδο.
Η Δευτέρα 17/02 θα σηματοδοτούσε την επίσημη έναρξη
της προεκλογικής εκστρατείας του Αχαιού πολιτικού για την διεκδίκηση του
αξιώματος του Περιφερειάρχη Αττικής.
Στο ξενοδοχείο Park (το οποίο, για τους
αμύητους στα trivia της Ελληνικής δημόσιας ζωής, αποτελεί εδώ και χρόνια στέκι
και του Προέδρου της Ένωσης Κεντρώων,
Βασίλη Λεβέντη), πλήθη κόσμου έχουν συρρεύσει από ενωρίς, δείχνοντας έτοιμα να
ακούσουν μεγάλα λόγια που μπορεί και να προσφέρουν λύσεις.
Ο νέος παράκλητος εκ Πατρών στις έξι ακριβώς θα ήταν εκεί.
Ο νέος παράκλητος εκ Πατρών στις έξι ακριβώς θα ήταν εκεί.
Όπως ο Πετράρχης, λόγω αυξημένης φήμης,
μετακινήθηκε από την Αβινιόν στη Ρώμη, έτσι και ο Νικολόπουλος, με ανεβασμένες
πια τις μετοχές του, μετακινήθηκε από την Πάτρα στην Αθήνα.
Δύσκολη ετούτη η μετακίνηση, ειδικά για ένα
άνθρωπο που αναδίδει, από πάνω μέχρι κάτω, επαρχιώτικη ευωδία.
Δύσκολη, μα συνάμα και απαραίτητη, εφόσον έπρεπε
να δώσει τον μεγάλο αγώνα αποτελεσματικά.
Στο εύλογο (και Μπολιβαρικό) ερώτημα «Καλά, ρε
Νικολόπουλε, τι ζητάς στην Αθήνα συ ένας Πατρινός;», ο
ίδιος ο Νίκος δεν θα διστάσει να δώσει την αποστομωτική απάντηση: «Έρχομαι να
δώσω τη μάχη στην Αθήνα, γιατί εδώ είναι η έδρα του εχθρού»!
Και πράγματι, στην κατάμεστη αίθουσα του Park,
όπου διέκρινες έντονη αφ’ ενός την Πατρινή παρουσία (που δεν μπορούσε με τίποτα
να περάσει απαρατήρητη) και αφετέρου τη συμμετοχή από στίφη ανθρώπων
βουτηγμένων στην απελπισία, ο Αχαιός πολιτικός φαινόταν έτοιμος για μεγάλες
μάχες.
Αν και μικρός το δέμας, έδειχνε μεγάλος σε
αποφασιστικότητα και διάθεση προσφοράς αλλά και στηλίτευσης όλων όσοι
βυσσοδομούν εναντίον ετούτου του Λαού.
Ο υποψήφιος εισήλθε στον χώρο εν μέσω θερμών
χειροκροτημάτων αλλά και χαμόγελων αισιοδοξίας απ’ την πλευρά του κόσμου που
ένιωθε ότι, με αφετηρία την περιφέρεια Αττικής, κάτι καινούργιο και ελπιδοφόρο
μοιάζει, επιτέλους, να γεννιέται στα δημόσια πράγματα της πολύπαθης χώρας.
Ο Νικολόπουλος, κάθιδρος από την προσπάθεια να
φτάσει στο μικρόφωνο, μιας και τα προτεταμένα για χειραψία χέρια ήσαν χιλιάδες
και δεν ήθελε να χαλάσει χατίρι σε κανέναν, έδειχνε να απολαμβάνει την αγάπη
του κόσμου.
Αφού έφτασε τελικά στο πόντιουμ, χαιρέτισε και
πάλι τον κόσμο ηγετικά και από καρδιάς, λάμποντας από ευτυχία.
Το μόνο πρόβλημα, εμφανές αμέσως μόλις ο Νίκος
ανέβηκε στο βήμα, ήταν ότι οι διοργανωτές δεν είχαν προνοήσει να φέρουν ένα
πόντιουμ στα μέτρα του Πατρινού πολιτικού, το οποίο τελικά του έφτανε μέχρι το…
στήθος, δημιουργώντας μια αίσθηση ιλαρότητας.
Ευτυχώς, όμως, που ήλθε αμέσως, ως αντίβαρο, ο
στιβαρός λόγος, κι έτσι επιτεύχθηκε μια κάποια ισορροπία.
Ο Νικολόπουλος, όταν επιτέλους αποφάσισε να
ανοίξει το στόμα του, είπε πολλά – και τι δεν είπε…
Πρώτα απ’ όλα διευκρίνισε ότι «οι εκλογές για
την Περιφέρεια δεν είναι αυτοδιοικητικές αλλά πολιτικές!», προβληματίζοντας το
κοινό με τούτη την αποκάλυψη.
«Κι αυτό γιατί το μήνυμα των εκλογών θα είναι
καθαρά πολιτικό!» συμπλήρωσε, ολοκληρώνοντας τον αποκαλυπτικό συλλογισμό.
«Είμαστε η φωνή της κοινωνίας, η δική σας φωνή!»
φώναξε, σε μια έκρηξη πρωτοτυπίας, και με το κοινό να παραληρεί.
«Καλά τα λέει! Άριστα τα λέει!» μου επισημαίνει
μια ώριμη κυρία που στέκεται δίπλα μου και την οποία είχα προ ολίγου γνωρίσει
στον χώρο της εκδήλωσης. «Μακάρι να
είχαμε πολλούς Νικολόπουλους και δεν θα ήμασταν τώρα σε αυτό το χάλι!»
συμπληρώνει.
Συμφωνώ με ένα νεύμα, έχοντας ωστόσο καρφωμένα
τα μάτια μου σε αυτό το σαγόνι-«Ποπάυ» του ομιλητή, που ανεβοκατεβαίνει
δαιμονισμένα, ώστε να βγαίνουν από το στόμα του στεντορείως οι πύρινοι λόγοι.
«Όχι στην πείνα! Όχι στην ανεργία!» δηλώνει
ξαφνικά ο Πατρινός υποψήφιος, και το κοινό ξεσπά σε έξαλλο χειροκρότημα
φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα του. Μια άλλη κυρία, αρκετά μικρόσωμη, με πλησιάζει
ομολογουμένως διακριτικά. «Πάρτε κι αυτό. Είναι για τον κύριο Σακκά. Κατεβαίνει
υποψήφιος για Δήμαρχος Αθηναίων σε συνεργασία με τον κύριο Νικολόπουλο» μου
λέει και μου δίνει ευγενικά ένα μπεζ (και πολύ άτεχνα σχεδιασμένο) φυλλάδιο με
τις εύηχες κοινοτοπίες του γραφικού (και αυτοπροταθέντος) πρώην εισαγγελέα.
Την ευχαριστώ και βιαστικά επικεντρώνομαι ξανά
στον κεντρικό ομιλητή.
Ο Νικολόπουλος, αφού εξάντλησε τα εσωτερικά
ζητήματα, δείχνει να έχει βάλει στο στόχαστρο την ευρωπαϊκή ηγεσία, μιας και το
θέμα της Ευρώπης μοιάζει να τον πονάει βαθιά – αυτόν, έναν Ευρωπαίο.
«Φτάνει πια! Όχι στα πειράματα των Ευρωπαίων! Η
Ελλάδα δεν είναι τσιφλίκι τους! Λογαριάζουν, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί
υπάρχει κι ο Λαός!» δηλώνει με παρρησία και εν μέσω αλαλαγμών.
Ξάφνου, και ενώ το κοινό πάλλεται εσωτερικά και
εξωτερικά, ο Νικολόπουλος, σε ένα διάλειμμα του ευρωπαϊκού προβληματισμού του,
κάνει και πάλι μια τολμηρή αναφορά στην εσωτερική σκηνή κατακεραυνώνοντας την
πολιτική του υπουργείου Οικονομικών.
«Μας ακούτε εκεί στο υπουργείο;;;!!!»
επαναλαμβάνει την ερώτηση που τον έκανε γνωστό στο τηλεοπτικό κοινό, με εκείνη
την φωνή-καμπάνα των πολλών ντεσιμπέλ με το ευδιάκριτο Πατρινό αξάν.
Νέες επευφημίες, νέα δαιμονιώδη χειροκροτήματα,
από ένα κοινό που δείχνει να δονείται από τον εμπνευσμένο λόγο του υποψήφιου
Περιφερειάρχη.
Ώρα, όμως, να φεύγουμε, μιας κι έχουμε ήδη
αργήσει στο ραντεβού μας.
Θα χάσουμε το τέλος της ομιλίας – ενδεχομένως,
δε, και μια χειραψία με την ιδρωμένη παλάμη του ομιλητή – αλλά ο χρόνος,
δυστυχώς, μας πιέζει.
Λίγο αργότερα, εξηγούμε το λόγο της αργοπορίας –
το πόσο μας συνεπαίρνει ο λούμπεν πολιτικός μικρόκοσμος – χωρίς, όμως, να
βρούμε την κατανόηση που προσδοκούσαμε.
«Απορώ με την αντοχή σου, ρε μαλάκα, να
παρακολουθείς Νικολόπουλο. Δεν τον αντέχω αυτόν τον στραβοχυμένο βλάχο ούτε
λεπτό. Μου έρχεται να τον σβερκώσω και, έτσι βραχύσωμος που είναι, να τον
σηκώσω ψηλά με τα πόδια του να κινούνται απεγνωσμένα στον αέρα. Και μετά, να
προσγειώσω απότομα αυτή την κωλόφατσα στο έδαφος και να την ταράξω στις φάπες…»
έρχεται το σχόλιο μόλις δηλώνουμε την αιτία της (μικρής) καθυστέρησης.
Διόλου δεν μας εκπλήσσει η αποκάλυψη των μύχιων αυτών
επιθυμιών του συνομιλητή μας.
Πολύ, δε, περισσότερο που κατά καιρούς έχουμε
γίνει αποδέκτες αποκαλύψεων και άλλων, πιο βίαιων σκοτεινών και σαδιστικών
πόθων με εμφανές όσο και «ανορθόδοξο» σεξουαλικό περιεχόμενο, που φαίνεται να
προκαλεί σε αρκετούς το μικροσκοπικό σαρκίο και η κουτοπόνηρη φάτσα ετούτου δω
του πολιτευόμενου ανθρωπάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου