Η Αμφίπολη, αυτή η ξακουστή πολιτεία της
Ανατολικής Μακεδονίας, η μοναδική αποικία των Αθηναίων, βγήκε, επί τέλους, από
τη λήθη στην οποία την έριξαν επί αιώνες, όχι μόνο οι βαρβαρικές επιδρομές,
αλλά και η άγνοια κι η αδιαφορία των νεοελλήνων απέναντι στην λαμπρή ιστορία
τους.
Το περίλαμπρο μνημείο, που σιγά – σιγά
αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη στο λόφο της περιοχής «Καστά» της Αμφίπολης,
λίγο έξω από τη σημερινή (Νέα) Μεσολακιά του Δήμου Αμφίπολης, κίνησε το
ενδιαφέρον εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον πλανήτη και, ανάμεσα σ’ αυτούς
και το ενδιαφέρον των περισσοτέρων Ελλήνων.
Πολλά γράφονται όλες αυτές τις μέρες, που
προχωρούν οι ανασκαφές στον περίλαμπρο τύμβο της Αμφίπολης, και η επανάληψή
τους δεν θα προσθέσει τίποτε στην ιστορική γνώση.
Γι’ αυτό επέλεξα να φέρω στο φως ορισμένα μικρά,
αλλ’ άγνωστα σπαράγματα από την μακραίωνη ιστορία της περίλαμπρης, μακεδονικής
πολιτείας, ελπίζοντας πως θα συμβάλω μ’ αυτό τον τρόπο, έστω κι ελάχιστα,
στην σφαιρική ενημέρωση εκείνων των Ελλήνων, που με ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι
αγωνία παρακολουθούν, μέρα με τη μέρα, την εξέλιξη των ανασκαφών, περιμένοντας
το «θαύμα», που θα τους ξαναδώσει πίσω την εθνική τους αξιοπρέπεια, την οποία
τους στερούν καθημερινά, η οικονομική κρίση και οι απαιτήσεις των δανειστών της
πατρίδας μας.
Η Εγνατία οδός και ο λόφος Καστά.
Το πρώτο, μικρό σπάραγμα της ιστορίας της
Αμφίπολης το πήρα από την μεταπτυχιακή εργασία του πρόωρα χαμένου, λαμπρού
φιλολόγου και αρχαιολόγου, Μόσχου Οτατζή, που είχε τίτλο «Εγνατία οδός: Από την
Αμφίπολη στους Φιλίππους», (έκδοση Δήμου Καβάλας).
Στην εργασία αυτή ο συγγραφέας, εξετάζοντας
ορισμένα μιλιάρια (οδοδείκτες) της περίφημης, ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, η οποία
κατασκευάστηκε από τους Ρωμαίους αμέσως μετά την κατάκτηση της Ελλάδας και η
οποία, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήταν «εκ της Απολλωνίας εις Μακεδονίαν …
βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων και Έβρου ποταμού»,
που βρέθηκαν στο μικρό Σούλι, στο Οφρύνιο, τα Νέα Κερδύλλια και αλλού, «βλέπει»
τη μεγάλη αυτή οδό να περνάει ανάμεσα στο λόφο «Καστά», όπου ήδη ανασκάπτεται ο
περίλαμπρος τύμβος και στο λόφο 133, όπου από δεκαετίες ανασκάπτονται ερείπια
και τάφοι που ξεκινούν από τη νεολιθική περίοδο και φθάνουν μέχρι την εποχή του
σιδήρου.
Ο Μόσχος Οτατζής αναφέρει, συγκεκριμένα, ότι η
Εγνατία οδός «είναι πιο πιθανό ν’ απέφευγε το ύψωμα στο οποίο ήταν χτισμένη
η Αμφί¬πολη, αλλά μετά το Στρυμόνα να κατευθυνόταν βόρεια, να περνούσε έξω από
την Αμφίπολη 162 και συγκεκριμένα να περιέτρεχε το ανατολικό τείχος της πόλης
και να συνέχιζε αμέσως μετά με κατεύθυνση βορειοανατολική προς τους πρόποδες
του Παγγαίου και το λόφο που σήμερα είναι γνωστός με τον αριθμό 133.
Στην περιοχή αυτή βρέθηκε ένα μιλιάριο
της εποχής του αυτοκράτορα Καρακάλλα, το οποίο αναγράφει την απόσταση του ενός
μιλίου.
Πιθανόν ο αριθμός δεν είναι
συμπληρωμένος, διότι στο σημείο αυτό του μιλιαρίου υπάρχει φθορά- αν όμως ο
αριθμός του ενός μιλίου είναι σωστός, τότε το μιλιάριο δεν πρέπει να βρέθηκε
μακριά από τη θέση που ήταν τοποθετημένο επάνω στην Εγνατία οδό.
Ο δρόμος συνέχιζε με κατεύθυνση
βορειοανατολική και περνούσε ανάμεσα από το λόφο 133 και το λόφο του «Καστά»,
για να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, παράλληλα σχεδόν με τους βόρειους
πρόποδες του Παγγαίου.
Υπάρχει και σήμερα ακόμη μονοπάτι που από
την Αμφίπολη οδηγεί στο πέρασμα αυτό, ανάμεσα από τους δύο λόφους. Η αυτοψία
και η έρευνα δεν έδωσε ίχνη αρχαίου δρόμου, είναι όμως πολύ πιθανό να
καταστράφηκαν από την καλλιέργεια των χωραφιών.
Στο χωριό Οφρύνιο και στο τείχος της
βυζαντινής Χρυσούπολης βρέθηκε εντοιχισμένο μιλιάριο της Εγνατίας οδού, το
οποίο χρονολογείται επίσης στα χρόνια του Καρακάλλα.
Είναι άγνωστο από πού μεταφέρθηκε στο
μεσαιωνικό περίβολο, όμως η απόσταση των 4 μιλίων που αναγράφει, θεωρώντας ως
αφετηρία την Αμφίπολη, δείχνει ότι αυτό ήταν τοποθετημένο στην Εγνατία οδό
αμέσως μετά τον λόφο 133 και από το σημείο αυτό η απόσταση δεν είναι πολύ
μεγάλη για να μεταφερθεί αργότερα στο τείχος της βυζαντινής Χρυσούπολης.
Μπορεί λοιπόν (αυτό) ν’ αποτελέσει μια
ένδειξη, ότι η Εγνατία οδός περνούσε ανάμεσα από τους δύο λόφους, για να
προχωρήσει μετά παράλληλα με τους βόρειους πρόποδες του Παγγαίου».
Ένα άγνωστο, λοιπόν, όμως ιδιαίτερα
σημαντικό στοιχείο προσθέτει ο Μόσχος Οτατζής σε όσα μαθαίνουμε καθημερινά για
τον μακεδονικό τύμβο που ανασκάπτεται στο λόφο «Καστά» της Αμφίπολης.
Ότι αυτός ο τύμβος βρέθηκε πάνω στη
μεγαλύτερη οδό των αρχαίων χρόνων, τη ρωμαϊκή Εγνατία οδό, η οποία διήλθε από
τη νότια πλευρά του, με ότι αυτή η θέση του μπορεί να σημαίνει, είτε όσον αφορά
την τυχόν σύλησή του, είτε, αντίθετα, όσον αφορά την τυχόν προστασία του από
τους Ρωμαίους!
Η ανεύρεση του Λέοντα της Αμφίπολης.
Μια δεύτερη, σχεδόν άγνωστη μέχρι σήμερα πτυχή
της ιστορίας της Αμφίπολης είναι αυτή της ανεύρεσης των θραυσμάτων του μεγάλου
γλυπτού του λιονταριού της Αμφίπολης και της συγκόλλησής τους, τα οποία δεν παύουν
να είναι επίκαιρα τώρα, που οι ανασκαφικές έρευνες στο λόφο «Καστά» τοποθετούν
το λιοντάρι αυτό, ως επιτύμβιο μνημείο, πάνω στον μακεδονικό τύμβο και βάζουν
τέλος (ή ξεκινούν από την αρχή;) τις συζητήσεις, που για πολλές δεκαετίες
έδιναν κι έπαιρναν, σχετικά με το πού, τελικά, ήταν τοποθετημένο αυτό το
υπέροχο έργο τέχνης!
Εδώ θα συμβουλευτώ, από τη μια το άγνωστο στην
χώρα μας έργο του Oscar Broneer, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του
Σικάγου, το οποίο, με τίτλο «The lion monument at Amphipolis»,
εκδόθηκε το 1941 και δεν μεταφράστηκε ποτέ στα ελληνικά, ούτε εκδόθηκε ποτέ από
ελληνικό, εκδοτικό οίκο κι από την άλλη το άρθρο του καθηγητή αρχαιολογίας στο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γεωργίου Μπακαλάκη, το οποίο, με τίτλο «Ο Λέων της
Αμφιπόλεως», δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου του 1960 του περιοδικού
«ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΗ», (σελ. 15-17), για να σας κάνω κοινωνούς των πιο κάτω,
ενδιαφερόντων, ελπίζω, λεπτομερειών της «σύγχρονης» ιστορίας του λιονταριού της
Αμφίπολης:
Για πρώτη φορά στους βαλκανικούς πολέμους του
1912 – 1913 Έλληνες στρατιώτες βρήκαν κομμάτια από τη βάση του μεγάλου μνημείου
κι ενημέρωσαν αμέσως την Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία έστειλε επί τόπου τους
αρχαιολόγους Γ. Οικονόμου και Α. Ορλάνδο, τους οποίους, όμως, πρόλαβε ο πρώτος
παγκόσμιος πόλεμος, προτού προχωρήσουν στην έρευνα κι αποκάλυψη του μνημείου.
Το θέρος του 1916 αξιωματικοί βρετανικού,
εκστρατευτικού σώματος, σ’ ένα διάλειμμα των μαχών που διεξάγονταν στην περιοχή
των εκβολών του Στρυμόνα, ανάμεσα στους συμμάχους και στα βουλγαρικά
στρατεύματα, βρήκαν και θραύσματα του ίδιου του λιονταριού και θέλησαν να τα
μεταφέρουν στην ακτή, (προφανώς για να τα μεταφέρουν στην πατρίδα τους), αλλά,
λόγω του όγκου και του βάρους τους, κύρια όμως λόγω του ότι εμποδίστηκαν από το
βουλγαρικό πυροβολικό, που «σφυροκοπούσε» την ακτή, όπου βρίσκονταν αγγλικά
πλοία, δεν τα κατάφεραν και τα θραύσματα του μνημείου παρέμειναν εκτεθειμένα
στις καιρικές συνθήκες μέχρις ότου, το έτος 1930, τα μέλη της γαλλικής,
αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, P. Collart και P. Devampez, προσκληθέντα από
τον κ. Τσάτσο, υπάλληλο της αμερικανικής εταιρίας Monks Ulen, η οποία είχε ήδη
αναλάβει την εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων στην περιοχή του Στρυμόνα,
προσήλθαν στον τόπο όπου βρίσκονταν τα θραύσματα και τα μελέτησαν για πρώτη φορά,
χρονολόγησαν αυτά στην εποχή του πελοποννησιακού πολέμου, τα δε αποτελέσματα
της έρευνάς τους δημοσίευσαν στο αρχαιολογικό περιοδικό Bulletin de
Correspondance Hellenique.
Το σχέδιο της επανένωσης των θραυσμάτων και της
ανακατασκευής του λιονταριού σε καινούργια βάση συνέλαβαν και υλοποίησαν οι
μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, R. W. Gausman and W. J. Judge, οι οποίοι
προκάλεσαν το ενδιαφέρον του τότε πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, κ. Lincoln
Mac Veagh, ο οποίος ζήτησε συνάντηση με αρχαιολόγους της γαλλικής,
αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και συγκεκριμένα με τον μετέπειτα διευθυντή της,
Pierre Roussel και με τους Michel Feyel, Paul Lemerle, Henri Ducoux, οι οποίοι
επισκέφθηκαν και πάλι το μνημείο, εξέτασαν όλα τα υφιστάμενα θραύσματα, έκαναν
λεπτομερή σχέδια αυτών και πρότειναν σχεδιαστικά την ανακατασκευή του
λιονταριού, με τρόπο που δεν απείχε καθόλου από την τελική, μεταγενέστερη
ανακατασκευή του!
Όσον αφορά, όμως τη βάση του μνημείου, η πρόταση
αναστήλωσής της αποδεικνύεται ολότελα εσφαλμένη.
Μέχρι το 1936, αποκλειστικά τα μέλη της γαλλικής
αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών ασχολούνταν με το μνημείο, από το 1936 όμως και
μετά, με τη μεσολάβηση του κ. Lincoln Mac Veagh, συνεργάστηκε η πιο πάνω Σχολή
με την αμερικανική Σχολή αρχαιολογικών μελετών Αθηνών και ανέθεσαν τις
περαιτέρω ενέργειες, από μεν την Γαλλική σχολή στον κ. Jaques Roger, από δε την
Αμερικανική Σχολή στον κ. Oscar Broneer, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο
του Σικάγου, οι οποίοι και μοιράστηκαν, τελικά, τα δικαιώματα της μελέτης και
δημοσίευσης των ευρημάτων.
Από τις 8 μέχρι τις 17 Ιουνίου του 1936,
20 εργάτες εργάστηκαν στην ανασκαφή του χώρου όπου είχαν βρεθεί τα υπόλοιπα
κομμάτια του λιονταριού και της βάσης του, ήλθαν στο φως κι άλλα κομμάτια και η
ίδια η βάση του μνημείου (sic) και όλα ήταν έτοιμα για την συναρμολόγησή του,
την οποία ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο εξαίρετος γλύπτης κ. Ανδρέας
Παναγιωτάκης, καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών και γλύπτης του εθνικού,
αρχαιολογικού μουσείου.
Αυτός, από το φθινόπωρο του
1937 και μετά, αφού κατασκεύασε γύψινο αντίγραφο του αγάλματος, σε μέγεθος ίδιο
με το αρχαίο, προχώρησε στην ανακατασκευή του μνημείου, έχοντας, δυστυχώς, στη
διάθεσή του, μόνο ένδεκα κομμάτια από το αρχαίο γλυπτό, από τα οποία μόνο τα
εννέα (9) ήταν συνεχόμενα, ενώ όσα κομμάτια έλειπαν, (όπως ήταν το κομμάτι του
κεφαλιού, αμέσως πάνω από τα μάτια), συμπληρώθηκαν με άσπρο τσιμέντο.
Το ίδιο το γλυπτό του ανακατασκευασμένου
λιονταριού έφθασε σε ύψος τα 5,37 μέτρα, αλλά από τους αναστηλωτές ξέφυγαν
κάποιες λεπτομέρειες, που ήταν, όμως, σημαντικές!
Έτσι, δεν είδαν ότι έλειπε μια στενή λωρίδα του
λαιμού, με την πλούσια χαίτη του αγριμιού και γι’ αυτό, το κεφάλι με τον λαιμό
απέκτησαν κοντόχοντρη δομή. Αγνόησαν, επίσης, το γεγονός ότι τα μάτια του
λιονταριού ήταν ένθετα (πρόσθετα), πιθανόν κατασκευασμένα από πέτρα
διαφορετικού χρώματος ή από μέταλλο και στη θέση των βολβών τοποθέτησαν άσπρο
τσιμέντο.
Εκείνο, όμως, που είναι σημαντικό κι ενδιαφέρει
ιδιαίτερα όσους παρακολουθούν τις συζητήσεις που γίνονται αυτό τον καιρό, σχετικά
με το αν το λιοντάρι της Αμφίπολης αποτελούσε το επιτύμβιο σήμα του τύμβου που
ανασκάπτεται στο λόφο «Καστά» της Μεσολακιάς, είναι το γεγονός ότι όλοι
ανεξαίρετα οι εξαίρετοι επιστήμονες, (αρχαιολόγοι, μηχανικοί κλπ.), που
ασχολήθηκαν με την ανεύρεση των θραυσμάτων του μνημείου και την αναστήλωσή
τους, συμφωνούν στο ότι το βάθρο, πάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί κατά την
αρχαιότητα το λιοντάρι, είναι το ίδιο με αυτό που βρέθηκε στις ανασκαφές,
σύρριζα με την επιφάνεια του εδάφους, στη θέση όπου είναι και σήμερα
τοποθετημένο το γλυπτό και το οποίο βάθρο αποτελείται από δύο διαφορετικά
τμήματα, 1) ένα πώρινο τετράπλευρο, μπροστινό μέρος, που αποτελείται από
περίπου πενήντα δόμους και 2) ένα άλλο τμήμα, που μοιάζει με αναλημματικό τοίχο
σε σχήμα Π, ανάμεσα στα οποία (δύο τμήματα) υπάρχει κενό, το οποίο ερμηνεύθηκε
από το γεγονός ότι το έδαφος, στο συγκεκριμένο σημείο, ανηφορίζει απότομα προς
νότο, με συνέπεια, τα δύο τμήματα να μη χρειάζονταν ενιαίο και συμπαγές
θεμέλιο.
Αν, λοιπόν, το λιοντάρι αποτελούσε το σήμα του
τύμβου του λόφου «Καστά, πώς εξηγείται το ότι βρέθηκε εκεί όπου βρισκόταν και
το αρχαίο βάθρο του και στο ίδιο ακριβώς σημείο αναστηλώθηκε και στέκεται μέχρι
σήμερα;
Το σύγχρονο βάθρο, όμως, πάνω στο οποίο στήθηκε
το ανακατασκευασμένο λιοντάρι, κατασκευάστηκε όχι από υλικό του αρχαίου βάθρου,
(αφού τέτοιο δεν βρέθηκε στις ανασκαφές του 1931-1934), αλλά από άλλο αρχαίο
υλικό και συγκεκριμένα από δόμους, γείσα και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη που
προήλθαν από οικοδομήματα της Αμφίπολης, του 2ου π.Χ. αιώνα και τα οποία
χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή ενός μεσαιωνικού φράγματος, το οποίο βρισκόταν
στον Στρυμόνα, λίγο πιο κάτω από εκεί που βρέθηκαν τα θραύσματα του λιονταριού
και το οποίο αναγκάστηκαν να χαλάσουν οι μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, στη
διάρκεια των αποστραγγιστικών έργων που εκτέλεσαν.
Όλοι, επίσης, οι
επιστήμονες που ασχολήθηκαν με την αναστήλωση του λιονταριού, αλλά και πολλοί
άλλοι, δέχθηκαν ότι ολόκληρο το μνημείο ήταν ένα επιτύμβιο μνημείο, μέρος του
οποίου μόνο ήταν το συγκεκριμένο γλυπτό.
Οι περισσότεροι,
τέλος, απ’ αυτούς χρονολόγησαν το μνημείο μέσα στον 4ο π.Χ. αιώνα, με τον
καθηγητή κ. Oscar Broneer να το χρονολογεί λίγο μετά τον θάνατο του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, τον δε καθηγητή κ. Γεώργιο Μπακαλάκη να το τοποθετεί λίγο πριν από
τη μάχη της Χαιρώνειας, (338 π.Χ.)
Ο Στρυμών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου