Φυσικά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τα νήπια
είναι φορές πού τα καταφέρνουν περίφημα.
Στη μουσική για παράδειγμα, μας λέει ο Χέγκελ
στην Αισθητική του, η οποία εκφράζει βαθιά και ολωσδιόλου απροσδιόριστα
αισθήματα, σκιρτήματα της ψυχής που κατά κάποιο τρόπο είναι άυλα, κι όπου δε
μπορούμε να αποδώσουμε κανένα περιεχόμενο, καμιά σκέψη, ο μουσικός δεν έχει
ανάγκη μιαν εμπειρία τόσο μεγάλη όσο στις άλλες τέχνες.
Αυτός είναι ο λόγος πού το μουσικό τάλαντο
εκδηλώνεται πρόωρα, ενώ το κεφάλι και η ψυχή παραμένουν ακόμα κενά, χωρίς
πνευματική ή βιωματική εμπειρία· και έτσι όλοι έχουμε ακούσει για βιρτουόζους
πού ο χαρακτήρας και το πνεύμα τους δε βρίσκονται στο ύψος της δεινότητάς τους.
Έχουμε παιδιά-θαύματα στη μουσική και στα
μαθηματικά, στην ενόργανη γυμναστική ή στο τραγούδι, αλλά ποτέ στή σκέψη — δεν
εμφανίστηκε ακόμα ό ανήλικος ζωγράφος, φιλόσοφος ή μυθιστοριογράφος….
Η
παρατήρηση για το «άδειο κεφάλι» και την«άδεια ψυχή» δεν αφήνει καμιά απορία.
Όταν πρόκειται για πνευματική απόδοση καθαρά
μορφική, όπου το περιεχόμενο (ήτοι η θητεία στη ζωή και στα μαρτύριά της)
μπορεί να απουσιάζει, το θαύμα είναι πιθανό. Αλλά είναι απίθανο όταν έχουμε να
κάνουμε με τέχνες και εκφράσεις που προϋποθέτουν ψυχική ωρίμανση.
Είναι σημαδιακό άλλωστε ότι οι Έλληνες —τα αιώνια
παιδιά— δεν ανέδειξαν ποτέ παιδιά-θαύματα.
Οι εγκύκλιες σπουδές δεν μπορεί να είναι άσχετες
με κείνο πού θα αποκαλούσαμε εγκύκλιες δοκιμασίες.
Είτε στα δεκαπέντε σου σύρεις έναν κύκλο με το
διαβήτη, είτε στα πενήντα σου, το αποτέλεσμα δε διαφέρει· τι να πούμε όμως για
έναν έφηβο που ενδέχεται να απαγγέλλει σωστά το Μὴ μοι θάνατον παραῦδα χωρίς να ηχεί —και που
να τη βρει;— καμιά βαθύτερη αίσθηση του στίχου;
Τα κείμενα περιμένουν (αιώνες) τον κάθε νέο να
μεστώσει, να εξέλθει από το στάδιο της αφασίας και να διαβεί το κατώφλι.
Άσχετα με τις ευνόητες εκπαιδευτικές μέριμνες, η
εφηβεία δεν πρέπει να υπερτιμάται.
Ή πλησμονή των πρώτων επαφών με τη ζωή κάνει τον
έφηβο κάτι σαν μύστη της αμεσότητας, γι’ αυτό και στη Βίβλο ή καρδιά του
νέου παρομοιάζεται με τα ίχνη του φιδιού πάνω στην πέτρα ή τα σημάδια πού
αφήνει το πέταγμα ενός πτηνού στον ουρανό.
Ίχνη και σημάδια δηλαδή πού συνήθως
αποδεικνύονται αινίγματα μικρής αντοχής. Εξάλλου οι άνθρωποι, ειδικά στις
μικρές ηλικίες, μοιάζουν πολύ στα γενικά τους γνωρίσματα.
Μόνο ή ωρίμανση επιβάλλει τις μεγάλες διαφορές.
Η σκέψη του Θουκυδίδη ότι οι άνθρωποι δεν
διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους (πολύ τε διαφέρειν οὔ δεῖ νομίζειν ἄν ἄνθρωπον ἀνθρώπου) — αλήθεια της οποίας το πολύ
παίρνει πολύ νερό, ωκεανούς ολόκληρους— συμπληρώνεται παρήγορα από μια πολύτιμη
προσθήκη: καλύτερος είναι όποιος έχει περάσει τις μεγάλες και απαραίτητες
δοκιμασίες (κράτιστος δὲ εἶναι ὅστις ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις
παιδεύεται).
Και τί σημαίνει κράτιστος;
Και τί σημαίνει δοκιμασίες;
Η παράδοση πάνω στο θέμα είναι πανάρχαια,
διάσημη και σκληρή.
Η πίστη στην έμφυτη κλήρα του ατόμου, στο αίμα
του, και η περιφρόνηση των επίκτητων προσόντων υπήρξε ανέκαθεν αριστοκρατικό
ιδεώδες.
Για τον Πίνδαρο, πού υποστηρίζει ολόψυχα τη φυὰ και όχι την παιδεία, ο διαβασμένος
(διδάκτ’ ἔχει) είναι σκοτεινός άνθρωπος
(ψεφεννός άνήρ) πού δεν πορεύεται ποτέ του με σταθερό βήμα (οὔ ποτ’ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί). Και τη λέξη
αριστοκρατικός, πού σήμερα «κεντάει» όπως άλλωστε «κεντούσε» και τότε, θα την
καταλάβουμε αν τη φέρουμε κοντά σε έναν άλλο στίχο του ίδιου, πού διακηρύσσει
ότι το φυσικό της δεν το αλλάζει ούτε ή κόκκινη αλεπού (τὰ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ’ αἴθων ἀλώπηξ) ούτε το λιοντάρι (οὔτ’ ἐρίβρομοι λέοντες
διαλλάξαιντο ἦθος).
Κανείς δεν αρνείται ότι και σήμερα, πέρα από
κάθε σκέψη περί αριστοκρατίας του πνεύματος ή του αίματος, πιστεύουμε ακράδαντα
στην κόκκινη αλεπού, τουτέστι στο φυσικό του καθενός.
Όσο κι αν καταγίνεται κάποιος σε κάτι, αν δεν το
’χει, ποτέ δε γίνεται.
Με την επιμονή έχουμε άθλους εργατικότητας, αλλά
όχι δημιουργήματα. Μόνο στα ώριμα χρόνια αρχίζει να γίνεται σαφές ότι όλα είναι
δύσκολα για τον άνθρωπο πού εγκαταλείπει τη φύση του και χτυπάει γροθιά στο
μαχαίρι: ἅπαντα δυσχέρεια τὴν αὐτοῦ φύσιν ὅταν λιπών τις…
Γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος, σοφός άρα
μισάνθρωπος, ήξερε να δογματίζει στην αυγή κιόλας αυτοί του πολιτισμοί: η
πολυμάθεια δε χαρίζει σε κανέναν μυαλό (πολυμαθίη νόον ἔχειν οὔ διδάσκει), όλα πηγάζουν από το
τί είναι κανείς, όχι από το τί του μαθαίνουν.
Και εδώ έχουμε ένα από τα μεγάλα προβλήματα της
παιδείας. αν μόνο το φυσικό (το σκαρί) μετράει, τότε τί νόημα έχει να σπέρνουμε
τα πετροχώραφα;
Μολονότι ό Δημόκριτος έπαιρνε σαφώς την αντίθετη
θέση (πλέονες ἐξ ἀσκήσεως ἀγαθοὶ γίγνονται ἤ ἀπὸ φύσεως), την ακριβή απάντηση
μόνο στον εαυτό του θα τη βρει ό καθένας.
Οι αρχάριοι συγγραφείς πού εμπιστεύονταν στα
χέρια του Ζίντ τα χειρόγραφά τους, τον ρωτούσαν με φόβο: Να συνεχίσουμε;
και ή απόκριση ήταν πιο ερωτηματική: Πώς μπορείτε και δε συνεχίζετε; το
φυσικό αποφασίζει, κανένας άλλος.
Οι δοκιμασίες, οι σπουδές, οι ταλαιπωρίες
αναδεικνύουν τούς χαρακτήρες όσο αναδεικνύουν και τις σαπιοκοιλιές.
Δε λείπουν ποτέ οι διαβασμένοι βλάκες, οι
ψοφοδεείς της πολυμάθειας, τα διπλωματούχα καπόνια, οι ανίκανοι πού πρήζουν τον
κόσμο με άραθα-μάραθα πασχίζοντας να πείσουν ότι δε γεννήθηκαν από τη
«μούχλατουμπάνιου».
Τα βάσανα και τα σαράντα κύματα έχουν αξία όχι
γιατί από μόνα τους διαμορφώνουν ανθρώπους (αυτό ποτέ δεν έγινε), αλλά επειδή
δίκην λυδίας λίθου αποκαλύπτουν την ισχυρή και την ανίσχυρη φύση.
Αυτή είναι η λειτουργία του βασανίτη λίθου:
φανερώνει ό,τι υπάρχει ήδη, δεν δημιουργεί. Όσο για τους απειθείς, πού φυσικώ
τώ λόγω δυσπιστούν, είναι βέβαιο ότι θα χάσουν τον ύπνο τους.
Όπως επίσης είναι βέβαιο ότι υπάρχει μια
αμαρτωλή σχέση της σπουδής με τη βιασύνη. Το λέει ξεκάθαρα η λέξη.
Ο υπερφίαλος νέος πού στρώνεται, και με τι
καρδιά, να μελετήσει και αρχίζει να λογαριάζει την πνευματική του μοίρα σε
σελίδες, τις περισσότερες φορές επιτυγχάνει του σκοπού του· γίνεται ξεφτέρι,
εγγαστρίμυθος της βιβλιοθήκης, κοκόρι με δανεικό λειρί, εντολοδόχος ενός
υπερεγώ πού επιβάλλει τη γνώση σαν pensum, αυνάν της αύτοδιδαχής, διαλαλητής
ξένης πραμάτειας, κτλ.
Φυσικά αυτός ό τύπος άνθρωπου, πού σπεύδει να
σπουδάσει για να επαληθεύει άλλη μια φορά ότι ή πολλή σπουδή διαλύει τα αδύναμα
μυαλά, δε λαβαίνει σοβαρά υπόψη του το μόνο σοβαρό: ότι το πνεύμα, ακόμα κι αν
ανθεί στις βιβλιοθήκες, δεν είναι ποτέ δημιούργημα των βιβλιοθηκών.
Κι όταν μιλάμε για πνεύμα δεν εννοούμε τη
γνωστική σχέση, το μόνο εύκολο, αλλά έναν κλονισμό πού επέχει θέση
αποκαλυπτικού βιώματος και συνάπτει κανονικούς δεσμούς αίματος.
Κωστής Παπαγιώργης
Από το βιβλίο του Η Κόκκινη Αλεπού
(Μισανθρωπίας Προλεγόμενα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου