τεχνικός - τεχνητός
(με τεχνητά μέσα)
·
πηλήκιο (καπέλο)-
πηλίκο(της διαίρεσης)
·
βρόχος (=θηλιά)
- βρόγχος (των πνευμόνων)
·
σήραγγα (=τούνελ)
- σύριγγα (=ένεση)
·
λίαν καλώς - λεία
επιφάνεια, η λεία των πειρατών
·
εγκύπτει στη
μελέτη της φιλοσοφίας - ενσκήπτει κακοκαιρία
·
κυκλαδικό ειδώλιο
- εδώλιο του κατηγορουμένου
·
«τον κατατρέχουν οι εχθροί του» - «τον κατατρύχουν
οι αρρώστιες»
·
«κληροδοτώ το
σπίτι στο γιο μου» - «κληρονομώ το σπίτι από τον πατέρα μου»
·
«κυκλοφοριακή συμφόρηση
στην πόλη» - «το κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος»
·
χιλιετία:
περίοδος χιλίων ετών- χιλιετηρίδα: η επέτειος χιλίων ετών.
·
αποδημία:
μόνιμη εγκατάσταση σε ξένη χώρα. παρεπιδημία: προσωρινή (αλλά όχι
σύντομη) παραμονή σε ξένη χώρα. εκδημία: ο θάνατος
·
«το μείγμα συνίσταται από τα εξής υλικά» -«συνιστάται
η ανάπαυση του ασθενούς»
·
ψυχική οδύνη - ωδίνες (=πόνοι της γέννας)
·
«οι κάτοικοι της υπαίθρου» - «βγήκα στο ύπαιθρο
για να ξεμουδιάσω»
·
«απαιτείται η νοσηλεία του σε κλινική» - «η
ασφαλιστική του εταιρία θα καταβάλει τα νοσήλια».
·
Το άμεσα (τροπικό επίρρημα) δεν υποκαθιστά το αμέσως
(χρονικό επίρρημα). Π.χ., «Η υπόθεση δεν τον αφορά άμεσα» (αλλά έμμεσα).
«Να παρουσιαστεί αμέσως» (και όχι: άμεσα).
·
Απλώς :
μόνο- Απλά: με απλό, ανεπιτήδευτο τρόπο. Π.χ. «Δεν είναι ζήτημα απλώς
προσωπικό, αλλά μας αφορά όλους» (και όχι: απλά).
·
Τοπογραφία είναι
η απεικόνιση υπό κλίμακα χώρου σε σχέδιο-τοπιογραφία είναι το ζωγραφικό
έργο που απεικονίζει τοπίο.
·
Ομότιμος:
πανεπιστημιακός τίτλος που απονέμεται σε πανεπιστημιακό καθηγητή μετά τη
συνταξιοδότησή του- Επίτιμος: αυτός που έχει τιμητικό τίτλο χωρίς να
ασκεί καθήκοντα.
·
Παλαίμαχος:
πολύπειρος και παλιός αλλά συνήθως ακόμη ενεργός- Απόμαχος: απόστρατος,
συνταξιούχος
·
Αδιακρίτως:
χωρίς διάκριση-Αδιάκριτα: χωρίς ευγένεια, χωρίς διακριτικότητα
·
Έξοχα: θαυμάσια – Εξόχως:
πάρα πολύ, υπερβολικά
·
Ιδιαίτερα:
κυρίως, κατ’ εξοχήν-Ιδιαιτέρως: χωρίς την παρουσία άλλων
·
Αψίκορος:
αυτός που χορταίνει εύκολα (και όχι: οξύθυμος) - αψίθυμος: αυτός που
θυμώνει εύκολα - αμφίθυμος: αυτός που αλλάζει εύκολα διάθεση, ο
κυκλοθυμικός
·
Αντισκορικό:
προϊόν που προστατεύει από σκόρους-αντισκωριακό: προϊόν κατά της
σκουριάς
·
Ενδελέχεια: η
συνεχής φροντίδα, η επιμέλεια – Εντελέχεια (αριστοτελικός όρος): η
μετάβαση της ύλης από τη «δυνάμει» στην «ενεργεία» κατάσταση.
·
Νύμφη: νεαρό έντομο ή
νεράιδα (και άλλο η νύφη του γάμου)
·
Στιβάδα:
στρώμα ύλης από ομοειδή στοιχεία – Στοίβα: σωρός από πράγματα
·
Φιλοφρόνηση:
επαινετικό και κολακευτικό σχόλιο, κομπλιμέντο – φιλοφροσύνη: φιλική και
ευγενική συμπεριφορά
·
Προτέρα: η
προηγούμενη (π.χ. "επανήλθε στην προτέρα κατάσταση") – προτεραία:
η προηγούμενη μέρα (π.χ. "το έμαθα την προτεραία της αναχώρησής μου")
Αναστηλώνω: αποκαθιστώ μνημείο – υποστυλώνω: στηρίζω με
στύλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου