Κάθε φορά που βλέπω την Όλγα (Κεφαλογιάννη) να
χαίρεται αναφέροντας εκατομμύρια τουριστών που θα έρθουν στη χώρα και να χτίζει
πολιτική καριέρα πάνω στα ρεκόρ που επιτυγχάνονται κάθε χρόνο, μου ‘ρχεται να
την πιάσω από το σινιέ γιακαδάκι της και να της πω: «Ξέρεις σε ποιον χρωστάς
τις σημερινές επιτυχίες κυρία μου;
Σ’ αυτόν που έριξε τα μπετά στα θεμέλια του
οικοδομήματος το οποίο σήμερα ονομάζουμε βαριά βιομηχανία της χώρας.
Στον μπάρμπα μου τον Γιάννη. Μάλιστα.
Και για να μη νομίζεις ότι αερολογώ, σε
ενημερώνω ότι τα μπετά αυτά έπεσαν τον Αύγουστο του 1969 ή 1970, όταν έσκασαν
ξαφνικά μύτη στο χωριό πέντε τουρίστες».
Απαραίτητη παρένθεση: Η έννοια του τουρισμού δεν
ήταν άγνωστη στην Κρήτη του 1970, όμως ήταν κάτι πολύ μακριά από την
καθημερινότητα ή την επαγγελματική δραστηριότητα των ανθρώπων, ειδικά της
υπαίθρου.
Κατά τους ντόπιους, όλοι οι τουρίστες μιλούσαν
«ξένα», εκτός αν εμφανιζόταν κανένας μαύρος οπότε αυτός μιλούσε «αράπικα».
Οι χωριανοί τους χώριζαν σε δύο κατηγορίες: Η
πρώτη περιελάμβανε τους μακρυμάλληδες με τα σακίδια στην πλάτη, τους επιλεγόμενους
«γιεγιέδες», για τους οποίους οι ντόπιοι δεν έτρεφαν την παραμικρή εκτίμηση.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνα τα παιδιά των
λουλουδιών μετακινούνταν με auto stop, κοιμούνταν σε sleeping bags στις
παραλίες, γέμιζαν τα παγούρια τους απ’ τα πηγάδια και για να χορτάσουν ρήμαζαν
τα μποστάνια, τα αμπέλια και τις συκιές των ανθρώπων. Το μόνο που αγόραζαν ήταν
κρασί.
Η εισβολή τους αντιμετωπιζόταν πότε σαν
αξιοπερίεργο γεγονός με επίφοβες πινελιές κατάλυσης των προαιώνιων ηθών και
πότε σαν ολοκάθαρη παλαβομάρα κάποιων χαραμοφάηδων από την άλλη άκρη του
κόσμου, που αντί να δουλεύουν ήταν όλη μέρα ξάπλα στον ήλιο και φιλιόντουσαν.
Αν και ο αριθμός τους τότε φάνταζε μεγάλος, δεν
θα μπορούσε να συγκριθεί με τα σημερινά μεγέθη του μαζικού τουρισμού.
Σε κάθε περίπτωση, οι «γιεγιέδες» ήταν
συγκεντρωμένοι στην παράλια ζώνη και δεν είχαν κανέναν λόγο να μετακινηθούν
προς τα μεσόγεια για να φθάσουν ως τα χωριά μας.
Η δεύτερη κατηγορία ήταν οι πλούσιοι τουρίστες,
οι επιλεγόμενοι «Αμερκάνοι», (δίχως γιώτα στην προφορά), ανεξαρτήτως αν ήταν
Σουηδοί, Γάλλοι, Αμερικανοί ή Αυστραλοί.
Αυτούς οι ντόπιοι τους είχαν ακουστά, αλλά δεν
τους έβλεπαν ποτέ. Έμεναν στο Ξενία που ο γέρο Καραμανλής είχε χτίσει πάνω στο
Ενετικό τείχος, έτρωγαν στο μοναδικό πολυτελές εστιατόριο της πόλης που οι
χωρικοί δεν θα διανοούνταν να περάσουν ούτε απ’ έξω, μετακινούνταν με
νοικιασμένα πούλμαν, πήγαιναν μόνο για να δουν τις «πέτρες» (τις αρχαιότητες
δηλαδή) και γενικώς κινούνταν σε άλλο πλανήτη από τον δικό μας. Κλείνει η
παρένθεση.
Θεωρήθηκε, συνεπώς, άκρως αξιοπερίεργο γεγονός η
ξαφνική εμφάνιση εκείνο το απόγευμα ενός αυτοκινήτου με πέντε τουρίστες μπροστά
στο καφενείο του θείου μου του Γιάννη.
Η αυλή του καφενείου με την κληματαριά από πάνω
έβλεπε στον δρόμο και προφανώς οι άνθρωποι σταμάτησαν τυχαία, πιστεύοντας ότι
το καφενείο ήταν εστιατόριο.
Ποιος ξέρει πόσες ώρες και γιατί
περιπλανιόντουσαν στους επαρχιακούς δρομίσκους του νομού Χανίων, πάντως ήταν
μεσόκοποι (όχι άφραγκοι πιτσιρικάδες), κουρεμένοι (όχι γιεγιεδομαλλιάδες),
κανονικά ντυμένοι (χωρίς μπαλώματα στα ρούχα και χαϊμαλιά στους λαιμούς) και
ολοφάνερα πεινασμένοι. Με το σύνολο των θαμώνων του καφενείου να τους
περιεργάζεται σαν εξωτικές μαϊμούδες, εξήγησαν με λογής-λογής νοήματα στον
μπάρμπα μου που είχε σηκωθεί να τους προϋπαντήσει, ότι έψαχναν κάτι να φάνε.
Δεν ξέρω αν αιτία ήταν το εμπορικό πνεύμα του
θείου μου ή η προαιώνια κρητική φιλοξενία, πάντως τους είπε να καθίσουν
εξηγώντας τους με νοήματα ότι θα τους έδινε ό,τι υπήρχε πρόχειρο.
Αυτοί πάλι δεν ξέρω τι κατάλαβαν, πάντως
στρογγυλοκάθισαν στα δυο τραπεζάκια που ενώθηκαν και αφέθηκαν στις διαθέσεις
του μπάρμπα μου και της θειάς μου που ξεπρόβαλε από μέσα.
Το καφενείο, που ήταν παράλληλα και μπακάλικο
και χασάπικο, ήταν ένα ενιαίο σύστημα με το σπίτι της οικογένειας και εκείνη
την εποχή η δυνατότητα ενός αγροτικού νοικοκυριού της Κρήτης να ταΐσει με ίδια
μέσα πέντε ανθρώπους που ξέπεφταν στην πόρτα του ήταν εύκολο και συνηθισμένο
πράγμα.
Θυμάμαι με φοβερές λεπτομέρειες εκείνο το
δείπνο, εξαιτίας των απανωτών εκπλήξεων που καθρεφτίζονταν στα μάτια των
τουριστών καθώς έβλεπαν να σερβίρονται τα φαγητά τους.
Κατέφθασε ένα ψωμί (ζυμωμένο απ’ τους ίδιους),
μια πελώρια σαλάτα μέσα σε μια λεκάνη, με ντομάτα (απ’ το μποστάνι τους),
αγγούρι (επίσης απ’ το μποστάνι τους), πιπεριές (το ίδιο), γλιστρίδα (απ’ το
απέναντι χαντάκι), βασιλικό (απ’ τις γλάστρες της αυλής) και μπόλικο λάδι (απ’
το δικό τους ασφαλώς). Ένα πιάτο γραβιέρα (δική τους), μυζήθρα (κατασκευή
της θειάς μου), δυο τρία είδη ελιές (απ’ τα κιούπια του σπιτιού), πεντέξι
τηγανητά αυγά (απ’ τις κότες τους) και ένα βουνό τηγανητές πατάτες (απ’ το
δεύτερο μποστάνι τους).
Επίσης μια πιατέλα με κουνέλι στιφάδο (απ’ το
μεσημεριανό φαγητό του σπιτιού), μια μεγάλη τηγανιά συκώτι (απ’ το αρνί που
είχε σφάξει ο μπάρμπας μου για να πουλήσει ως χασάπης) και φυσικά κόκκινο κρασί
απ’ το βαρέλι του.
Κόβω το κεφάλι μου πως θα τους σέρβιρε κι άλλα
πράγματα που χάθηκαν απ’ τη μνήμη μου, θυμάμαι όμως πολύ καλά τα επιφωνήματα
θαυμασμού των τουριστών καθώς έπεσαν σαν λιμασμένοι πάνω σ’ αυτή την πανδαισία
αυθεντικών σπιτικών γεύσεων.
Οι θαμώνες του καφενείου τους κοίταζαν
σχολιάζοντας κάθε κίνηση ή γκριμάτσα τους, δίχως να γνωρίζουν ότι εκείνη τη
στιγμή εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια τους αυτό που αργότερα θα εξασφάλιζε
δουλειά στα περισσότερα απ’ τα παιδιά τους, ο τουρισμός.
Μια μικρή αναταραχή δημιουργήθηκε όταν άκουσαν
τη γλώσσα τους, καθώς τα Γερμανικά που μιλούσαν επανέφεραν μνήμες από την
κατοχή. Όλοι οι θαμώνες του καφενείου ήταν παιδιά ή έφηβοι το 1941-45 κι
έσμιξαν τα φρύδια ακούγοντας την ένρινη γλώσσα, πλην ο μπάρμπας μου που τους
ρώτησε «Τζέρμαν, Τζέρμαν;» έλαβε την απάντηση «Νο Τζέρμαν, Όστριαν».
Θα σας γελάσω αν είπαν αλήθεια ή ψέματα, πάντως
οι χωριανοί δεν είχαν κανένα θέμα με τους Αυστριακούς, οπότε το δείπνο
ολοκληρώθηκε με τηγανητά καλιτσουνάκια με γλυκιά μυζήθρα και διόσμο,
πασπαλισμένα με ζάχαρη.
Όταν ήρθε η ώρα του φρούτου, ο μπάρμπας μου
έσυρε τη σκάλα στη μέση της αυλής, ανέβηκε πάνω κι έκοψε δυο σταφύλια από την
κληματαριά (από κει θυμάμαι ότι ήταν Αύγουστος), τα ξέπλυνε και τους σέρβιρε
μαζί με τσικουδιά (κι αυτή δική τους).
Αφού την κάνανε ταράτσα οι τουρίστες, ζήτησαν
λογαριασμό.
Ο μπάρμπας μου έξυσε το κεφάλι του αμήχανος,
αδυνατώντας προφανώς να κοστολογήσει τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που είχε
προσφέρει. Δεν είχε ξαναπληρωθεί ποτέ για φαγητό που πρόσφερε.
Επειδή ήταν και μερακλής, βάζω στοίχημα ότι
ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην πληρωμή και το κέρασμα, αλλά τελικά κοίταξε τους
άλλους συγχωριανούς κι έβαλε το θέμα σε συζήτηση με έναν ολοφάνερο δισταγμό σα
να ντρεπόταν: «Θέλουνε λέει λογαριασμό. Τώρα δηλαδή, τι να τους πάρω;»
Ο καθένας έλεγε μια τιμή, από την πιο χαμηλή ως
την πιο κερδοσκοπική, όχι υπολογίζοντας το κόστος των φαγητών αλλά ανάλογα με
το πώς έκοβε την οικονομική κατάσταση των παραφαγωμένων τουριστών.
Τελικά, ο μπάρμπας μου υιοθέτησε έναν μέσο όρο
και μ’ ένα κόμπιασμα στη φωνή τους είπε, «δώστε σαράντα φράγκα».
Αναφερόταν σε δραχμές βέβαια και όχι σε γαλλικά
ή ελβετικά φράγκα, ποσό που έγραψε μ’ ένα μολυβάκι πάνω στο μεταλλικό τραπεζάκι
για να το καταλάβουν οι τουρίστες.
Αυτοί πλήρωσαν γελώντας τρανταχτά, ευχαρίστησαν,
χαιρέτησαν κι έφυγαν.
Λίγο αργότερα κατέφθασε στο καφενείο έτερος
χωριανός (δεν θα το πιστέψετε, αλλά κι αυτός μπάρμπας μου ήταν) ο οποίος είχε
κάνει για λίγο μετανάστης στη Γερμανία και βρήκε τους θαμώνες να συζητούν την
πρώτη εμφάνιση τουριστών στο χωριό.
«Κρίμα που δεν ήσουν εδώ Νικολή» του είπαν, «θα
μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους».
Πάνω στην κουβέντα λοιπόν, τον ρώτησαν μήπως
μπορούσε να υποθέσει γιατί γελούσαν όταν έφευγαν.
«Πόσο τους πήρες;» ρώτησε κι όταν άκουσε τις
σαράντα δραχμές, κούνησε το κεφάλι του και εξήγησε: «Αν μετατρέψεις τις σαράντα
δικές μας δραχμές σε μάρκα, μ’ αυτό το ποσό στη Γερμανία αγοράζουν ένα πακέτο
τσιγάρα. Για αυτό γελούσαν».
Κάπως έτσι μπήκαν οι βάσεις της βαριάς
τουριστικής βιομηχανίας της χώρας μας κι αυτή ήταν η συμβολή του δικού μου
σογιού στη μεγάλη αυτή εθνική περιπέτεια. Α
λλά δυστυχώς δεν υπάρχει κράτος να αναγνωρίσει
αυτές τις υπηρεσίες και να στήσει αγάλματα σ’ όλους τους αφανείς Γιάννηδες
αυτού του τόπου, που ξεκίνησαν αλλάζοντας τον περίφημο κανόνα «value for
money», σε «value without money». (Αν και οικονομοτεχνικά δεν είναι σωστός ο
υπολογισμός, αυθαιρετώ για να ενημερώσω τους πολύ νεότερους, ότι οι σαράντα
δραχμές με τις οποίες έφαγαν του σκασμού πέντε Αυστριακογερμαναράδες, είναι
περίπου 11 σημερινά λεπτά του ευρώ).
Δημήτρης Καμπουράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου