Η γερμανοϊταλική κατοχή ήταν εξαιρετικά
καταπιεστική, αρπακτική και βίαιη, όχι μόνο λόγω του φασιστικού χαρακτήρα του
καθεστώτος των χωρών αυτών, αλλά και επειδή ο πόλεμος συνεχιζόταν τόσο στη Β.
Αφρική όσο και κυρίως στην αχανή Ρωσία.
Χρειαζόταν συνεπώς ο Αξονας οικονομικούς πόρους
σε χρήμα, πρώτες ύλες και μεταφορικά μέσα, προκειμένου να συνεχίσει τις
κατακτητικές του διαθέσεις σε άλλα μέτωπα.
Από την άλλη πλευρά, τόσο η προπολεμική
οικονομική κατάσταση της Ελλάδας όσο και οι καταστροφές του εξάμηνου πολέμου
δημιουργούσαν εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την επιβίωση των Ελλήνων.
Η δυσκολία ανεφοδιασμού των πόλεων σε τρόφιμα,
ιδίως στην τραγική περίοδο του χειμώνα 1941-1942, δεν οφείλεται μόνο στην
έλλειψη μεταφορικών μέσων και καυσίμων, ούτε στην κακή κατάσταση του
συγκοινωνιακού δικτύου, ούτε μόνο στην ανεπάρκεια της εγχώριας αγροτικής
παραγωγής, δεδομένου βεβαίως του αποκλεισμού από τους Συμμάχους.
Ενα μεγάλο μέρος των δυσκολιών στον ανεφοδιασμό
των πόλεων και κυρίως της Αθήνας με τρόφιμα οφείλεται στους μηχανισμούς που
πολύ γρήγορα αναπτύχθηκαν στην κατοχική περίοδο.
Ο τρόπος των συναλλαγών
Αρκετά σημαντικό ρόλο στην ανεπάρκεια των
τροφίμων φαίνεται ότι έπαιξε η γενικευμένη και δικαιολογημένη άρνηση των
αγροτών να παραδώσουν υποχρεωτικά τα βασικά αγροτικά προϊόντα τους στους
οργανισμούς συγκέντρωσης.
Βεβαίως η συγκέντρωση των σιτηρών από την ΚΕΠΕΣ
(Κεντρική Επιτροπή Προστασίας Εγχωρίου Σιτοπαραγωγής) γινόταν και προπολεμικά
σε εθελοντική βάση και διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των τιμών και
συνεπώς στη βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος.
Μπροστά στην αποτυχία του συστήματος της
υποχρεωτικής συγκέντρωσης σιτηρών από τις κατοχικές αρχές, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν το πρόβλημα διατροφής των κατοίκων των πόλεων τον Ιούλιο του
1941, προτάθηκε η ανταλλαγή (πληρωμή των αγροτών) να γίνεται όχι μόνο σε χρήμα
αλλά και σε είδη του ελληνικού μονοπωλίου (σαπούνι, λάδι, αλάτι και σπίρτα).
Ούτε και αυτή η προσπάθεια πέτυχε, καθώς όσο
περνούσε ο καιρός οργανωνόταν η «μαύρη αγορά», όπου σύμφωνα με μαρτυρίες της
εποχής «μια οκά φασόλια» επισήμως τιμάται 35 δρχ. αντί 300 δρχ. στη «μαύρη
αγορά» και το «ελαιόλαδον... 40-50 δρχ. αντί 400 την οκάν» («Πρωία»,
10.9.1941). Βεβαίως οι συναλλαγές της μαύρης αγοράς σε χρήμα αφορούσαν μεγάλες
ποσότητες και έτσι ήταν δυνατόν το χρήμα αυτό να μετατραπεί άμεσα σε χρυσό, ενώ
στις καθημερινές μικρές ανταλλαγές το σιτάρι αποτελούσε το σταθερό μέτρο
συναλλαγών και το χρήμα είχε συμβολική σημασία στον αγροτικό χώρο λόγω του
ανεξέλεγκτου, όπως θα δούμε, πληθωρισμού.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι τα αστικά κέντρα,
και ιδιαίτερα η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια του πολέμου αλλά και μετά
την κατάρρευση του μετώπου και την εχθρική εισβολή τον Απρίλιο - Μάιο του 1941
αποτέλεσαν καταφύγια για μεγάλες μάζες αγροτικού πληθυσμού, ο οποίος μέσα σε
συνθήκες πανικού και εξαθλίωσης προσπαθούσε να αποφύγει τους βομβαρδισμούς και
την άγρια εισβολή ιδίως των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Οι συνέπειες του υποσιτισμού
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1941 άρχισαν να
φαίνονται καθαρά οι συνέπειες του υποσιτισμού και τον Νοέμβριο άρχισαν οι
πρώτοι θάνατοι από την πείνα. Υπάρχουν διαφορετικοί υπολογισμοί για τους
θανάτους από την πείνα, όμως ο ακριβής αριθμός δεν έχει τόση σημασία.
Σύμφωνα με πολύ μετριοπαθείς εκτιμήσεις, μόνο
τον Μάρτιο του 1942, οπότε κορυφώθηκε η πείνα, πέθαναν 4.500 άτομα περισσότερα
από τον αντίστοιχο μήνα του 1940 (σε ειρηνική περίοδο).
Οι πλέον προχωρημένες εκτιμήσεις αναφέρουν
περίπου χίλιους θανάτους την ημέρα στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά την
περίοδο εκείνη, πράγμα που σημαίνει ότι ο συνολικός αριθμός ξεπερνά τις
300.000.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Σμπαρούνη
σχετικά με τις επισιτιστικές ανάγκες της Ελλάδας, στην οποία συμμετείχαν εκτός
από τον Α. Σμπαρούνη ως πρόεδρο και οι Ζολώτας, Αγγελόπουλος, Ευελπίδης κ.ά., η
κρατική προσπάθεια μέσω του «Δελτίου Τροφίμων» την περίοδο Ιουλίου 1941 -
Μαρτίου 1942 δεν εξασφάλισε στον πληθυσμό της Αθήνας ούτε το 30% του ελάχιστου
ορίου θερμίδων για την επιβίωση ενός ανθρώπου.
Οι υπόλοιπες ανάγκες έπρεπε να καλυφθούν από άλλες
πηγές, οι οποίες δεν μπορούσαν να είναι παρά η μαύρη αγορά, η άμεση προμήθεια
από συγγενείς στο χωριό και σε ορισμένες περιπτώσεις η κλοπή των τροφίμων είτε
από τους εμπόρους-«μαυραγορίτες» είτε από τις δυνάμεις κατοχής από τους
περίφημους «σαλταδόρους» κτλ.
Σε μια πρώτη φάση η μαύρη αγορά αφορούσε έναν
τεράστιο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι με διάφορους τρόπους μπορούσαν να
προμηθευτούν τρόφιμα από διάφορες πηγές και με διάφορα μέσα.
Τους πρώτους μήνες της πείνας ένας μεγάλος
αριθμός κατοίκων των αστικών κέντρων και κυρίως της Αθήνας μετακινούνταν προς
τις αγροτικές περιοχές για αναζήτηση τροφίμων, συχνά με ζώα και ακόμη και με τα
πόδια.
Σε όλες αυτές τις διαδρομές των «καραβανιών»
όπως ήταν επόμενο αναπτύχθηκαν ληστοσυμμορίες που επωφελούνταν από την
ουσιαστική απουσία αστυνόμευσης στην περίοδο της Κατοχής, παρά τις σπασμωδικές
προσπάθειες καταστολής από το κατοχικό καθεστώς.
Η υποτίμηση του χρήματος
Αργότερα οι συμμορίες αυτές σχεδόν εξαφανίστηκαν
χάρη στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Εθνικής Αντίστασης.
Σταδιακά, τα δίκτυα της μαύρης αγοράς πέρασαν σε
λιγότερα χέρια και οργανώθηκαν περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν στις
πόλεις προμηθευτικοί συνεταιρισμοί.
Ηδη στις αρχές του 1942 το φαινόμενο των
συνεταιρισμών είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Σχεδόν όλα τα αστικά επαγγέλματα
είχαν καταφέρει να οργανώσουν καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.
Τα κυριότερα αίτια της αύξησης του πληθωρισμού
θα πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο στην έλλειψη των αγαθών σε σχέση με τη ζήτηση
(πράγμα που εξέθρεψε τη μαύρη αγορά), αλλά και στη νομισματική και
δημοσιονομική πολιτική των αρχών της Κατοχής.
Είναι γνωστό ότι οι κατοχικές αρχές «δέχτηκαν»
να καταβάλουν τεράστια ποσά σε δραχμές στις δυνάμεις του Αξονα ως «δαπάνες
Κατοχής».
Η πληρωμή των δαπανών Κατοχής αυξήθηκε με πολύ
υψηλούς ρυθμούς από 25 εκατ. δρχ. τον Νοέμβριο του 1941 σε 850 εκατ. δρχ. τον
Αύγουστο του 1943. Ταυτόχρονα το σύστημα είσπραξης δημοσίων εσόδων από φόρους
και δασμούς είχε προφανώς καταρρεύσει.
Οι δαπάνες της κατοχικής κυβέρνησης ωστόσο ήταν
σημαντικές, προκειμένου να πληρώσει τις δαπάνες Κατοχής στον κατακτητή και να
καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες (μισθοί κτλ.). Προφανώς το τεράστιο έλλειμμα που
προέκυπτε χρηματοδοτείτο με έκδοση νέου χρήματος.
Ετσι η αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος
έφθασε σε δυσθεώρητα ύψη, από 9 δισ. δρχ. τον Δεκέμβριο του 1939 σε 450.000 δισ.
τον Ιούνιο του 1944 (Εκθεση Σμπαρούνη), με αποτέλεσμα την ταχύτατη υποτίμηση
του χρήματος, δηλαδή την τεράστια μείωση της αγοραστικής του δύναμης.
Οσοι μπορούσαν να μετατρέπουν τις δραχμές σε
χρυσό έβγαιναν κερδισμένοι τελικά περισσότερο από αυτούς που συσσώρευαν
εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, με στόχο να επωφεληθούν από τη συνεχή άνοδο της
τιμής τους.
Πράγματι για μια σειρά συγκυριακούς λόγους, που
συνδέθηκαν με τις συμμαχικές στρατιωτικές επιτυχίες στις αρχές Νοεμβρίου του
1942, οι τιμές των τροφίμων έπεσαν κατά 50%.
Την πτώχευση αυτή προφανώς πλήρωσαν περισσότερο
οι μικροί και σχετικά απληροφόρητοι κερδοσκόποι, οι ποσότητες των τροφίμων στην
αγορά διπλασιάστηκαν, διότι οι «μαυραγορίτες» άνοιξαν τις αποθήκες τους
φοβούμενοι ότι οι επιτυχίες των συμμάχων θα οδηγούσαν σε άρση του ναυτικού
αποκλεισμού της χώρας.
Μερικοί θυμούνται ακόμη το επιφώνημα των εμπόρων
«αγάντα Ρόμελ!» την περίοδο εκείνη.
Η μεταφορά του πλούτου
Από όλη αυτή την πληθωριστική διαδικασία
ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής προέκυψε μια μεταφορά πλούτου από το σύνολο
σχεδόν του αστικού πληθυσμού προς τους «επιτήδειους εμπόρους»-«μαυραγορίτες»,
οι οποίοι συσσώρευσαν τεράστιες περιουσίες και σταδιακά ανέτρεψαν την
οικονομική και κοινωνική ιεραρχία στη διάρκεια της Κατοχής και κυρίως μετά την
απελευθέρωση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, στην περίοδο της Κατοχής άλλαξαν χέρια
τεράστιες περιουσίες, από κινητά αντικείμενα αξίας (κοσμήματα, χρυσαφικά,
αντικείμενα τέχνης κ.ά.) ως και ακίνητα (κατοικίες, διαμερίσματα, οικόπεδα).
Υπάρχουν σχετικές πληροφορίες ότι πουλήθηκαν ακίνητα την περίοδο εκείνη στο
15%-25% της πραγματικής τους αξίας.
Η «κρίση» της μαύρης αγοράς του Νοεμβρίου του
1942 ξεπεράστηκε από τους κερδοσκόπους σχετικά γρήγορα. Ωστόσο η κατάσταση στην
αγορά τροφίμων κάπως βελτιώθηκε λόγω της αυξημένης εξωτερικής βοήθειας που ήδη
είχε αρχίσει να επιτρέπεται, κυρίως στα πλαίσια των προσπαθειών του Διεθνούς
Ερυθρού Σταυρού.
Ετσι σταδιακά από τον Απρίλιο του 1942 σουηδικά
πλοία μετέφεραν καναδικό σιτάρι.
Τα επισιτιστικά προβλήματα των αστικών κέντρων
οδήγησαν αναγκαστικά τις αρχές Κατοχής να εντείνουν τις προσπάθειες
συγκέντρωσης αγροτικών προϊόντων χρησιμοποιώντας νέες μεθόδους.
Σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα του Απριλίου
του 1942, αναβίωσε η φορολόγηση των αγροτών με το παλαιό σύστημα της δεκάτης,
δηλαδή της υποχρεωτικής παράδοσης στις φορολογικές αρχές ενός δεκάτου της
αγροτικής παραγωγής.
Ταυτόχρονα εισήχθη το λεγόμενο «παρακράτημα» για
τους μεγάλους παραγωγούς, δηλαδή η υποχρεωτική παρακράτηση ενός τμήματος της
παραγωγής πέραν της δεκάτης αντί ενός αντιτίμου αυθαίρετα καθοριζομένου από το
κατοχικό κράτος.
Οι σχετικοί πίνακες ανηρτώντο στα κοινοτικά
γραφεία με στόχο την «αλληλοκαταγγελία» των αγροτών για ψευδείς δηλώσεις.
Βεβαίως αντί αλληλοκαταγγελίας έγινε «αλληλοσυγκάλυψη» και το βάρος ελέγχου
έπεσε στην αρμόδια επιτροπή.
Οπως ήταν αναμενόμενο, στις περισσότερες
περιπτώσεις όλα ή μερικά από τα πρόσωπα των διαφόρων επιτροπών δεν εκτελούσαν
τις διαταγές των κατοχικών αρχών, κερδίζοντας έτσι και την εμπιστοσύνη των
αγροτών.
Πολλά από τα μέλη των επιτροπών αυτών
αναδείχθηκαν έτσι τοπικοί ηγέτες της Εθνικής Αντίστασης.
Ολη αυτή η προσπάθεια των αρχών Κατοχής τελικά
ελάχιστα απέδωσε σε σχέση με τα αναμενόμενα και δεν μπόρεσε να λύσει το
πρόβλημα του επισιτισμού των αστικών κέντρων.
Αντίθετα δημιούργησε και στον αγροτικό χώρο
συνθήκες έντονης δυσαρέσκειας, η οποία δεν άργησε να μετατραπεί σε αντίδραση
κατά των κατοχικών δυνάμεων και να ενισχύσει την προσπάθεια της Εθνικής
Αντίστασης, που ήδη είχε αρχίσει να οργανώνεται στον αγροτικό χώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου