Είναι βέβαιο ότι ο
Σάββας Ξηρός είναι δολοφόνος.
Η ενοχή του για τις
δολοφονίες που διέπραξε δεν παραγράφεται για πολιτικούς, ανθρωπιστικούς ή
άλλους
λόγους.
Εξίσου βέβαιο, όμως, είναι ότι ο Σάββας Ξηρός
είναι και ανάπηρος, εξαιτίας εκείνης της βόμβας που του έσκασε στα μούτρα.
Οσο και αν τον απεχθάνεται κάποιος, η μία
ιδιότητά του σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί την άλλη: παραμένει και δολοφόνος
και ανάπηρος.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο πολιτισμός τον
οποίον εκφράζουν οι θεσμοί μας αναγνωρίζει κάποιας μορφής επιείκεια σε έναν
ανάπηρο δολοφόνο, έστω και αν πρόκειται για τον σιχαμερό και τρισάθλιο Ξηρό.
Νομικός δεν είμαι, ούτε τολμώ να παραστήσω ότι
είμαι. (Μολονότι αυτό υπονομεύει το επαγγελματικό κύρος μου και θέτει υπό
αμφισβήτηση την ελληνικότητά μου, καθώς ο γνήσιος Ελλην δημοσιογράφος οφείλει
να είναι πανεπιστήμων!..)
Παρ’ όλα αυτά, ως άνθρωπος που προσπαθώ όσο
μπορώ να καταλάβω τον κόσμο μέσα στον οποίο ζω και, επίσης, να τεκμηριώνω με τη
λογική τις απόψεις μου, αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν ορισμένες αρχές της ηθικής
και του δικαίου, οι οποίες αν δεν ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως, αλλά ισχύουν
κατά περίπτωση, τότε δεν ισχύουν για κανέναν.
Να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα. Οτι, προσωπικώς, δεν
στερώ από τον εαυτό μου την απόλαυση να αντιπαθώ, να αποστρέφομαι ή ακόμη και
να μισώ πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, για τα οποία πιστεύω (εγώ πιστεύω ―
όχι αναγκαστικά και οι άλλοι επειδή το πιστεύω εγώ) ότι αξίζουν την αντιπάθεια
ή το μίσος μου.
Επομένως, θα πω και καμιά κουβέντα παραπάνω,
ευρισκόμενος εν μέσω των φίλων μου, για να εκτονώσω τον θυμό μου.
Αυτός ο θυμός είναι όμως δικό μου θέμα, δεν
είναι των άλλων· και δεν θα του επιτρέψω να φιλτράρει την κρίση μου, ιδίως όταν
έχω τη δυνατότητα να την εκφράζω δημοσίως.
Η ευθύνη του δημόσιου λόγου, η ευθύνη απέναντι
σε νοήμονες ανθρώπους που θα διαθέσουν πέντε-δέκα λεπτά του πολύτιμου χρόνου
τους για να διαβάσουν τούτη τη στήλη, μου επιβάλλει να προσπαθήσω να αφήσω τον θυμό
μου στην άκρη.
Εξηγούμαι, διότι ο σκοπός μου δεν είναι να σας
προκαλέσω με αυτό που θα πω, αλλά να σας παρουσιάσω τον τρόπο που σκέπτομαι.
Συχνά (συχνότερα από όσο φαντάζεσθε...)
σκέπτομαι ότι η αντίληψη που θέλει την αξία της ανθρώπινης ζωής να είναι παντού
και πάντα η ίδια, δηλαδή η βάση του Ανθρωπισμού, δεν είναι πρακτική.
Πώς να το πω; Εχει μεγάλο κόστος, βρε παιδάκι
μου!
Εκατό ευρώ ημερησίως κοστίζει η συντήρηση κάθε
φυλακισμένου.
Αξίζει κάθε φυλακισμένος αυτή τη δαπάνη;
Αμέσως μετά όμως θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα,
αν εγώ θα προτιμούσα να ζω σε μια κοινωνία όπου αυτή η γενική αρχή ισχύει και
καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να είναι σεβαστή ή σε μια άλλη, όπου οι σχετικές
αποφάσεις λαμβάνονται κατά περίπτωση.
Επιλέγω την πρώτη, όποιο και αν είναι το κόστος
της, διότι προτιμώ μια κοινωνία όπου ζητήματα ζωής ή θανάτου ρυθμίζονται επί τη
βάσει μιας γενικής αρχής, της οποίας την ισχύ και την εφαρμογή μπορώ να ελέγχω,
παρά την κατά περίπτωση κρίση που είναι ανοιχτή στην αυθαιρεσία.
Προτιμώ την ασφαλέστερη οδό, έστω και αν έχει
μεγαλύτερο κόστος, εν ολίγοις. Πρακτικοί είναι, εν τέλει, οι λόγοι που
υπαγορεύουν την επιλογή μου.
Υπό το πρίσμα αυτό, αν αμφισβητήσω τη δυνατότητα
του δολοφόνου Ξηρού να επικαλείται το δικαίωμα στην προστασία της ζωής του,
αυτό που κάνω στην πραγματικότητα είναι να αμφισβητώ το δικαίωμα της κοινωνίας
στην οποία ζω να τον τιμωρεί, μέσω των θεσμών της, για τις ζωές που αφαίρεσε.
Σε κάποιους μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά
νομίζω ότι είναι λογικό.
Από εκεί και πέρα, το δικαστήριο θα κρίνει τα
καθέκαστα της περίπτωσης του Ξηρού ― ούτε εσείς, αγαπητοί αναγνώστες, ούτε εγώ.
Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι,
μέσω της πολιτικής, να ζητούμε ένα σύστημα απονομής της δικαιοσύνης το οποίο θα
λειτουργεί σωστά, ώστε οι αποφάσεις του να έχουν κύρος στην κοινωνία.
Πάμε τώρα
στον μάρτυρα υπερασπίσεως του δολοφόνου, τον Τάσο «L’Oreal» Κουράκη, τον
νεάζοντα βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ/Λ-Τ) με την άψογα βαμμένη αλογοουρά.
Ο Τ. Κουράκης είναι ποιητής ― εν πάση
περιπτώσει, έτσι νομίζει αυτός.
Λίγοι τον παίρνουν σοβαρά για την ιδιότητα αυτή,
οι περισσότεροι (που γνωρίζω εγώ τουλάχιστον) απλώς διασκεδάζουν με τα
στιχουργήματά του.
Ας συμφωνήσουμε, πάντως, ότι ο άνθρωπος είναι
στιχοπλόκος ― αν είναι ποιητής, θα το δείξει το μέλλον.
Ο Τ. Κουράκης είναι, επίσης, ιατρός και μάλιστα
«καθηγητής» (κάποιας βαθμίδας, δεν ξέρω ποιας ακριβώς) στην Ιατρική Σχολή του
Αριστοτελείου, γνωστής στο πανελλήνιο για τον υπερμεγέθη αριθμό των καθηγητών
της.
Ομως, αν γνωρίζουμε αυτές τις ιδιότητες του Τ.
Κουράκη, είναι επειδή πρωτίστως είναι πολιτικός.
Αν δεν ήταν βουλευτής και μάλιστα προβεβλημένος,
πόσοι από εμάς θα ξέραμε ότι υπάρχει κάπου στη Θεσσαλονίκη ένας
ιατρός-καθηγητής με κατάμαυρη (βαμμένη) αλογοουρά που συνθέτει στιχουργήματα
για το membrum virile του; Αμφιβάλλω αν θα γνώριζε κάποιος, πέραν του κύκλου
των γνωριμιών του, με τι ασχολείται στη ζωή του ο Τ. Κουράκης.
Επομένως, όταν προσέρχεται ως μάρτυρας
υπεράσπισης του Σάββα Ξηρού, αυτό που υπερτερεί στη συνείδηση της κοινής
γνώμης, αλλά και των δικαστών που καλούνται να αποφασίσουν, είναι η πολιτική
ιδιότητά του.
Η «αναγνωρισιμότητα», όπως έχουμε μετονομάσει
αυτό που κάποτε λεγόταν διασημότητα, είναι κάτι δεδομένο και αντικειμενικό.
Δεν βάζουν τον Αναστόπουλο να διαφημίσει
αφρόλουτρο επειδή έχει πλούσια την τριχοφυΐα στο στήθος (μα τι θυμήθηκα πάλι;)
ούτε τον Κλούνεϊ να διαφημίσει καφέδες επειδή αλληλογραφεί με τον Πάνο
Παναγιωτόπουλο.
Η στάση του Τ. Κουράκη στο συγκεκριμένο θέμα
είναι αμιγώς πολιτική.
Η δε άρνησή του να το παραδεχθεί είναι υποκρισία
και τίποτε περισσότερο.
Σε τελευταία ανάλυση, υποκρισία δεν είναι και η
βαμμένη αλογοουρά του ανδρός;
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου