Δεν ήμουν πάντα γκρινιάρης. Κάποτε μου άρεσε
πολύ το ποδόσφαιρο.
Έπαιζα κι εγώ (τερματοφύλακας, λόγω ύψους).
Θυμάμαι μάλιστα ένα καλοκαίρι που έκανα και
σκληρή προετοιμασία με την ομάδα. Και στο γήπεδο πήγαινα αργότερα και πολλά
πράγματα δεν με πείραζαν γύρω μου, γιατί ήμουν πιο μικρός και δεν καταλάβαινα
(συμπεριφορές παικτών, δοσοληψίες παραγόντων, βρισιές στις κερκίδες)
Εδώ και πολλά χρόνια έχω πάψει να ασχολούμαι.
Παρακολουθώ σπάνια, κάποιους αγώνες του
Champions League και την Εθνική. Βαρέθηκα να βλέπω βλοσυρές φάτσες του
υποκόσμου, με πούρα στις κερκίδες και να ακούω «σοβαρές» συζητήσεις με «επιχειρήματα»
τακτικής, ως υποκατάστατο πολιτικού διαλόγου.
Eντυπωσιάζομαι επίσης, όταν αυτές τις συζητήσεις
τις κάνουν άνθρωποι που θεωρούνται πολύ σοβαροί (λόγω θέσης…) και με ενοχλεί
όταν ρωτούν όλοι τον γιο μου τι ομάδα είναι, λες και θεωρείται υποχρεωτικό να
ανήκει κάπου (ειδικά όταν αυτό το κάπου μπορεί να ταυτίζεται με εκατομμύρια
χρέη προς το δημόσιο, με παράνομες συναλλαγές και με μία ψευδοϊδεολογία
βαρβαρότητας).
Ξενύχτησα κι εγώ χθες, να δω το ματς με την
Ιαπωνία.
Όσο περνούσε ο χρόνος, σκεφτόμουν πώς κινούνται
στο γήπεδο οι δικοί μας παίχτες και πώς οι αντίπαλοι.
Εν τω μεταξύ, έβαλα τα δυνατά μου να βρω και σε
άλλα παιχνίδια του Μουντιάλ κάτι ανάλογο, αλλά δεν το βρήκα.
Οι περισσότεροι Έλληνες παίκτες διαμαρτύρονται
με το παραμικρό, αγριεύουν στον διαιτητή, βρίζουν, ζητούν φάουλ και είναι
έτοιμοι να σπάσουν το πόδι του αντιπάλου.
Μπόρεσα μόνο να ξεχωρίσω τον Σαμαρά, τον
Σαλπιγγίδη και τον Γκέκα. Αντίθετα ο Κατσουράνης μοιάζει να προσπάθησε να πάρει
την κόκκινη, ο Τοροσίδης το κυνηγούσε… και ο γνωστός Καραγκούνης «χόρευε» με
τον γνωστό, «δραματικό» του τρόπο.
Τα ίδια και χειρότερα γίνονται και στο ελληνικό
πρωτάθλημα.
Πολύ εύκολα πέφτουν για πέναλτι, κολλούν τη
μούρη τους στον αντίπαλο να δείξουν ποιος είναι το «αφεντικό», τρέχουν σαν
τρελοί στον διαιτητή, έχουν δεν έχουν δίκιο, και ψάχνουν ευκαιρία να
εκτιναχθούν πίσω σαν ελατήριο για να πάρει κόκκινη ο αντίπαλος.
Όλοι, βέβαια, για πολλά χρόνια έχουμε να πούμε
κάτι καλό για τον Καραγκούνη. Για το πόσο «παθιασμένος» είναι, πώς καταφέρνει
και ξεγελάει τους διαιτητές και πόσο «αισθησιακός» είναι (το έχω ακούσει και
αυτό…) όταν διαγράφονται στο πρόσωπό του αυτές οι γκριμάτσες «ηρωικού πόνου».
Είναι και η Εθνική ένας καθρέφτης της ελληνικής
κοινωνίας;
Σίγουρα είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και όχι
μόνο καθρέφτης αλλά και ένας από τους πιο τοξικούς παράγοντες μόλυνσης των
αρχών της.
Ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε εδώ και δεκαετίες,
για οικονομικά εγκλήματα, για άσκηση πολιτικής από τα κόμματα, για καλλιέργεια
βαρβαρότητας και για αποθέωση του ολοκληρωτισμού και των φασιστικών στοιχείων.
Εξέθρεψε ταπεινά ένστικτα σε όλη την ελληνική
κοινωνία, αφού νομιμοποίησε τη σκοπιμότητα και την επίφαση του εύκολου
πλουτισμού.
Είναι επόμενο λοιπόν, να βλέπουμε να παίζουν
ποδόσφαιρο και να διακρίνονται άτομα που αισθάνονται ότι ανήκουν σε έναν
ιδιαίτερο κόσμο «ανώτερο» αλλά όχι ευγενή και σπουδαίο (είναι τυχαίο άραγε το
χαζό αστείο του Παπασταθόπουλου που ζήτησε να του αλλάξουν το κεράκι στην
τούρτα επειδή ήταν μωβ… ή ο τσακωμός του Μανιάτη με τον Τζαβέλλα;)
Γι΄ αυτό ίσως και τόσα χρόνια, κυριαρχεί η
ιδεολογία της «αποτελεσματικότητας» και όχι να βρεθεί επιτέλους κάποιος τρόπος
να αποκτήσουμε κι εμείς μια τεχνική, μια ιδιαιτερότητα στο παιχνίδι μας. Και
δεν είναι ουτοπικό να το καταφέρουμε, δεδομένου ότι σε πολλά ξεσπάσματα, φαίνεται
ότι μπορούμε.
Είναι όμορφο το ποδόσφαιρο αλλά όχι έτσι.
Είναι χρήσιμο και ωραίο, πριν απ΄ όλα, να
παίζεις και όχι μόνο να παρακολουθείς.
Γιατί εκεί δίνεις τον εαυτό σου στον αγώνα και
στην προσπάθεια.
Όσο για το θέαμα και τους κανόνες που το
διέπουν, είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την κουλτούρα της κοινωνίας που το
παράγει και τον πολιτισμό της.
Και θέλω να είμαι σαφής.
Όχι, δεν είναι πρότυπο ούτε ο Καραγκούνης στην
Εθνική ούτε ο οποιοσδήποτε «κυρίαρχος» σύλλογος στο ελληνικό πρωτάθλημα. Και
στα άτομα και στις ομάδες, έχουμε ανάγκη από περισσότερη αξιοπρέπεια, ευγένεια
και ξεκάθαρες «ανδρικές» στάσεις, μέσα κι έξω από το γήπεδο.
Μπουχτίσαμε πια από τη «γοητεία» της
σκοπιμότητας και το «πάθος» του ωφελιμισμού.
Ανδρέας Ζαμπούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου