Η λέξη «κιτς» προέρχεται από το γερμανικό ρήμα
kitschen, που σημαίνει «πασαλείβω» ή «μαζεύω αταίριαστα, ετερόκλιτα πράγματα».
Αυτό άλλωστε το αταίριαστο, το «εκτός τόπου»,
είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του κιτς, ενώ τα άλλα δύο είναι το «εκτός
χρόνου» και η υπερβολή, όπως το έχει προσεγγίσει ο περισσότερο ενασχοληθείς με
το θέμα, που δεν είναι άλλος από τον Ουμπέρτο Εκο σε αναρίθμητες διαλέξεις και
άρθρα του.
Ως μορφή αισθητικής, το κιτς στα χέρια
σημαντικών ανθρώπων της τέχνης, όπως ο Φελίνι ή ο Αλμοδόβαρ που εκούσια έχουν
κάνει άφθονη χρήση, προσθέτει σ' αυτό που θέλουν να εκφράσουν.
Στα χέρια ατάλαντων, το κιτς κινείται στην
περιοχή ανάμεσα στο αστείο και το γελοίο, ενίοτε και το θλιβερό.
Βλέποντάς το δεν ξέρεις τι να κάνεις, να
γελάσεις, να αγανακτήσεις, να σε πιάσει θλίψη ή και τα τρία μαζί…
Στην περίπτωσή μας, βρέθηκε ο απόλυτος
ατάλαντος, ένας Γάλλος «εικαστικός» ονόματι Ζεράλντ Μπρινό, που διάλεξε για θύματα
της εικαστικής του παρέμβασης τα δύο μπρούντζινα αγάλματα των πολεμιστών του
Ριάτσε, που βρέθηκαν το 1972 στη θάλασσα κοντά στο Ρέτζιο της Καλαβρίας.
Πρέπει να ήταν δύο από τα άπειρα αγάλματα,
μπρούντζινα και μαρμάρινα, που άρπαξε ο Σύλλας όταν το 86 π.Χ. λεηλάτησε όλη
την Ελλάδα.
Για την πιο πιθανή προέλευσή τους, οι ερευνητές
συγκλίνουν προς το Αργος.
Ο κατά δήλωσίν του λοιπόν καλλιτέχνης πήγε στο
μουσείο του Ρέτζιο Καλάμπρια, όπου μόλις είχε ολοκληρωθεί η επανέκθεση των δύο
αγαλμάτων έπειτα από τις επί χρόνια εργασίες, έστησε ανεμόσκαλες, προβολείς και
κάμερες (με τους φύλακες παρόντες!) και πήγε να κάνει την «υπέρβαση ενάντια
στις προκαταλήψεις», κατά δήλωσίν του πάντα.
Αυτή περιελάμβανε τη φωτογράφηση των αγαλμάτων
με νυφικό πέπλο, στρινγκ πανθηρέ (υπάρχει και ο όρος «λεοπάρ») και ένα φούξια
«μποά» (από τη γαλλική λέξη για τον βόα, αφορά στο φιδόμορφο πουπουλένιο
κατασκεύασμα που συχνά φορούν τραγουδίστριες και χορεύτριες γύρω από το λαιμό
τους)!
Η ιστορία έγινε τον περασμένο Δεκέμβρη και
ουδείς θα την είχε πάρει είδηση, αν ο γαλλούκος δεν είχε βγει παραπονούμενος
που η έφορος αρχαιοτήτων, όταν πήρε χαμπάρι, τον πέταξε κλοτσηδόν έξω.
Οι διαμαρτυρίες του, σε στιλ «Πιφφ, τι να
καταλάβετε εσείς από τέχνη!», δημοσιεύτηκαν στις αρχές Αυγούστου, μαζί με όλο
το φωτογραφικό τερατούργημα, στο γκέι σάιτ dagospia.it, από κει το πήρε η
«Ρεπούμπλικα» και ακολούθησε χαμός σε όλο τον νοτιοϊταλικό Τύπο.
Ευτυχώς για τα αγάλματα, στον ιταλικό νότο, τον
αυτοονομαζόμενο Magna Grecia, οι ελληνικές αρχαιότητες θεωρούνται κομμάτι και
της δικής τους πολιτιστικής κληρονομιάς.
Θεωρήθηκε χρέος, λοιπόν, η υπεράσπισή τους
απέναντι σε τέτοια υποβάθμιση και προσβολή.
Ομως τα δύο αγάλματα κινδυνεύουν με νέες
περιπέτειες.
Οταν ξανάνοιξε το μουσείο, που κόστισε 32
εκατομμύρια, αναφέρονταν ημερήσιες εισπράξεις κάτω από 900 ευρώ.
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων μιλούσε για 16 χιλιάδες
επισκέπτες το μήνα, που δίνει τριπλάσια είσπραξη, πάντως λίγη για τις ανάγκες
του μουσείου στη νεοφιλελεύθερη εποχή, όπου θεωρείται ότι ο πολιτισμός είναι
χρήσιμος μόνο αν βγάζει τα λεφτά του.
Ετσι, συζητιέται η μεταφορά των αγαλμάτων στην
Expo του Μιλάνου, της πιο αντιτουριστικής ίσως πόλης σε πανευρωπαϊκή βάση, όπου
μάλιστα ενδέχεται να παραμείνουν για χρόνια.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο είναι
ανακατεμένος στο κόλπο ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Μιλάνου (όπου συγκεντρώνει
τις περισσότερες δραστηριότητες) και Καλαβρίας, η καλαβρέζικη Μαφία, η
Ντραγκέτα ('Ndrangheta, με απόστροφο, εκ του ελληνικού «ανδραγαθία»).
Πάνω που βρήκαν την ησυχία τους, οι δύο
πολεμιστές ίσως ξαναπέσουν σε χέρια βαρβάρων.
Νίκος Μπελογιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου