12.7.14

Φιλελευθερισμός ή νεοφιλελευθερισμός;



Γύρω από αυτό το ζήτημα έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά, έχει χυθεί αίμα και δάκρυα, αλλά πιστεύω πως για τους περισσότερους από μας ακόμη επικρατεί σύγχυση ως προς το ποια είναι η διάκριση και αν υπάρχει.
Μια σύγχυση όμως που φανατίζει, τόσο αρκετούς φιλελεύθερους που μπερδεύονται και δυσκολεύονται να αυτοπροσδιορισθούν αποκρούοντας με λανθασμένα επιχειρήματα την αριστερά που τους καθυβρίζει, όσο και τους αριστερούς που αποκαλούν κάθε τι «φιλελεύθερο» ως «ανάλγητο νεοφιλελεύθερο», λες και η ατομική ελευθερία δεν είναι και αυτή μια πάρα πολύ σημαντική αξία τουλάχιστον της μη κομμουνιστικής αριστεράς.




Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να γίνει ένας ορθολογικός διάλογος επειδή ο καθένας είναι ταμπουρωμένος πίσω από τις προκαταλήψεις του για τον άλλον, προκαταλήψεις που συχνά δεν έχουν λογική ρίζα αλλά εξήγηση που προέρχεται από ιστορικές παρεξηγήσεις και υπεραπλουστεύσεις εννοιών.
Κάθε συζήτηση που έχω διαβάσει στο facebook στο τέλος πνίγεται στις βρισιές και τις προσβολές, και όχι στα επιχειρήματα.


Η έννοια αυτού που σήμερα αποκαλείται «νεοφιλελεύθερο», είτε μας αρέσει είτε όχι, καθορίστηκε περισσότερο από τους πολέμιούς του παρά από τους «οπαδούς».
Ο διάλογος συνήθως επικεντρώνεται στην έννοια της «οικονομικής ελευθερίας», λες και η ελευθερία αυτή μπορεί να ορισθεί γενικώς και αορίστως ως «κακή» ή «καλή», χωρίς άλλα κριτήρια αλλά και ως διακριτή από την κοινωνική και πολιτική την οποία η αριστερά προωθεί υποτίθεται εντονότερα.
Το ζήτημα και η διαφορά δεν βρίσκεται σε αυτές τις γενικές έννοιες που δεν σημαίνουν τίποτε από μόνες τους ειπωμένες έτσι: είναι στο γιατί, στο πώς, στο ποιος, στους ηθικούς συλλογισμούς, στον τρόπο νομοθέτησης και εν τέλει στο ποιος είναι ο ρόλος του κράτους μέσα σε αυτό το χάος των ιδεών και πώς αυτό νομιμοποιείται να κυβερνά αλλά και πώς ρυθμίζει, εφόσον ο ορισμός του κράτους είναι να «ρυθμίζει» με νόμους και υπηρεσίες τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, κάτι που ποιεί αναπόδραστα ακόμη και μη ρυθμίζοντας, παρά τις ψευδαισθήσεις πολλών περί κράτους «laissez faire».
Στην ουσία η μη ρύθμιση αποτελεί και αυτή επιλογή είδους διακυβέρνησης εφόσον είναι ένας από τους τρόπους διευθέτησης ή διαχείρισης σχέσεων, άρα, εν τέλει, είναι ρύθμιση, νοούμενη ως συνειδητή απουσία ρύθμισης, όσο και το μηδέν είναι και αυτό αναπόφευκτα αριθμός.
Εξ άλλου η πλήρης απορρύθμιση των πάντων είναι ανέφικτη, ουτοπική.
Πάντα κάτι θα παραμένει ρυθμιζόμενο, εκτός κι αν έχουμε αναρχία, κάτι που ποτέ δεν έχει συμβεί παρά μόνο σε όνειρα ( ή εφιάλτες).
Το ζήτημα είναι τι ρυθμίζεται, πώς, από ποιον, με ποιο σκεπτικό.
Η διάκριση επομένως είναι αναπόδραστα στο πώς και για ποιον λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας, αλλά και πώς κατανέμεται ο ανταγωνισμός και οι ευκαιρίες συμμετοχής.
Τη ρύθμιση και το «υπόστρωμα» του ιδιωτικού τομέα ελέγχει το κράτος, όποιο κι αν είναι.
Αντίθετα απ ότι πιστεύεται, ο ανταγωνισμός δεν υφίσταται χωρίς άνωθεν επιβολή και έλεγχο.
Ο ανταγωνισμός σε κανέναν δεν αρέσει και κανέναν ιδιώτη δεν συμφέρει: προτιμούν τον έλεγχο της αγοράς με μονοπώλια ή ολιγοπώλια. Δεν νομίζω να χρειάζεται να εξηγήσω γιατί. Ούτε βέβαια μπορεί να υπάρξει χωρίς κανόνες.
Οι σημερινοί φιλελεύθεροι τα έχουν μπερδέψει.
Νομίζουν πως μπορούν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκυλί χορτάτο. Σημειώνω εδώ πως δεν εκλαμβάνω την έννοια «νεοφιλελεύθερος» όπως αρχικά παρουσιάστηκε σε κάποια κείμενα πριν από μερικές δεκαετίες, αλλά αυτό που σήμερα, μέσα από μια ιστορική διαδρομή και πολλά μεταγενέστερα γεγονότα αποκαλείται «νεοφιλελεύθερο».
Η αντίληψη εξελίχθηκε και δεν μπορεί να επιστρέψει πλέον στην αφετηρία.
Η έννοια, είτε μας αρέσει είτε όχι, καθορίστηκε περισσότερο από τους πολέμιούς του παρά από τους «οπαδούς».
Ας μην ξεχνάμε πως σήμερα στην Αμερική «Φιλελεύθερος» ( liberal) είναι αριστερή έννοια, ενώ «νεοφιλελεύθεροι» αποκαλούνται οι νεοσυντηρητικοί, άρα δεξιοί. Ένας Αμερικανός φιλελεύθερος λοιπόν θα αποκαλέσει τον δεξιό «νεοφιλελεύθερο». Τον Μπους επί παραδείγματι.
Κρίσιμη δεκαετία για τη διάκριση ή σχίσμα, υπήρξε η εποχή Θάτσερ / Ρέιγκαν, εποχή κατά την οποία άλλαξε το μείγμα της ηθικής πίσω από την πολιτική, άλλαξε ο στόχος και τα μέσα.
Οι απόψεις ως προς το πώς συνέβη αυτό διίστανται, χωρίς να έχει πολύ νόημα να το ψάξουμε επειγόντως τώρα: ας το αφήσουμε στους ιστορικούς. Μας ενδιαφέρει το τώρα και το μέλλον.
Η γλώσσα είναι ρευστή. Η χρήση των λέξεων και των εννοιών και αυτή ρευστή. Κάτι που σήμερα σημαίνει «Α» πριν από κάποια χρόνια μπορεί να σήμαινε «Β». Οι αρχικές έννοιες λέξεων δεν μπορούν για λόγους ιστορικής συνέπειας να επανέλθουν δια της άνωθεν επιβολής, όσο κι αν αυτό μοιάζει σε μερικούς άδικο. Όταν όλο και περισσότεροι χρησιμοποιούν μια λέξη λάθος, στο τέλος αυτή η παρανόηση δεν μπορεί παρά να είναι σωστή.
Χωρίς λάθος δεν υπάρχει εξέλιξη και το σταμάτημα της αποτελεί ματαιότητα χειρότερη κι απ’ το έργο του Σίσυφου.
Ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσει κανείς την κάθετη κατά τη γνώμη μου διάκριση Φιλελευθερισμού / Νεοφιλελευθερισμού είναι μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα.
Ας πάρουμε έναν πρόσφατο νόμο, αυτόν που απαγορεύει στους αγρότες να πωλούν σε πάγκους έξω από το χωράφι τους τα προϊόντα τους.
Η εκείνον που αναγκάζει όποιον θέλει να έχει παρασκευαστήριο ζαχαροπλαστείου να διαθέτει πάνω από συγκεκριμένα τετραγωνικά. Τα επιλέγω επειδή είναι απτά και χαρακτηριστικά.
Ας αναρωτηθούμε: Είναι φιλελεύθεροι;
Η απάντηση είναι οπωσδήποτε όχι. Ανεβάζουν το κατώφλι της εισόδου στην επιχειρηματικότητα σε σημείο όπου όλο και λιγότεροι μπορούν να το διασκελίσουν.
Ο αγρότης καταδικάζεται να πωλεί τα προϊόντα του σε εμπόρους και αποκλείεται από το να γίνει ο ίδιος μικρο-επειχειρηματίας.
Ο δεύτερος νόμος αποκλείει κάποιον να ετοιμάσει γλυκίσματα στην κουζίνα του, ασχέτως της ποιότητάς τους ή οποία μπορεί να είναι και εξαιρετική, και να τα πωλήσει.
Τον εξαναγκάζει να επενδύσει σε μεγαλύτερου μεγέθους χώρο.
Είναι πρόσφατο το παράδειγμα επιχείρησης που προσέφερε σπιτικά γλυκά μέσω ιστοσελίδας η οποία εξαναγκάσθηκε να κλείσει.
Οι αγρότες εξακολουθούν να πωλούν δίπλα στους δρόμους ή στο χωράφι, αλλά έχουν περάσει στην παρανομία και διακινδυνεύουν την επιβολή προστίμων. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος νόμος καταπατούν την οικονομική ελευθερία.
Επίσης μειώνουν τον ανταγωνισμό υπέρ όσων έχουν ήδη κατακτήσει μια θέση στην αγορά. Στην ουσία είναι προστατευτισμός.
Προστατεύει τους μεγάλους εναντίον των μικρών που ενδέχεται και να μεγαλώσουν, να απειλήσουν.
Στόχος του νεοφιλελευθερισμού είναι ο πλούτος, αλλά ποιος πλούτος;
Μόνον όσων προλάβουν να κατοχυρώσουν τη θέση τους με κάθε μέσο.
Δυστυχώς πάμπολλα τέτοια παραδείγματα υπάρχουν, σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας.
Ούτε ένα τυρί δεν μπορείς σήμερα να πουλήσεις νομίμως, χωρίς άδεια τυροκομείου, πρόσληψη τυροκόμου και ειδικές εγκαταστάσεις, ενώ κάποτε το τυρί ήταν κάτι που παρασκεύαζε κάθε βοσκός στο μαντρί του. Η οικονομική ελευθερία του βοσκού πού πήγε; Μα στην Φάγε, στη ΜΕΒΓΑΛ και ούτω καθεξής. Στην ουσία ο βοσκός είναι πλέον υπάλληλος, light τρόπος να πούμε δουλοπάροικος.
Τώρα ας θέσουμε το ερώτημα από την άλλη πλευρά: Είναι νεοφιλελεύθερες αυτές οι ρυθμίσεις;
Ναι, είναι. Γιατί;
Πρώτα πρώτα ως ρυθμίσεις αποσκοπούν στην «καταναγκαστική» μεγέθυνση της οικονομίας η οποία έχει καταστεί αυτοσκοπός, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για τις ατομικές ελευθερίες, ακόμη και τις οικονομικές τις οποίες δήθεν πρεσβεύει. Θεωρητικά ο αγρότης θα πρέπει είτε να παραμείνει υπάλληλος κάποιας εταιρείας, είτε να γίνει και αυτός μεγάλου μεγέθους επιχειρηματίας, πχ. συνενώνοντας πολλά μικρά χωράφια για να γίνει «βιώσιμος» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Ποιον ανταγωνισμό όμως; Αυτόν που έχει ήδη αποκλείσει όλους τους μικρούς και ιδίως όσους θέλουν να παραμείνουν μικροί, όσους δεν φιλοδοξούν να ελέγχουν τεράστιες επιχειρήσεις αλλά επιθυμούν μια πιο απλή και λιτή ζωή.
Στόχος του νεοφιλελευθερισμού είναι ο πλούτος, αλλά ποιος πλούτος;
Μόνον όσων προλάβουν να κατοχυρώσουν τη θέση τους με κάθε μέσο, κάτι που περιλαμβάνει και κατάλληλες κρατικές ρυθμίσεις: ευνόητα ο έχων έχει περισσότερη πολιτική επιρροή από την μη έχοντα.
Η συμμετοχή στις αποφάσεις είναι άνιση κι εξαρτάται από την οικονομική ισχύ. Ο «μικρός» αγρότης δεν έχει πρόσβαση στα «μεγάλα» λόμπι στις απόμακρες Βρυξέλλες.
Πώς δικαιολογείται αυτό;
Μα οι έχοντες είναι οι νικητές και οι μη έχοντες είναι οι χαμένοι.
Κι εδώ υπεισέρχεται ο κοινωνικός δαρβινισμός: οι νικητές, πιστεύεται έστω κι αν δεν λέγεται, έχουν καλύτερα γονίδια και προάγουν την πρόοδο, ενώ οι άλλοι όχι, είναι οπισθοδρομικοί, πρωτόγονοι.
Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο κι ανεξήγητο το πώς η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί επικίνδυνα τις τελευταίες δεκαετίες.
Το πρόσφατο βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου Thomas Pickety, «Capital in the Twenty-first Century», που αναλύει διαχρονικά και διεξοδικά το ζήτημα της οικονομικής ανισότητας, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους των νεοφιλελεύθερων.
Δεν καταλαβαίνω γιατί. Η δικαιολογία για την διαχωριστική αυτή γραμμή, νικητών και ηττημένων που εδραιώνουν οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού είναι πως οι «πλούσιοι» είναι οι «εκ φύσεως» ταλαντούχοι που χάρις στις ικανότητές τους βελτιώνουν και το επίπεδο ζωής των υπολοίπων. Εν συντομία έτσι νοείται το «γενικό καλό» , ασχέτως του αν αυτό επιβεβαιώνεται εμπειρικά ή όχι.
Σε έναν τέλειο και ιδεατό κόσμο έτσι θα έπρεπε ίσως να συμβαίνει, μόνο που ο κόσμος μας ουδέποτε υπήρξε τέλειος: ο άνθρωπος δεν είναι εκ φύσεως ούτε καλός ούτε κακός: είναι ικανός, όπως εύκολα βλέπουμε από την ιστορία μας για μεγαλεία, ηρωισμούς και αυτοθυσία, αλλά και χαμερπή και αδίστακτα εγκλήματα και υπέρμετρη αισχροκέρδεια.
Ο άνθρωπος έχει ελαστική συμπεριφορά ως είδος, το φάσμα της όμως είναι τόσο ευρύ που δεν μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε μια μονομερή ερμηνεία της φύσης του.
Τι έγινε όμως εδώ με τα παραδείγματά μας;
Βλέπουμε πως ενώ ο φιλελευθερισμός ( προϊόν του διαφωτισμού) ξεκίνησε για να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του ατόμου έναντι μιας καταπιεστικής «κοινωνίας» που του επιβάλλεται και απαιτεί θυσίες από αυτό, ο νεοφιλελευθερισμός ορίζει την οικονομική μεγέθυνση ως στόχο για το καλό του συνόλου παραγνωρίζοντας πως με αυτόν τον ορισμό του γενικού καλού, έθεσε το άτομο ως μέσο για την επίτευξή του, απαιτώντας από αυτό να θυσιάζεται, αντί η ζωή του να αποτελεί αυτοτελή σκοπό και όχι μέσο.
Ούτε ένα τυρί δεν μπορείς να πουλήσεις χωρίς άδεια τυροκομείου, πρόσληψη τυροκόμου και ειδικές εγκαταστάσεις, ενώ κάποτε το τυρί ήταν κάτι που παρασκεύαζε κάθε βοσκός στο μαντρί .
Η οικονομική ελευθερία του βοσκού πού πήγε;
Οι σημερινοί φιλελεύθεροι τα έχουν μπερδέψει.
Νομίζουν πως μπορούν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκυλί χορτάτο. Δυστυχώς όμως, ο νεοφιλευθερισμός επί της ουσίας είναι όχι ακραίος φιλελευθερισμός αλλά αντιστροφή του.
 Δεν πρόκειται για την ίδια κλίμακα αξιών, αλλά για ασυμβίβαστες ηθικές φιλοσοφίες.
Είτε θα πιστεύεις πως οι νικητές είναι πάντα άξιοι και πάντα δικαίως και εκ φύσεως κερδίζουν, άρα υπάρχει σαφής κι εκ των προτέρων δεδομένη ιεράρχηση ανθρώπων, είτε θα προσπαθείς να προάγεις, όσο είναι αυτό εφικτό, ισότητα ευκαιριών για όλους, αφού ως άτομα έχουν τα ίδια δικαιώματα και ελευθερίες. Όμως να πιστεύεις πως η ακραία ανισοκατανομή είναι προς όφελος όλων, είναι μάλλον θρησκευτικού τύπου αυταπάτη που τυφλώνει τον πιστό, όπως τα συγχωροχάρτια κάποτε τους χριστιανούς.
Το σημερινό δόγμα, που έχει τοποθετήσει την οικονομική μεγέθυνση ( το ΑΕΠ) πάνω από το άτομο, απλώς προσπαθεί μάταια να βρει μια δικαιολογία για να μην φανεί ο κοινωνικός δαρβινισμός που θα αποκάλυπτε η πίστη στην ιεραρχία, είναι φύλλο συκής.
Δυστυχώς όμως η εμπειρία δεν επαληθεύει το δόγμα.
Μεγάλα ζητήματα όπως η δημόσια υγεία, αντί να προχωρούν έχουν αρχίσει να οπισθοχωρούν. Μετά από μια περίοδο επίπλαστης ευμάρειας η φτώχεια ανεβαίνει.
Τι χρειαζόμαστε όμως αλήθεια; Πρώτα το άτομο ή πρώτα την κοινωνία;
Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι αλληλένδετα: δεν μπορεί να υπάρξει άτομο ευτυχισμένο σε στρεβλή και άνιση κοινωνία (πλην ελαχίστων προφανώς αλλά όχι πλήρως ) αλλά ούτε και κοινωνία ευχάριστη χωρίς ευτυχισμένα και ελεύθερα άτομα.
Κανένα από τα δύο δεν προέχει, αλλά χρειάζεται να βλέπουμε τα δύο ταυτόχρονα και ως ίσης σημασίας.
Το «γενικό καλό» ή η «γενική βούληση», όπως την ονόμασε ο Jean Jacques Rousseau, δεν μπορεί να καθορισθεί μια για πάντα με έναν δεδομένο κανόνα, αλλά θα αποτελεί αντικείμενο συνεχούς αναζήτησης, αναθεώρησης και διαλόγου μεταξύ των ατόμων και των ομάδων που απαρτίζουν μια κοινωνία. Δημοκρατία λέγεται.
Παρότι δεν μπορεί λοιπόν να λήξει ως ζήτημα αναζήτησης, δεν μπορεί να βγει κι εκτός διαλόγου χάρις σε κάποια ιδεολογία που θεωρεί τον εαυτό της φορέα της μιας και μοναδικής αλήθειας.
      Σήμερα όμως, το κρατούν οικονομικό δόγμα βρίσκεται εκτός επιλογής του σώματος 
        των  ψηφοφόρων.

       Φίλιππος Δραγούμης

       Andro

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου