8.5.14

Ελληνικότητα ξανά…



Ο Σακελλάρης Σκουμπουρδής έγραψε ένα εμπνευσμένο κείμενο το οποίο είναι επικεντρωμένο στην ελληνικότητα: Πιο συγκεκριμένα, εστιάζει, κυρίως, στη μια πλευρά της, δηλαδή, την «τσιφτετελληνική», όπως την αποκαλεί και λιγότερο στην άλλη, την οποία καλεί απλώς ελληνική...



Το κείμενο μου άρεσε λόγω της κυκλικότητας του επιχειρήματός του: Ανιχνεύει την «αρνητική» πλευρά μας και αναζητώντας μια έξοδο-πρόταση καταλήγει στην άλλη, τη «θετική» πλευρά μας- κι έτσι, εάν κανείς ήθελε να υπερ-κωδικοποιήσει το μήνυμα του άρθρου, θα μπορούσε να διατυπώσει κάτι σαν το παλιό motto των νεο-Καντιανών φιλοσόφων: «Mit Κant, durch Kant, ueber Kant», ο εστί μεθερμηνευόμενον «Με την ελληνικότητα, δια της ελληνικότητας, πέραν της ελληνικότητας».



Ο Σκουμπουρδής επιχειρεί τη διαμόρφωση μιας νέας «κόκκινης γραμμής»: Μας ορίζουσας διχοτομίας, η οποία θα χρησιμεύει ως κώδικας ανάλυσης του ελληνικού κοινωνικού γίγνεσθαι/σχηματισμού: «Ελληνικότητα vs. (νεο-) ελληνικότητας». Ο βασικός αυτός αξιακός κώδικας δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας στείρας αυτο-αναφοράς, αλλά, αντιθέτως, είναι πολύ παραγωγικός: Αντί των (ατυχών), συνήθως, υποδειγμάτων κοινωνικής ανάλυσης που χρησιμοποιούνται για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (π.χ. δεξιοί-αριστεροί, πλούσιοι-φτωχοί, βόρειοι-νότιοι), η ελληνικότητα (τόσο ως διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης όσο και ως αξιακό όλον) προσφέρεται ως ερμηνευτικό σχήμα «δευτέρας τάξεως» για την πληρέστερη κατανόηση της περίπτωσής μας: Από την ανατομία του ιδιότυπου λαϊκισμού, ο οποίος κατά την τελευταία τριακονταετία αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά του συλλογικού μας βίου  οδηγώντας μας στην παρακμή, μέχρι τις «διαρρήξεις» του, με τις θετικές πλευρές μας (πρωτιές, διακρίσεις, καινοτομίες) που εμφανίζονται, μονίμως, ως curiosum, η ελληνικότητα συμπιέστηκε πολύ, κατά τις τελευταίες 4 δεκαετίες, στην έκφρασή της ως νεο-ελληνικότητα.
Η νεο-ελληνικότητα συνιστά- όχι μόνο κατά Σκουμπουρδή- την άρνηση της ελληνικότητας. Σαφές. Ισχυρίζομαι, ωστόσο, ότι η συζήτηση δεν τελειώνει εκεί: Σε δύο αντικρουόμενες ποιότητες της ελληνικότητας που αλληλο-εξουδετερώνονται.
Ισχυρίζομαι ότι κάθε «ελληνικό» (μπορεί να/πρέπει να) αναλύεται βάσει αυτού του δίπολου, η διαφορά των συνιστωσών του οποίου ορίζει, εν τέλει, την ελληνικότητα.
Εκείνο το οποίο παραμένει αξιοπερίεργο είναι, ότι ενώ στην αρνητική πλευρά του διπόλου έχει αφιερωθεί κατακλυσμός αναλύσεων και σχολίων, στη θετική πλευρά της ελληνικότητας έχουν,  δυστυχώς, αφιερωθεί ελάχιστα.
Σα να ντρεπόμαστε/φοβόμαστε να μιλήσουμε γι’ αυτήν.
Σα να είναι ένα «βρώμικο μυστικό».
Σα να είναι δικαιοδοσία, αποκλειστικώς, ιδεοληπτικών κληρικών ή πολιτικών που ζουν, πουλώντας, κατ’ επάγγελμα, ελληνικότητα.
Σαν, εν τέλει, να μην είναι δική μας.
Πολλοί είναι οι λόγοι που μας οδήγησαν να βιώνουμε τη θετική πλευρά μας ως παράσιτο της ταυτότητάς μας.
Η ευθύνη βαραίνει, καίρια, όλους εκείνους οι οποίοι αντιλήφθηκαν έγκαιρα ότι μπορούσαν να πουλήσουν την αρνητική μας πλευρά σε μας τους ίδιους ως τη μοναδική πλευρά μας που θα επέτρεπε την ενσωμάτωσή μας στο ευρωπαϊκό/παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Στο χώρο της πολιτικής, για παράδειγμα, την επιλογή αυτή προώθησε και υλοποίησε το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80, το οποίο ακολούθησε η ΝΔ με την ίδια ζέση καθώς και μεγάλο κομμάτι της αριστεράς.
Στο επίπεδο της κοινωνικής συμβίωσης, την «αγωγή του πολίτου» διαδέχθηκε το «life style».
Πάσης φύσεως κωστοπουλαίοι έπεισαν τους Έλληνες- ειδικά, τους νεώτερους- ότι ήταν εφικτή η ενσωμάτωσή τους στην παγκόσμια κοινότητα  μέσα από 3-4 βασικές επιλογές μεταξύ των οποίων η τσόντα και η αλητεία.
Την περίοδο εκείνη κάθε υπαινιγμός περί ελληνικότητας προκαλούσε θυμηδία, τουλάχιστον.
Στα «καλά» της χρεωκοπίας και της κατάρρευσης συγκαταλέγεται και το ότι έγιναν εμφανή τα όρια μεταξύ «δεξιάς» και «αριστεράς» όπως και ότι ο υπερ-σύνδεσμός τους βρισκόταν στην υποστήριξη της νεο- ελληνικότητας.
Φάνηκε, επίσης, ότι και η ακροδεξιά χωράει κι αυτή στην ίδια πλευρά, με μόνη διαφορά από τους προηγούμενους, την από-ουσιστικοποίηση/ (ξύλινη) αναφορά στο σετ αξιών και πρακτικών της θετικής πλευράς της ελληνικότητας.
Τέλος, ως καρικατούρες των προηγούμενων ακολούθησαν «νέα» κόμματα και ομαδούλες.


Η αμηχανία που προκαλείται από την έλλειψη «εργαλείων» κατανόησης και δράσης της ελληνικής πραγματικότητας είναι εμφανέστατη. Όχι μόνον, επειδή δεν πείθουν τα ντόπια «παπαγαλάκια» ένθεν και ένθεν. Αλλά, επειδή η δική μας αμηχανία επιτείνεται λόγω της Ευρωπαϊκής αμηχανίας.
Η Ευρωπαϊκή ταυτότητα στο επίπεδο των δημόσιων πολιτικών εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο κι έτσι, ακόμη κι εκείνοι που λαύροι τάσσονταν υπέρ του εξευρωπαϊσμού της γηραιάς ηπείρου, σήμερα αισθάνονται, το λιγώτερο, αμήχανοι.
Μνημόνια και λοιπές τραγωδίες ανέδειξαν, ωστόσο, σημαντικές ευκαιρίες που μπορεί να λειτουργήσουν ως  μίτος της Αριάδνης για την επανεύρεση της απωλεσθείσας ελληνικότητας.
Αρκεί να μπορεί κανείς να κατανοήσει τις εκ πρώτης εμφανιζόμενες αντιφάσεις ως παραδοξότητες- και να προσπαθήσει να τις απο-παραδοξοποιήσει (όχι να καταργήσει την μια υπέρ της άλλης).
Η ελληνική πραγματικότητα προσφέρει πολλά τέτοια παραδείγματα. Ας παρακολουθήσουμε μερικά:
Α) Στο πεδίο της λειτουργίας των θεσμών και της τρέχουσας πολιτικής διαχείρισης, η βαθειά άγνοια των προβλημάτων από τους περισσότερους από εκείνους που έχουν αναλάβει να τα χειριστούν, είναι πασιφανής.
Τη θέση της γνώσης έχει καταλάβει η ημιμάθεια, η οποία συνοδευόμενη από τον καιροσκοπισμό των ημετέρων/διεθνών «εμπειρογνωμόνων», δημιουργεί  μια στρεβλή αντίληψη και κατανόηση των θεμάτων και της διαχείρισής τους από πολλούς.
Ωστόσο, η συνεχιζόμενη κρίση και η βαθμιαία κατάρρευση του πάλαι ποτέ κραταιού κομματικο-κρατικού συστήματος, περιορίζει σημαντικά τα όρια των διαχειριστών του και δημιουργεί ευκαιρίες σε όσες φωνές επιχειρούσαν να ακουστούν στο παρελθόν χωρίς τύχη.
Εξ αυτού, και η παραδοξότητα: Mαζί με την άγρια χειραγώγηση που ασκούν οι ημεδαποί και αλλοδαποί ελεγκτές, βιώνουμε και την περισσότερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ.
Β) Η σπέκουλα ως βασική μορφή άσκησης δημόσιας πολιτικής είναι αδιαφισβήτητη κατάκτηση της πασοκονεοδημοκρατίας. Στη θέση του επιχειρήματος, των εναλλακτικών λύσεων, των συμφωνημένων διαδικασιών παρακολούθησης των αποτελεσμάτων των δημόσιων πολιτικών έχει υπεισέλθει, από δεκαετιών, το ψεύδος, η χειραγώγηση και η ανευθυνότητα.
Οι μηχανισμοί αναπαραγωγής του ψεύδους και της χειραγώγησης πιέζονται, ωστόσο, σήμερα ασφυκτικά από τα κοινωνικά δίκτυα, τους εναλλακτικούς παρόχους πληροφοριών και επικοινωνιών, και την ραδγαία αυτονόμηση περιφερειακών μονάδων και υπηρεσιών που επιχειρούν να αναδιοργανωθούν μη περιμένοντας τις ντιρεκτίβες του κέντρου.
Η κατάρρευση του κλεπτοκρατικού πολιτικού συστήματος οδηγεί στην βαθμιαία κοινωνική/διοκητική χειραφέτηση η οποία, μόνη αυτή, μπορεί να εγγυηθεί την ουσιαστική χρηστή διακυβέρνηση.
Έτσι, παρά  τη συστηματική απόκρυψη των πραγματικών προβλημάτων και των γενεσιουργών τους αιτίων, διακινείται, σήμερα, πολύ περισσότερη πληροφορία (αν και με σημαντικό «θόρυβο») που επιτρέπει σε τμήματά που περιέχουν αξιολογικές κρίσεις, την αυτονόμηση και την εννοιολόγησή τους με ιδιοτυπικό τρόπο, ώστε να μπορεί αυθεντικά να απαντηθεί, εάν οι παρουσιαζόμενες ως «καλές/κακές» πρακτικές είναι καλές/κακές γι αυτούς τους οποίους αφορούν. Το παράδοξο, εδώ, βρίσκεται στο ότι ενώ παρακολουθούμε την μεγαλύτερη επιχείρηση απο-διοργάνωσης του ελληνικού κράτους από συστάσεώς του, καταγράφουμε, ταυτόχρονα, την αυτο-οργάνωση και την αντίσταση κεντρικών και περιφερειακών μονάδων με την υιοθέτηση διαδικασιών και άτυπων πρακτικών που επιτρέπουν την εύρυθμη και χρηστή οργάνωσή τους.  
Δ) Η αυξανόμενη επιστροφή στις «ρίζες». Πέρα από το οικονομικό rationale της, η «επιστροφή» υποχρεώνει σε αναστοχασμό ιδεών, πεποιθήσεων και πρακτικών που παρέπεμπαν σε ιδέες και αξίες αλλότριες προς τις «δικές» μας.
Επιπλέον, η αναγκαιότητα συνύπαρξης και βίωσης στο πλαίσιο μικρών ομάδων δημιουργεί συνέργειες και διαδράσεις που έχουν χαρακτήρα πραγματικής επικοινωνίας αντί της προ-κατασκευασμένης, λαιφ-στυλιστικής ανοησίας. 

Η ραγδαία εξάπλωση μικρών μεν, σημαντικών, ωστόσο, για την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων μορφών οικονομικής και επαγγελματικής δραστηριότητας «out of the box» δημιουργεί τη βάση μιας υγιούς οικονομίας η οποία δεν είναι κρατικοδίαιτη και ελλειμμματική και αξιοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Είναι, ωστόσο, τούτο ένα ακόμη «παράδοξο» των καιρών μας: Ενώ βιώνουμε την βαρβαρότητα μιας οικονομικής λιτότητας, ταυτοχρόνως, μπαίνουν οι βάσεις για μια οικονομική ανάπτυξη της χώρας η οποία αποτελεί ζητούμενο δεκαετιών. 
Η ελληνικότητα, εν τέλει, μας αποκαλύπτει όψεις του κοινωνικού γίγνεσθαι οι οποίες μπορεί, άλλως, να πραμείνουν αθέατες.
Υπό την έννοια αυτή, η ελληνικότητα αποτελεί το ερμηνευτικό σχήμα που έχει τον βαθμό περιπλοκότητας και πολυπλοκότητας που χρειάζεται για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε- και να λύσουμε- τα προβλήματά μας.
Στα επόμενα σημειώματά μας, θα ακολουθήσουν σκίτσα δημόσιων πολιτικών που θα δείχνουν ανάγλυφα πώς η ελληνικότητα μπορεί να αποτελέσει μια «distinction directrice», για την αξιολόγησή τους, ώστε αυτές να αποδίδουν τα μέγιστα οφέλη σε εκείνους υπέρ των οποίων τίθενται και υπάρχουν: στους Έλληνες πολίτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου