Οχι
ό,τι θέλει· ούτε, προς Θεού, ότι αυτοπροτείνεται.
Α,
πα, πα! Τίποτε από τα δύο δεν ισχύει και το τονίζει.
Αλλά,
να, από την περασμένη εβδομάδα δίνει συνεντεύξεις όπου μπορεί, για να μας πει
ότι, αν του πρότειναν να διεκδικήσει για τη Ν.Δ. τον δήμο Αθηναίων ―αν, λέμε―
εκείνος θα το έκανε ευχαρίστως, επειδή το θεωρεί καθήκον και το καθήκον είναι
γι’ αυτόν ευχαρίστηση.
Το
είπε μία, το είπε δύο, πάω στοίχημα ότι θα το ξαναπεί πολλές φορές όσο η Ν.Δ.
δυσκολεύεται να βρει πρόθυμο υποψήφιο για τη δημαρχία της πρωτεύουσας.
Ο
λόγος, βεβαίως, γίνεται για τον Αρη Σπηλιωτόπουλο, τον «αιώνιο «έφηβο» της
πρώτης εποχής του Νεοκαραμανλισμού, τον άλλοτε κραταιό πολιτικό, που σέρβιρε
σφηνάκια μαζί με τον αρχηγό του πίσω από την μπάρα και του οποίου πλέον η
παρατεταμένη νεότητα διάγει αισίως το τεσσαρακοστό όγδοο έτος. (Γεννήθηκε το
1966 ― το θυμίζω, καθώς στο επίσημο βιογραφικό του στην ιστοσελίδα της Βουλής
δεν έχει ημερομηνία γέννησης...).
Οφείλω
να παραδεχθώ ότι η απεγνωσμένη επανεμφάνιση του Αρη στα ΜΜΕ είχε κάποια
(περιορισμένη) χρησιμότητα, διότι υποθέτω ότι δεν πρέπει να είμαι ο μόνος που
είχα ξεχάσει ότι ο Σπηλιωτόπουλος είναι ακόμη στην πολιτική και είναι μάλιστα
βουλευτής.
Είναι
στη Μύκονο τα καλοκαίρια, θεάται στην Αράχωβα τους χειμώνες, όπου έχει σπίτι.
Το
μαρτυρούν οι φωτογραφίες των κοσμικών στηλών.
Αλλά
στην πολιτική το άστρο του έχει δύσει προ πολλού.
Με
τους Καραμανλικούς δεν διατηρεί σχέσεις (και είναι αλήθεια ότι οι αποστάσεις
είναι αμοιβαίες...) ούτε και κατάφερε ποτέ να αποκτήσει επαφές με τη διάδοχο
κατάσταση στη Ν.Δ.
Ως
υπουργός άφησε απλώς μια απροσδιόριστη ανάμνηση χλιδής και τίποτε παραπάνω.
Θέση
στην κυβέρνηση δεν μπορεί να ελπίζει, ενώ κοινοβουλευτικός δεν υπήρξε ποτέ,
πάντα προτιμούσε ρόλους των οποίων η πραγματική ισχύς ήταν στο παρασκήνιο.
Η
προθυμία του να θυσιαστεί, επομένως, έχει τον χαρακτήρα «red alert»: ένα παιδί
48 ετών εξαφανίσθηκε, μήπως το είδατε;
Εχει
μακριές βλεφαρίδες και γκρίζα σπαστά μαλλιά, φορούσε καλοραμμένο γκρίζο
κοστούμι, στενή γραβάτα κ.λπ.
Ο
Ντόριαν Γκρέι της Ν.Δ. αγωνίζεται για την επιβίωσή του στην πολιτική.
Θα
ήταν σκληρό προτού καλά καλά πενηνταρίσει να αρχίσει να περιμένει τη σύνταξη.
Πώς
θα περάσουν τα χρόνια μέχρι τα 65;
Και
για να το πετύχει, προβάλλει απεγνωσμένα την εντύπωση της νεότητάς του.
Τον
άκουσα χθες στο ραδιόφωνο να τονίζει την ανάγκη της συμμετοχής των νέων στην
πολιτική και να λέει ότι η επιλογή ενός νέου για την υποψηφιότητα στην Αθήνα
«θα είναι επιλογή που σηματοδοτεί τη βούλησή μας να γυρίσουμε σελίδα».
Παραδέχομαι
ότι γνωρίζω ελάχιστα για τους νέους και δεν ενδιαφέρομαι να γνωρίζω περισσότερα.
Από
αυτά τα λίγα που ξέρω, πάντως, για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: ότι δεν μπορεί να
μιλούν με τα φθαρμένα στερεότυπα του Σπηλιωτόπουλου.
Ωστόσο,
καταλαβαίνω την αγωνία του και τον συμπονώ.
Μένω
όμως με μια απορία: γιατί φοβάται να πει ευθέως αυτό που θέλει;
Γιατί
δεν τολμά να πει ευθαρσώς ότι, ναι, θέλει να γίνει δήμαρχος και να εξηγήσει
τους λόγους, έστω και αν δεν είναι οι πραγματικοί;
Τόσο
πολύ τρέμει την απόρριψη ή μήπως, παρά τις σπουδές επικοινωνίας, δεν
καταλαβαίνει ότι ο καλύτερος τρόπος για να σερβίρεις ένα ψέμα είναι να το
τυλίξεις με λίγη αλήθεια;
Γιατί
όλη αυτή η περιττή υποκρισία, με την οποία το μόνο που πετυχαίνει είναι να
προϊδεάζει το ακροατήριο για το μέγεθος του εγωισμού του;
Αυτό
που εμφανώς ενθαρρύνει τον Σπηλιωτόπουλο στην απέλπιδα προσπάθειά του να
διασώσει όχι το μέλλον του στην πολιτική, αλλά το παρόν του, είναι η ευτυχής
συγκυρία της υποψηφιότητας που ανακοίνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, κάποιου Γαβριήλ
Σακελλαρίδη.
Πρόκειται
για έναν τριαντατετράχρονο κομματικό, ο οποίος μιλά σαν πενηντάρης (και βάλε),
πράγμα που δεν είναι τυχαίο, καθώς ξεκίνησε την καριέρα του στην πολιτική στα
δεκαεννιά του, το 1999.
Ενας
«Mimi-me» του Τσίπρα, με άλλα λόγια, αλλά καλύτερα λουστραρισμένος, χωρίς την
αγοραία επιθετικότητα του ανθρώπου που τον επέλεξε για τον ρόλο.
Ενας
Τσίπρας με αγγλικά, μια και τέλος πάντων έχει κάνει και ένα μεταπτυχιακό κάπου
στη Νέα Υόρκη ― πού ακριβώς, δεν είναι γνωστό.
Εκτός
του ότι και οι δύο αυτοί είδαν την πολιτική ως δυνατότητα επαγγελματικής
αποκατάστασης, έχουν ένα ακόμη κοινό μεταξύ τους: βλέπουν τον δήμο Αθηναίων
κυρίως ως προέκταση της πολιτικής σκηνής.
Και
είναι, εν μέρει· δεδομένου ότι ο δήμαρχος συνήθως έχει την ονομαστική ευθύνη
για εκείνο ή το άλλο θέμα, ενώ οι αναλογούσες αρμοδιότητες ανήκουν στα
υπουργεία, με αποτέλεσμα να γίνεται δέσμιος της καλής διάθεσης της εκάστοτε
κυβέρνησης.
Ομως
με πρόσωπα που δίνουν προτεραιότητα στο κομματικό συμφέρον ―και αυτό δεν νομίζω
να αμφισβητείται για κανέναν εκ των δύο― το μόνο που μπορεί να ελπίζει κάποιος
είναι η διαιώνιση της κομματοκρατίας στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Είναι
κρίμα ότι το μόνο που έχουν να προσφέρουν τα κόμματα είναι η απόδειξη ότι η
νιότη είναι κάτι που συνήθως χαραμίζεται στους νέους...
Στέφανος
Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου