Θυμάμαι ένα περιστατικό από μια οικογενειακή
εκδρομή σε ορεινό χωριό της Κρήτης, από αυτές τις περιοχές που βγάζουν καλά
τυροκομικά προϊόντα και ανήλικους παραβάτες του νόμου.
Είχαμε πάει να φάμε μέρα-μεσημέρι καλοκαιριού σε
ταβέρνα της περιοχής, όταν ξαφνικά ένα κοπάδι καουμπόηδες με όπλα και
κουμπούρια, φρενάρει απότομα μπροστά μας, κυριολεκτικά δίπλα στα τραπέζια των
επισκεπτών της περιοχής, μερικοί εκ των οποίων ήταν αλλοδαποί τουρίστες.
Η συμμορία ξεχύνεται από τα πορτοπαράθυρα και
την καρότσα του αγροτικού και μας περικυκλώνει με όπλα στα χέρια.
Με το σύνθημα του αρχηγού, αρχίζουν να ρίχνουν
πιστολιές.
Το μαγαζί όλο πέφτει κάτω από τα τραπέζια με τη
μπουκιά στο στόμα σαν σε χορογραφία, αλλά κανείς, μα κανείς, δεν τολμάει να
βγάλει κιχ.
Τα καλόπαιδα κάνουν ένα γύρο στο μαγαζί,
κλωτσάνε ένα καροτσάκι μωρού που αντιστέκεται στο ελεύθερο πέρασμά τους και
αναποδογυρίζουν μερικά τραπέζια.
Τελικά, ο μαγαζάτορας χαμηλόφωνα, διατυπώνει τη
φοβισμένη και ταυτόχρονα φοβερή ερώτηση:
«Γιάντα μπρε μου το κάνετε αυτό συνέχεια;».
Οι νέοι γέλασαν, ξαναμπήκαν στο ντάτσουν και
αποχώρησαν πανηγυρικά εν μέσω πυροβολισμών.
Τότε, ξεπροβάλλαμε από το πάτωμα και ο χρόνος
ξαναξεκίνησε να μετρά.
Ήμουν στην εφηβεία, την ηλικία που αρχίζεις να
ψυλλιάζεσαι ότι κάποια πράγματα πάνε σοβαρά στραβά, αλλά είναι δύσκολο από
μόνος σου να κάνεις κάτι γι’αυτό.
Μια λέξη όμως με σόκαρε περισσότερο κι από το
ενδεχόμενο να φάμε καμιά αδέσποτη από την τοπική μαφία και να έχουμε μετά τον
κάθε προπετή πολιτικάντη, να βγάζει επικήδειους κατά της οπλοχρησίας, πάνω από
τον τάφο μας:
«Συνέχεια».
Δηλαδή είχε ξαναζήσει αυτό το χάλι;
Και αν ναι, δεν είχε κάνει τίποτα για να το σταματήσει!
Αυτή η έμμεση παραδοχή της ανημποριάς, ήταν
χειρότερη και από το φαρ ουέστ moment που ζούσαμε.
Ο πατέρας μου, μας πήρε άρον-άρον και φύγαμε από
το μαγαζί, όχι φοβισμένος, αλλά βαθύτατα προσβεβλημένος από την ασυδοσία των
ντόπιων, την ανοχή των αρχών και τη διαιώνιση μιας κατάστασης την οποία όχι
απλώς δεν αγγίζει, αλλά αντίθετα επωάζει το μεγαλύτερο ποσοστό του πολιτικού
κόσμου.
Εγώ λέω ότι ήταν τυχερός που ζούσε για να
προσβληθεί κιόλας, ποιος-νόμιζε-πως-ήταν;
Ανάλογα περιστατικά έχουν να σου διηγηθούν
πολλοί.
Και τα χειρότερα φυσικά, είναι αυτά που
διαδραματίζονται στο χωριό σου.
Θα παραλείψω τα πολλά λόγια περί εθίμων που
συνοδεύουν και δικαιολογούν την αλόγιστη χρήση όπλων στην Κρήτη.
Η παράδοση που απειλεί την ανθρώπινη ζωή και τη
σωματική ακεραιότητα, είναι το εκφυλισμένο άλλοθι στην παραβατικότητα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν δοθεί τόσες άδειες
οπλοφορίας, όσες απαιτούνται για να εξοπλιστεί ένας μικρός στρατός.
Τα στραβά μάτια στην οπλοκατοχή και τις
χασισοφυτείες, είναι το πρώτο σε δημοφιλία ρουσφέτι.
Η απειλή, το νταηλίκι, ο εκφοβισμός, είναι
μερικές από τις πάγιες τακτικές των κουμπουροφόρων, στους οποίους «ανήκει»
γεωγραφικά ένα μεγάλο μέρος του νησιού.
Πρόκειται για κράτος εν κράτει από ολόκληρα
σόγια, που θριαμβεύουν πάνω στην ατιμωρησία των αρχών.
Η εφαρμογή των νόμων, πιστέψτε με, θα
απελευθέρωνε και μερικά από εκείνα τα παιδιά που εξαναγκάζονται στην
παραβατικότητα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση είναι καταδικασμένα σε ανελέητη παρενόχληση
και αποπομπή από τις κοινότητές τους.
Αλλά και σε επίπεδο καθημερινών συνδιαλλαγών, πόσα
γλέντια δεν έχουν αιματοκυλιστεί, πόσα εγκλήματα δεν έχουν δικαιολογηθεί στο
όνομα της Κρητικής λεβεντιάς, πόσα όπλα δεν έχουν εκπυρσοκροτήσει «υπό αδιευκρίνιστες
συνθήκες»!
Ο κόσμος αυτός θα αρχίζει να αλλάζει, όταν εμείς
οι ίδιοι πάψουμε να τα ανεχόμαστε σιωπηλά.
Ο πραγματικό σεβασμός στη μνήμη των θυμάτων,
είναι η αντίδραση.
Δέσποινα Λιμνιωτάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου